ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Ο Βρετανός ζωγράφος Francis Bacon, (1909-1992)

Μελέτη για το πορτρέτο του Πάπα Ιννοκέντιου Ι΄, 
μετά Βελάσκεθ (1953)
O Φράνσις Μπέικον (1909-1992) γεννήθηκε στο Δουβλίνο, την πρωτεύουσα της Ιρλανδίας, από γονείς Βρετανικής καταγωγής, οι ρίζες της οικογένειάς του φτάνουν ως τον  φιλόσοφο, πολιτικό και συγγραφέα Σερ Φράνσις Μπέικον (1561-1626). Στα 16 του χρόνια μετακόμισε στο Λονδίνο και αρχικά εργάστηκε σαν διακοσμητής, σχεδιαστής επίπλων αλλά  περιπλανήθηκε δοκιμάζοντας, και σε άλλες δουλειές για να βγάλει τα προς το ζην.

Ήταν ένας αυτοδίδακτος ζωγράφος με μια έντονη ζωή με συντροφιά το αλκοόλ, το τζόγο αλλά  και θυελλώδεις ερωτικές σχέσεις. Στο στούντιο του στο Σάουθ Κένσινγκτον  βασίλευε η ακαταστασία, ένα απίστευτο σκουπιδομάνι από φθαρμένα πινέλα, σχισμένους με μαχαίρι πίνακες, άδεια μπουκάλια κρασιού, χρώματα παντού και φωτογραφίες γυμνών ανδρών. Συνδέθηκε μακροχρόνια φιλικά με τον Λούσιαν Φρόιντ μετά το 1945.

Μετά τον θάνατό του η φήμη του αυξάνεται σταθερά μιας και τα  έργα του είναι στην κορυφή της χρηματικής αξίας στους μεγάλους οίκους δημοπρασιών πινάκων ζωγραφικής. Η Μάργκαρετ Θάτσερ, η σιδηρά κυρία περί τα οικονομικά είχε πει "ο άνθρωπος που ζωγραφίζει τις φρικτές εικόνες"




ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

επιμέλεια Ελένη Παπαγεωργίου

Το ατελιέ του καλλιτέχνη
Έζησε σχεδόν όλο τον ιλιγγιώδη 20ό αιώνα με τον ίλιγγο που του άρμοζε. Δεν σπούδασε τίποτα και ποτέ, άλλαξε ένα σωρό επαγγέλματα, ερωτεύτηκε παράφορα τον μικροεγκληματία που πήγε να διαρρήξει το διαμέρισμα και ατελιέ του, κάποτε έκανε και ο ίδιος διαρρήξεις και μικροκλοπές, ταξίδεψε πολύ, είχε το πάθος μόνιμο οδηγό στον βίο και στο έργο του, έπαιξε τρελά ποσά στη ρουλέτα, πέρασε από το λαγούμι του αλκοόλ και των ουσιών, λάτρεψε το καλό φαγητό και την σαμπάνια, υπήρξε εξωφρενικά γενναιόδωρος, γνώρισε από κοντά πολλές εκδοχές της φρίκης και έγινε, ακριβώς, ο ανατόμος της φρίκης μέσα από τη ζωγραφική του, μίσησε την παντοδυναμία της φθοράς και του θανάτου, αντιστάθηκε με μανία σ’ αυτή την παντοδυναμία, ερωτοτρόπησε με την ποταπότητα και με τον σαδομαζοχισμό καταφέρνοντας, συνάμα, να είναι ένας έξοχος εστέτ, και πέρασε τα περισσότερα χρόνια του μέσα σε μιαν επιχρυσωμένη αθλιότητα.



Παίζοντας, και αυτός, με τη διαλεκτική ανάμεσα στην παράδοση και στην καινοτομία, κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο πολυσυζητημένους εικαστικούς καλλιτέχνες των καιρών μας. Επηρεάστηκε από ζωγράφους όπως ο Πικάσο και ο Βαν Γκονγκ, από σκηνοθέτες του κινηματογράφου, όπως ο Σεργκέι Αϊζενστάιν και ο Λουίς Μπουνιουέλ, από ποιητές όπως ο Τ. Σ. Έλιοτ, από φωτογράφους όπως ο Μέιμπριτζ, αλλά και από τη θέα και τη μυρωδιά των σφαγείων, από τα φθαρμένα πρόσωπα των φίλων του, και από εικονογραφημένα ιατρικά εγχειρίδια. Μας δίδαξε την τέχνη του να ζεις έντονα, παράφορα, παθιασμένα την κάθε σου στιγμή, να μην διστάζεις να βρίσκεσαι μεθυσμένος σ’ ένα λασπωμένο χαντάκι τη μια νύχτα και σε ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο την άλλη, δίχως να χάνεις ίχνος από την πολύτιμη αξιοπρέπειά σου και το μοναδικό σου στυλ. Έγραψαν γι’ αυτόν στοχαστές και συγγραφείς όπως ο Ζιλ Ντελέζ και ο Μίλαν Κούντερα, ενώ ο Ντάνιελ Φάρσον υπογράφει τη βιογραφία του, και ο Τζον Μέιμπερι την ταινία «Η Αγάπη είναι ο Διάβολος», στην οποία ο μέγας Ντέρεκ Τζάκομπι τον υποδύεται. Προσωπικό του μότο ήταν το «Θέλω να κερδίζω, ακόμα κι όταν χάνω συνέχεια». To 2007, ένα καλλιτεχνικό βιβλίο-έργο τέχνης, σε λιγοστά αριθμημένα αντίτυπα, τον έφερε πάλι στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Ήταν απόγονος του ομώνυμου φιλόσοφου, του συγγραφέα της ουτοπικής «Νέας Ατλαντίδος», και άκουγε στο όνομα Φράνσις Μπέικον.

Ο Φράνσις Μπέικον γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1909, στο Δουβλίνο, από Άγγλους γονείς. Ο πατέρας του, ο Έντι Μπέικον, ήταν απόστρατος λοχαγός των Ουσάρων και επαγγελόταν τον εκπαιδευτή αλόγων. Ήταν αυστηρός στο έπακρο, οξύθυμος και τυραννικός, το άκρως αντίθετο από την κοσμική σύζυγό του, τη Γουίνι. Θρυλείται ότι διέταξε κάποτε έναν ιπποκόμο του να μαστιγώσει τον ατίθασο έφηβο Φράνσις, ο οποίος εκδικήθηκε πλαγιάζοντας διαδοχικά με τρεις ιπποκόμους του πατέρα του. Ο Φράνσις ήταν φιλάσθενος, αλλεργικός στα άλογα και στα σκυλιά, υπέφερε από άσθμα, και του έκαναν από μικρή ηλικία ενέσεις μορφίνης για να καταπραΰνουν τις κρίσεις του. Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Μπέικον βρέθηκαν στο Λονδίνο και ο μικρός Φράνσις είχε την εμπειρία να βλέπει το Χάιντ Παρκ ψεκασμένο με ένα φωσφορίζον υλικό, μια ενδιαφέρουσα εικαστική θέα. Αυτό συνέβαινε για να μπερδεύονται τα γερμανικά Ζέππελιν και να ρίχνουν τις βόμβες τους εκεί. Ο Φράνσις διδάχτηκε ό,τι διδάχτηκε μόνος του, μιας και σχολείο πήγε ελάχιστα, μονάχα για κάτι παραπάνω από έναν χρόνο, από τα τέλη του 1924 έως τα μέσα του 1926, αλλά και πάλι έκανε συνεχώς κοπάνες ώσπου τον απέπεμψαν οριστικά. Άρχισε να ζει σε πλήρη ελευθερία, με ένα επίδομα 3 λιρών από τη μητέρα του, περιπλανώμενος διαρκώς, διαβάζοντας Νίτσε, και επιδιδόμενος σε κλοπές. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως οικιακός βοηθός και μάγειρας. Επίσης, ανακάλυψε ότι είχε το ταλέντο να γοητεύει άντρες μεγαλύτερούς του και λίαν εύπορους, οι οποίοι, διαισθανόμενοι ίσως το καλλιτεχνικό χάρισμα του Φράνσις, έσπευδαν να τον συνδράμουν, να τον φιλοξενήσουν, να του προσφέρουν σχεδόν τα πάντα με μιαν ανέμελη γενναιοδωρία, την οποία, πάντα ευγνώμων, μπόρεσε να επιδείξει και ο ίδιος ο Μπέικον όποτε του δινόταν η ευκαιρία. Και του δινόταν συχνά!

Την άνοιξη του 1927, κάποιος κύριος Χάρκορτ- Σμιθ θα οδηγήσει τον Φράνσις στο μεσοπολεμικό Βερολίνο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, «μια πολύ ανοιχτή και πολύ βίαιη πόλη», όπως είπε χρόνια μετά, και θα γλεντήσουνε υπέροχα, μένοντας στο Ξενοδοχείο Άλντον και απολαμβάνοντας την συναρπαστική νυχτερινή ζωή της μεγαλούπολης. Σειρά είχε το πολύβουο Παρίσι, όπου ο Φράνσις έμελλε να δει μιαν έκθεση του Πικάσο στη Γκαλερί Rosenberg, και να εντυπωσιαστεί τόσο ώστε αποφάσισε να γίνει και ο ίδιος ζωγράφος. Στο Παρίσι είδε επίσης, και μάλιστα στην πρεμιέρα, το αριστούργημα «Ναπολέων» του Αμπέλ Γκανς, όπως μεταξύ άλλων εμφανίζεται και ο θρυλικός Αντονέν Αρτό. Στο Παρίσι, ο Μπέικον θα παραμείνει, με κάποια διαλείμματα, έως το 1939 και την έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο Παρίσι, ο Μπέικον θα δει, το 1935, το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» του Αϊζενστάιν και θα τον στοιχειώσει, για όλη του τη ζωή, η περιλάλητη σκηνή με τα σκαλιά της Οδησσού, το μακελειό, το καροτσάκι, και το ανοιχτό στόμα της γκουβερνάντας που κραυγάζει. Στο Παρίσι, ο Μπέικον θα αγοράσει από τα μικρά βιβλιοπωλεία της Αριστερής Όχθης βιβλία σχετικά με τις ασθένειας της στοματικής κοιλότητας, και θα τα μελετήσει εμβριθώς. Στο Παρίσι, ο Μπέικον θα μάθει να ζει μες στις ποικίλες μορφές της βίας. Στο Παρίσι, ο Μπέικον θα διαμορφώσει τον καλλιτεχνικό του εαυτό και θα φτιάξει το πρόπλασμα από το εφιαλτικό σύμπαν, από αυτή την «έκθεση ωμοτήτων» για την οποία μίλησε ο Τζ. Γκ. Μπάλλαρντ,. Στο Παρίσι, ο Μπέικον θα ανακαλύψει αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε «ωμότητα των πραγμάτων». Θα αποφανθεί: «Πρέπει να ασκώ ένα είδος βίας στο χρώμα. Σχεδόν μόνιμα ζούμε πίσω από παραπετάσματα – μια καλυμμένη ύπαρξη. Σκέφτομαι, λοιπόν, όταν καμιά φορά μου λένε πως η δουλειά μου είναι βίαιη, πως ίσως κάπου-κάπου πετυχαίνω να αφαιρέσω ένα-δύο απ’ αυτά τα πέπλα ή παραπετάσματα».

Κεφάλι VI (1949)
Εν τω μεταξύ, ο Μπέικον άρχισε να βγάζει το ψωμί του εργαζόμενος ως διακοσμητής εσωτερικών χώρων και σχεδιαστής επίπλων και χαλιών. Ζωγράφιζε παράλληλα, και εξέθετε, αλλά σχεδόν το σύνολο των έργων του καταστρέφονταν από τα ίδια του τα χέρια. Με την έκρηξη του πολέμου, θα επιστρέψει στο Λονδίνο, θα κριθεί ακατάλληλος για το στρατό, θα πάει εθελοντής στην Αεράμυνα αλλά το άσθμα του χειροτέρεψε από τις αναθυμιάσεις και δεν θα αργήσει να απολυθεί. Θα εγκαταστήσει το ατελιέ του σε μια παλιά αίθουσα μπιλιάρδου, κι εκεί, μέσα σ’ έναν παροξυσμό δημιουργικότητας, τρομερούς πονοκεφάλους, και δεκαπέντε μέρες αδιάκοπης μέθης, θα συνθέσει το πρώτο του αριστούργημα και προοίμιο σύνολου του έργου του, τις Τρεις Σπουδές για Φιγούρες στο Κάτω Μέρος μιας Σταύρωσης. Ο Μπέικον θα γίνει εν μία νυκτί κέντρο συζητήσεων στους καλλιτεχνικούς κύκλους, συλλέκτες θ’ αρχίσουν ν’ αγοράζουν τα έργα του, και ο ίδιος θα ζει σε μια κατάσταση «εύθυμης απόγνωσης», σύμφωνα με τα λόγια του. Τα χρήματα που βγάζει τα διαθέτει, σύμφωνα με μαρτυρία του David Sylvester (έμπιστου συνομιλητή και φίλου του Μπέικον), στο να κερνάει χαβιάρι και σαμπάνια σ’ όποιον βρει μπροστά του. Δεν θα τον συγκρατεί τίποτε και κανένας. Θα μοιάζει απαλλαγμένος από κάθε είδους σύνεση. Ο ίδιος θα πει: «Είμαι άπληστος για τη ζωή. Είμαι άπληστος ως καλλιτέχνης. Είμαι άπληστος για οτιδήποτε ελπίζω πως μπορεί να μου δώσει το τυχαίο, πέρα από εκείνα που μπορώ να υπολογίσω λογικά. Η ζωή μου οφείλεται στη λαιμαργία μου – λαιμαργία για φαΐ, για ποτό, για να βρίσκομαι ανάμεσα σε ευχάριστους ανθρώπους, για τα συναρπαστικά πράγματα»

Θα μεταβεί στο Μόντε Κάρλο και θα κερδίσει σεβαστά ποσά παίζοντας ρουλέτα. Φυσικά, κατασπαταλάει όσα κερδίζει, ζώντας πάντα σε μιαν «επιχρυσωμένη αθλιότητα». Ζωγραφίζει και καταστρέφει τα έργα του. Περιβάλλεται διαρκώς από ευχάριστους, αλλά όχι πάντα ακίνδυνους, φίλους. Συγκαταλέγεται στους μεγάλους της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, ανάμεσα στον Πικάσο και τον Μαρσέλ Ντυσάν, σύμφωνα με τον Robert Melville και το καλλιτεχνικό έντυπο Horizon. Συχνάζει σε ένα πριβέ κλαμπ, το «Colony Room» της φοβερής και τρομερής Μύριελ Μπέλτσερ. Μάλιστα, υπήρξε επίτιμο ιδρυτικό μέρος του κλαμπ και η προεξάρχουσα μορφή του, καθώς η Μπέλτσερ τον υιοθέτησε ως «θυγατέρα» της, του επέτρεπε να πίνει δωρεάν, του χορήγησε ένα εβδομαδιαίο επίδομα, και τον ενθάρρυνε να φέρνει φίλους και πλούσιους πατρόνες εκεί. Για ένα μικρό διάστημα, ο Μπέικον θα διδάξει στο Βασιλικό Κολέγιο Τέχνης. Επέμενε ότι δεν θέλει να κάνει τυπικά, επίσημα μαθήματα. Έτσι, επί τρεις μήνες είχε, κατόπιν συμφωνίας, το ελεύθερο να συζητάει με τους σπουδαστές για τα πάντα, δύο φορές την εβδομάδα.

Τρεις μελέτες για τους αριθμούς στη βάση μιας σταύρωσης (1944)

Συνθέτει τους περιλάλητους πίνακες με κεντρική μορφή τον Πάπα Ιννοκέντιο τον Δέκατο, και αντλώντας απευθείας έμπνευση από τον Βελάσκεθ. Φιλοτεχνεί πορτρέτα φίλων του, όπως του εικαστικού Λουσιάν Φρόιντ, του David Sylvester, της Isabel Rawthstone, και της Henrietta Moraes, καθώς και έργα εμπνευσμένα από στίχους του Τ. Σ. Έλιοτ, την ποίηση του οποίου θαυμάζει ολοένα και περισσότερο. Δηλώνει ότι διαβάζει ξανά και ξανά τα «Τέσσερα Κουαρτέτα», καίτοι τον συγκινεί περισσότερο η «Έρημη Χώρα». Διαβάζει επίσης Ουίλιαμ ΜπάτλερΓέιτς, και φυσικά Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Η καταβύθισή του στο σύμπαν της ποίησης μοιάζει να είναι ένα αναγκαίο συμπλήρωμα στις περιπλανήσεις του στα σφαγεία, όπως βλέπει τα ζώα πριν από το μακέλεμά τους και οσμίζεται τη μυρωδιά του θανάτου, αλλά και στις περιδιαβάσεις του στον κόσμο του άγριου σεξ, του ακατάσχετου αλκοόλ και των επικίνδυνων σχέσεων. Όπως και άλλοι καλλιτέχνες που έζησαν πάντα στο χείλος του ολέθρου, αγαπώντας εντούτοις την κατάφαση στη ζωή και στην ένταση, έτσι και ο Μπέικον θα λατρέψει τον Μεγάλο Βάρδο και θα μπορέσει να μιλήσει με θαυμαστή ποιητική ακρίβεια γι’ αυτόν: «Αλλά μιλάμε μόνο για μοντέρνους ποιητές, ενώ θα βρεις ολόκληρο τον Έλιοτ και τον Γέιτς και όποιον άλλο ποιητή στον Σαίξπηρ~ τον Σαίξπηρ που εμψυχώνει τη ζωή –άσχετο αν κάτι τέτοιο φαίνεται μάταιο– με τρόπο που κανείς άλλος δεν μπόρεσε να κάνει. Και γίνεται αυτό τόσο με τη βαθιά του απογοήτευση και τον πεσιμισμό, όσο και με το χιούμορ του. Κι ακόμα, με τον διαβολικό, κατά κάποιο τρόπο, κυνισμό του. Τι μπορεί να θεωρηθεί πιο κυνικό απ’ τον Μάκβεθ να λέει στο τέλος του έργου: ‘Αύριο, και αύριο, και αύριο’;

Την άνοιξη του 1952, ο Μπέικον θα συνάψει μια θυελλώδη ερωτική σχέση με τον Πίτερ Λέισι, πρώην πιλότο της RAF, τυχοδιώκτη, σαδιστή, και παντελώς αδιάφορο για το έργο του ζωγράφου, ο οποίος θα πει ότι ένας τέτοιος ακραίος έρωτας, μια τόσο απόλυτη εμμονή με κάποιον, είναι σαν τρομερή νόσος και δεν θα τον ευχόταν να συμβεί ούτε στον χειρότερο εχθρό του. Δώδεκα χρόνια μετά, το 1964, ο Μπέικον θα συνδεθεί με τον Τζορτζ Ντάιερ, με τον οποίο γνωρίστηκε ενόσω ο Ντάιερ έκανε απόπειρα διάρρηξης στο σπίτι του Μπέικον. Ο Ντάιερ ήταν μικροεγκληματίας και είχε πολλάκις εγκλειστεί σε αναμορφωτήρια και φυλακές. Η σχέση τους ήταν και πάλι θυελλώδης, γεμάτη διαπληκτισμούς, κρίσεις ανασφάλειας, χωρισμούς, συμφιλιώσεις. Ο αλκοολικός Ντάιερ δύσκολα μπορεί να ανεχτεί το μποέμικο περιβάλλον του λαίμαργου για ζωή ζωγράφου. Πάλι το Παρίσι θα είναι το σκηνικό μιας τρομερής εμπειρίας για τον Μπέικον. Εκεί, στο ξενοδοχείο όπου διέμεναν και την παραμονή μιας μεγάλης αναδρομικής έκθεσης του Μπέικον στο Grand Palais, ο Ντάιερ θα θέσει τέρμα στη ζωή του με υπερβολική δόση βαρβιτουρικών.

Το 1974, ο Μπέικον θα γνωρίσει τον Τζον Έντουαρντς, με τον οποίο θα παραμείνει εραστής και φίλος έως το τέλος. Θα ζωγραφίζει ολοένα και πιο πολλές αυτοπροσωπογραφίες, λέγοντας με πικρία ότι δεν του αρέσουν, μιας και δεν θεωρεί όμορφο το πρόσωπό του, αλλά δεν έχει άλλη λύση, είναι το μόνο διαθέσιμο κεφάλι, γιατί οι φίλοι πεθαίνουν γύρω του σαν τις μύγες. Η φήμη τον περιβάλλει όσο και η φρίκη, και ο Φράνσις παίζει ανάμεσά τους, πάντα με εύθυμη απόγνωση, πάντα με μιαν έντονη αίσθηση ματαιότητας, πάντα πρόθυμος για ακραίες κραιπάλες, πάντα λέγοντας ότι ελπίζει να κάνει το καλύτερο έργο με θέμα την ανθρώπινη κραυγή, και πάντα υπενθυμίζοντας, με το γνωστό αγγλοϊρλανδέζικο χιούμορ του, «Πάντα, ναι, πάντα ήθελα, μα ποτέ δεν τα κατάφερα να ζωγραφίσω το χαμόγελο».


Ο Φράνσις Μπέικον, ένας από τους μέγιστους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, άφησε την τελευταία του πνοή στις 28 Απριλίου του 1992, στη Μαδρίτη, έχοντας γενναιόδωρα αφήσει τα 11 εκατομμύρια λίρες, που του είχαν απομείνει από τα ξεφαντώματα και τα δώρα, στον Τζον Έντουαρντς. Έζησε μες στο χάος και δημιούργησε μες στο χάος, έχοντας πει: «Αισθάνομαι ότι είμαι σπίτι μου μες στο χάος, γιατί το χάος μού φέρνει στο νου εικόνες».


Σταύρωση (1933)



Τρεις μελέτες για τη σταύρωση (1944)



Εικόνα σε ένα τοπίο (1945)



Μελέτη για φιγούρα Ι (1945-46)



Ζωγραφική (1946)



Κεφάλι ΙΙ (1949)



Πορτρέτο (1949)



Κεφαλή ΙΙΙ (1949)



Θραύσμα σταύρωσης (1950)




Πάπας Ι - Σπουδή για τον Πάπα μετά Βελάσκεθ (1951)



Μελέτη για το πορτρέτο του Πάπα Ιννοκέντιου Ι΄, μετά Βελάσκεθ (1953)



Ιννοκέντιος Ι΄ (Βελάσκεθ 1650)



Ζωγραφίζοντας ένα σκύλο (1952)




Δυο ψηφία στη χλόη (1952)



Μελέτη για ένα πορτρέτο (1953)



Δυο φιγούρες (1953)



Άνδρας στα μπλε ΙV (1954)



Εικόνα με κρέας  (1954)

Πηγές:


Για περισσότερα έργα του Francis Bacon επισκεφτείτε την ιστοσελίδα:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...