Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας’’. Εικών
φορητή, έργον Φιλοθέου Σκούφου 1665.
|
Ο Φιλόθεος Σκούφος ήταν
Έλληνας ζωγράφος φορητών εικόνων και ιερομόναχος. Γεννήθηκε στα Χανιά της
Κρήτης και άκμασε κατά τον 17ο αιώνα. Υπήρξε ηγούμενος της Μονή Χρυσοπηγής στον
Κάντανο Χανίων. Την περίοδο του Κρητικού Πολέμου πήρε μέρος μαζί με τους
υπόλοιπους μοναχούς της μονής στο πλευρό των Ενετών, ενώ αργότερα θα καταφύγει
στη Βενετία.
Η τέχνη του Φιλόθεου Σκούφου βρίσκεται στο
επίπεδο του καλού τεχνίτη, ιδιότητα που δεν είναι άσχετη με τη μαρτυρημένη
συνεργασία του με τον Εμμανουήλ Τζάνε. Όπως έχει σημειωθεί, χρησιμοποιεί ως
πρότυπα έργα παλαιοτέρων καλών ζωγράφων όπως του Μιχ. Δαμασκηνού: Λιθοβολισμός
Στεφάνου, Αποτομή Ιωάννου Προδρόμου, Αγίας Παρασκευής, και άλλων. Διαμόρφωσε
κατά πολύ την τέχνη στις λεπτογραφικές συνθέσεις, ιδίως στα θωράκια.
Παλαιότερα, στο εμπόριο εικόνων της
Αθήνας, η υπογραφή του Σκούφου εθεωρείτο ότι προσέδιδε ιδιαίτερη αξία, με
συνέπεια πολλές εικόνες προερχόμενες από ιδιωτικές συλλογές των Αθηνών να έχουν
πλαστές τις υπογραφές του. Για το λόγο αυτό η μορφή του έργου του είχε εντελώς
παρανοηθεί, με συνέπεια η αξιολόγηση του καλλιτέχνη ως ενός εκ των καλυτέρων
αγιογράφων της εποχής του να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Τυπικό παράδειγμα το κεφάλαιο για τον Φ.
Σκούφο στο βιβλίο του Αλ. Εμπειρίκου, L' ecole cretoise, το οποίο βασίζεται
μόνο σε έργα αθηναϊκών συλλογών με πλαστές υπογραφές. Ο Φιλόθεος Σκούφος που γεννήθηκε
στα Χανιά ήταν θείος του λογίου Φραγκίσκου Σκούφου. Λίγο μετά το 1638 υπήρξε
ηγούμενος της μονής Χρυσοπηγής του Χαρτοφύλακος στα Χανιά. Όπως ο ίδιος εκθέτει
σε μεταγενέστερη -του έτους 1665- αίτησή του, με την ιδιότητα αυτή έλαβε ενεργό
μέρος στον αγώνα κατά των Τούρκων.
Μετά την πτώση των Χανίων (1645)
ακολούθησε τις τύχες των ξεριζωμένων λογίων και καλλιτεχνών. Αρχικά πήγε, στη
Σούδα, από όπου στάλθηκε πάλι στα Χανιά από το Βενετό Γενικό Προνοητή της
Κρήτης Cornaro, για να κατασκοπεύσει τις κινήσεις των εχθρών. Στη συνέχεια
συνόδευσε τον μητροπολίτη Φιλαδελφείας Αθανάσιο Βελλεριανό στην περιοχή του
Χάνδακα, με σκοπό να παροτρύνουν τους ορθόδοξους κατοίκους της περιοχής στον
αγών κατά των Τούρκων. Από απόδειξη του Σκούφου προς το μητροπολίτη Βελλεριανό,
με ημερομηνία 20 Μαϊου 1646, γνωρίζουμε ότι κατά την εποχή αυτή βρισκόταν ακόμη
στην Κρήτη, από την οποία πρέπει να έφυγε μερικούς μήνες αργότερα, με προορισμό
την Κέρκυρα. Από επιστολή του, με ημερομηνία 25 Απριλίου 1648 προς τον ίδιο
μητροπολίτη που βρισκόταν στη Βενετία, γνωρίζομε ότι την εποχή αυτή ασκούσε την
τέχνη του στην Κέρκυρα, μαζί με τον Εμμανουήλ Τζάνε.
Σύμφωνα με νοταριακή πράξη των Αρχείων
Βενετίας, στις 9 Απριλίου 1650, ενώ βρισκόταν στην Κέρκυρα, εκλέχθηκε εφημέριος
της μονής της Αγίας Παρασκευής στη Λεσίνα της Δαλματίας από τους αξιωματικούς
του βενετικού στόλου jus patronati της μονής, πράξη που επικυρώθηκε στο
Ηράκλειο της Κρήτης. Ο Σκούφος αποδέχθηκε την εκλογή, αλλά δεν γνωρίζομε αν
πήγε ποτέ στη Λεσίνα. Το 1653 εκλέχθηκε στη Βενετία δάσκαλος του σχολείου της
Ελληνικής Κοινότητας για δύο χρόνια και στη συνέχεια, από το 1655 έως το 1659,
έγινε εφημέριος στον εκεί ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων.
Όπως αναφέρει στην αίτηση του έτους 1655,
που μνημονεύσαμε παραπάνω, τα επόμενα χρόνια ζούσε σε κατάσταση ένδειας στη
Βενετία και γι' αυτό ζήτησε να του παραχωρηθεί μία μονή σε ένα από τα Ιόνια
νησιά. Την 1η Αυγούστου 1665, ύστερα από ψήφισμα της βενετικής γερουσίας και
του παραχωρούσε την εκκλησία και το μοναστήρι της Παναγίας της Λαουρένταινας
στο Κάστρο της Ζακύνθου, εγκαταστάθηκε στο νησί, όπου και έζησε ως το θάνατό
του.
Όπως αναφέρει σε νέα αίτησή του προς τις
βενετικές αρχές το 1670, ο ναός βρισκόταν σε άθλια κατάσταση και ο Σκούφος
μόχθησε για την ανακαίνιση και τον καλλωπισμό του. Στην ίδια αίτηση εκφράζει
την επιθυμία να παραχωρηθεί ο ναός στον ανιψιό του Παρθένιο Σκούφο, όπως και
έγινε. Στη Ζάκυνθο ο ζωγράφος θα πρέπει να δίδασκε ζωγραφική, όπως προκύπτει
από έγγραφη μαρτυρία της 3ης Ιουλίου 1670, σύμφωνα με την οποία υπέγραψε σύμβαση
για τέσσερα χρόνια με τον πατέρα του δεκατετράχρονου Νικολέτου Γρόπα, να διδάξει στο γιό του την τέχνη της
αγιογραφοσύνης και να τον κάμη και ιερέα. Στο τέλος του εγγράφου υπάρχει η
υπογραφή του ζωγράφου: Φιλόθεος
ιερομόναχος ο Σκούφος βαιβεόνω τα άνοθεν.
Ο Σκούφος εξακολούθησε να ασχολείται με τη
διακόσμηση του ναού της Λαουρένταινας, όπως προκύπτει από συμβόλαιο της 27ης
Αυγούστου 1673. Φαίνεται όμως ότι αργότερα, αφήνοντας τη μονή στο διάδοχό του
Παρθένιο και την περιουσία που είχε στο Κάστρο της πόλης στους ανιψιούς του,
αποσύρθηκε στη μονή του Αγίου Αθανασίου των Κήπων, όπου απεβίωσε στις 9 Μαρτίου
1685, αφού στις 18 Φεβρουαρίου 1685 είχε συντάξει τη διαθήκη του. Είναι πιθανό
να ήταν δικό του έργο η εικόνα Επιτάφιος Θρήνος, ζωγραφία στο νατουράλε, που
αναφέρεται στη διαθήκη του, με την παράκληση να την βάνουν αντίκρυς του
μνήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου