Το 1820 ο Χουρσίτ πασάς διορίσθηκε Μόρα-βαλεσί (πασάς της
Πελοποννήσου) από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β΄. Ο περίφημος Χουρσίτ έμεινε λίγους
μήνες στην Τριπολιτσά επειδή κατά το τέλος του 1820 (ή Ιανουάριο 1821), η Πύλη
τον διέταξε να εκστρατεύσει εναντίον του στασιαστή Αλή πασά των Ιωαννίνων,
ορίζοντας τον σερασκέρη (αρχιστράτηγο) όλων των οθωμανικών δυνάμεων που
συγκεντρώνονταν στην Ηπειρο από διάφορα πασαλίκια. Ο Μόρα-βαλεσί άφησε στην
Τριπολιτσά ως καϊμακάμη-τοποτηρητή του τον Μεχμέτ πασά Σαλήχ, έναν άνθρωπο μέτριων
ικανοτήτων ο οποίος διέθετε περιορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις.
Τον
Ιανουάριο του 1821 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Χρήστος Αναγνωσταράς
επέστρεψαν μυστικά στην Πελοπόννησο. Ο Μεχμέτ και οι άλλοι Οθωμανοί
αξιωματούχοι πληροφορήθηκαν την επιστροφή τους. Οι Τούρκοι θορυβήθηκαν επειδή
τη συνέδεσαν με μία σειρά άλλων ύποπτων συμβάντων, όπως η παραβίαση του
επιτρεπόμενου ορίου παραγωγής πυρίτιδας από τα πυριτιδοποιεία (μπαρουτόμυλους)
των αδελφών Σπηλιωτόπουλων στη Δημητσάνα, οι αυξανόμενες επαφές και συναντήσεις
ανάμεσα σε Πελοποννησίους προκρίτους και αρχιερείς, η ανεξήγητη αδράνεια του
Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη έναντι της έλευσης του Κολοκοτρώνη κ.ά. Οι φήμες για
επικείμενη εξέγερση των Ελλήνων οι οποίοι θα επιχειρούσαν να εκμεταλλευθούν τον
οθωμανικό πόλεμο εναντίον του Αλή πασά, είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν από το
1820. Ο Μεχμέτ Σαλήχ αποφάσισε να λάβει μέτρα ασφαλείας καλώντας όλους τους
Πελοποννήσιους δημογέροντες και αρχιερείς στην Τριπολιτσά, δήθεν προκειμένου να
συζητήσει μαζί τους θέματα του Μοριά. Στην πραγματικότητα σκόπευε να τους
κρατήσει στην πόλη προκειμένου να ελέγχει την ηγεσία των Ελλήνων, έτσι ώστε
εκείνοι να μην μπορούν να επαναστατήσουν ή έστω να στερηθούν των κυριότερων
αρχηγών. Αρκετοί πρόκριτοι και αρχιερείς δεν πειθάρχησαν στο αίτημα του, όπως
οι Παλαιών Πατρών Γερμανός, Ανδρέας Ζαΐμης, Ανδρέας Λόντος κ.ά. Στην Τριπολιτσά
προσήλθαν (τέλη Φεβρουαρίου 1821) οι αρχιερείς Μονεμβασίας Χρυσόστομος,
Ανδρούσης Ιωσήφ, Χριστιανουπόλεως Γερμανός, Αμυκλών και Τριπολιτσάς Δανιήλ (ο
οποίος έδρευε στην πόλη), Ωλένης Φιλάρετος, Κορίνθου Κύριλλος, Ναυπλίου
Γρηγόριος, Σπάρτης Μελέτιος, Δημητσάνας Φιλόθεος, και οι πρόκριτοι Πανάγος
Κυριακός και Αναγνώστης Κωστόπουλος της Μεσσηνίας, Θεόδωρος Δεληγιάννης της
Αρκαδίας (Λαγκάδια), Ιωάννης Βιλαέτης της Ηλείας (Πύργος), Αναστάσιος
Μαυρομιχάλης της Μάνης (γιος του Πετρόμπεη), Ανδρέας Καλαμογδάρτης της Αχαϊας
(Πάτρα), Ιωάννης Τομαράς και Αντώνιος Καραπατάς της Τριφυλίας, Ιωάννης Περούκας
του Αργους, Σωτήριος Νοταράς της Κορίνθου, Οικονόμος Παπαλέξης της Ολυμπίας,
Γιαννούλης Καραμάνος της Κυνουρίας και Κοπανίτσας της Λακωνίας (Σπάρτη). Τον
Μάρτιο, η κήρυξη της Επανάστασης οδήγησε στη σύλληψη και τη φυλάκιση όλων, ενώ
οι Τουρκαλβανοί εκτέλεσαν σταδιακά τους ακόλουθους και τους σωματοφύλακες
(κάπους) τους.
Μετά την
ελληνική νίκη στο Λεβίδι (14 Απριλίου 1821) εδραιώθηκαν τα στρατόπεδα των
επαναστατών κοντά στην Τριπολιτσά (Βαλτέτσι, Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Λεβίδι,
Βέρβαινα, Μαρμαριά), προοριζόμενα για τον αποκλεισμό της τουρκικής έδρας. Γύρω
από την πόλη είχε συγκεντρωθεί το μεγαλύτερο μέρος των επαναστατικών δυνάμεων.
Παρότι πολλοί Πελοποννήσιοι αρχηγοί, πιθανώς οι περισσότεροι, θεωρούσαν ότι
έπρεπε να κυριευθούν τα παράκτια οθωμανικά φρούρια (Πάτρα, Ναύπλιο, Κορώνη,
Μεθώνη, Νεόκαστρο κ.ά.) προκειμένου να μην ενισχύονται από τη θάλασσα οι
τουρκικές δυνάμεις, ο Κολοκοτρώνης επέμενε στη στρατηγική σημασία της
Τριπολιτσάς υποστηρίζοντας ότι έπρεπε να καταληφθεί πρώτη. Ο Γέρος του Μοριά
πίστευε ότι η κυρίευση του σημαντικότερου οθωμανικού διοικητικού και
στρατιωτικού κέντρου στη νότια Ελλάδα, θα είχε αποφασιστική επίδραση στο ηθικό
των αντιμαχόμενων, αρνητική για τους Τούρκους και θετική για τους εξεγερθέντες.
Επιπρόσθετα θα στερούσε από την Πύλη μία ισχυρή βάση στις επαναστατημένες
περιοχές. Η πορεία της Επανάστασης δικαίωσε την άποψη του. Στο μεταξύ, οι φόνοι
Τουρκαλβανών στην πελοποννησιακή ενδοχώρα, οδήγησαν πολλούς στην ασφάλεια της
Τριπολιτσάς.
Στην
Ηπειρο, ο Χουρσίτ θορυβήθηκε από την επανάσταση στην Πελοπόννησο: στην
Τριπολιτσά βρισκόταν η «πρωτίστη» σύζυγος του, οι άλλες σύνευνοι του, το χαρέμι
και οι θησαυροί του, που κινδύνευαν συνολικά να πέσουν στα χέρια των αγωνιστών.
Επιπρόσθετα ήταν υπόλογος στην Πύλη για την καταστολή της επανάστασης, επειδή
είχε διαβεβαιώσει με επιστολή τον σουλτάνο πριν μεταβεί στην Ηπειρο, ότι οι
Πελοποννήσιοι δεν σχεδίαζαν να εξεγερθούν. Ο πασάς έδρασε ταχέως στέλνοντας
τους υποδιοικητές του Κιοσσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνη με ισχυρό στράτευμα στη
Θεσσαλία, με εντολή να καταστείλουν την εξέγερση στην ανατολική Στερεά και να
εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Παράλληλα έστειλε μία ακόμη δύναμη 3.500 Αλβανών
στην Αιτωλία με επικεφαλής τον κεχαγιάμπεη Μουσταφά (έναν έμπιστο του και ικανό
Τουρκαλβανό στρατιωτικό), διατάσσοντας τον να εισβάλει στην Πελοπόννησο μέσω
του Ρίου-Αντιρρίου. Η κύρια αποστολή του κεχαγιάμπεη ήταν η προστασία της
Τριπολιτσάς και η εξασφάλιση των επικοινωνιών με την Ηπειρο.
Ο Μουσταφά
αποβιβάσθηκε στο Ρίο στις 6 Απριλίου, λαφυραγώγησε την Πάτρα, πυρπόλησε τη
Βοστίτσα και διέλυσε την πολιορκία της Κορίνθου, βαδίζοντας στη βόρεια πελοποννησιακή
ακτή σχεδόν χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Στη συνέχεια εισέβαλε στην Αργολίδα
όπου διασκόρπισε τους πολιορκητές του Ναυπλίου. Σε όλη την πορεία του, οι
άνδρες του προέβησαν σε σφαγές, εξανδραποδισμούς, καταστροφές και γενική
λεηλασία. Στις 6 Μαΐου εισήλθε στην Τριπολιτσά ως θριαμβευτής κάποιας μεγάλης
εκστρατείας. Οι εγχώριοι Τούρκοι πανηγύρισαν την έλευση του όντας βέβαιοι ότι η
υποταγή των ραγιάδων ήταν θέμα χρόνου. Το ηθικό τους είχε αναπτερωθεί βλέποντας
τους στρατιώτες του Μουσταφά να οδηγούν στις πύλες τους ζώα που μετέφεραν
λάφυρα και κυρίως τη μακρά πομπή των Πελοποννήσιων αιχμαλώτων, ανδρών, γυναικών
και παιδιών, οι οποίοι ήταν άνθρωποι που δεν είχαν εμπλακεί στην επανάσταση
αλλά οι Αλβανοί μισθοφόροι τους είχαν αιχμαλωτίσει προκειμένου να αποκομίσουν
κέρδος από την πώληση τους στο τριπολιτσιώτικο σκλαβοπάζαρο.
Η μάχη του
Βαλτετσιου (Ιστορία Ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ:
Γαλανή γραμμή πορείας: σώμα Θ. Κολοκοτρωνη
Διακεκομμένη
Γαλανή γραμμή: σώμα Πλαπούτα
Κοκκινη:
πορεία κύριου τουρκικού σώματος υπό τον Ρουμπή
Κόκκινη
διακεκομμένη: τουρκικό ιππικό
Πορτοκαλί
γραμμές: άλλα τουρκικά σώματα
Μωβ
γραμμή: Νικηταράς και άλλοι
Μωβ
διακεκομμένη: άλλα ελληνικά σώματα από τα Βερβαινα
Η πρώτη
μέριμνα του Μουσταφά ήταν να αποτρέψει την περαιτέρω ενίσχυση του ελληνικού
στρατού και ίσως να κατορθώσει να τον διαλύσει, διακηρύσσοντας στους
Πελοποννήσιους ότι θα τους παραχωρείτο αμνηστία αν κατέθεταν τα όπλα και
δήλωναν υποταγή στον σουλτάνο. Γι’ αυτόν τον σκοπό χρησιμοποίησε τους φυλακισμένους
δημογέροντες και αρχιερείς. Οι έγκλειστοι, ηλικιωμένοι σε μεγάλο ποσοστό,
βρίσκονταν σε οικτρή κατάσταση μετά από την πολυήμερη φυλάκιση στο υπόγειο,
υγρό και ανήλιαγο δεσμωτήριο του διοικητηρίου. Πολλοί είχαν ασθενήσει με πυρετό
λόγω της έλλειψης καθαρού αέρα και των μολύνσεων από τις συνθήκες κάθειρξης,
ενώ και οι υπόλοιποι είχαν αποδυναμωθεί από την πείνα και την αϋπνία και
υπέφεραν από πληγές που τους είχαν προκαλέσει οι βαριές αλυσίδες. Ο
κεχαγιάμπεης σκόπευε να τους εξαναγκάσει να υπογράψουν τις επιστολές που είχαν
συνταχθεί και προορίζονταν για τους συμπολίτες και τους συγγενείς τους, με τις
οποίες τους καλούσαν να μην υποστηρίξουν την επανάσταση και να υποταχθούν στην
οθωμανική εξουσία. Προκειμένου να εξασφαλίσει την υπογραφή τους, φρόντισε να
τους τρομοκρατήσει περισσότερο. Με εντολή του, Αλβανοί στρατιώτες άρχισαν να
καρφώνουν μυτερούς πασσάλους στην αυλή του δεσμωτηρίου, μπροστά από το παράθυρο
της φυλακής. Οι κρατούμενοι άκουσαν το θόρυβο και τις φωνές των στρατιωτών και
πλησίασαν στο παράθυρο για να δουν τι συμβαίνει. Τότε πίστεψαν ότι οι Τούρκοι
ετοιμάζονταν να τους θανατώσουν με ανασκολοπισμό («παλούκωμα»), κάτι για το
οποίο τους διαβεβαίωσε ο Χασάν αγάς, αρχιταχυδρόμος της Τριπολιτσάς, ο οποίος
πλησίασε το παράθυρο της φυλακής και τους μίλησε. Εξάλλου λίγες μέρες νωρίτερα,
οι Τούρκοι είχαν θανατώσει μπροστά στο ίδιο παράθυρο 17 κάπους και υπηρέτες
τους.
Οι
έγκλειστοι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να υπογράψουν τις επιστολές στους
συμπολίτες τους, στις οποίες αναγγελλόταν και η απόφαση του Μουσταφά για
παραχώρηση αμνηστείας σε όποιον δήλωνε μεταμέλεια και υποταγή, και η υπόσχεση
του να μην υπάρξουν αντίποινα. Οι επιστολές στάλθηκαν με 40 συνολικά Ελληνες
αγγελιοφόρους στις διάφορες πελοποννησιακές περιφέρειες. Ο ικανοποιημένος
κεχαγιάμπεης επέτρεψε τη μεταφορά των έγκλειστων κατά τη διάρκεια της ημέρας
στο επάνω πάτωμα (ισόγειο) της φυλακής, όπου ανέπνεαν καλύτερα χωρίς να φέρουν
αλυσίδες. Τη νύκτα τους μετέφεραν πάλι στο υπόγειο όπου αλυσοδένονταν. Ωστόσο
οι ενέργειες του Μουσταφά έδειχναν μάλλον ότι δεν σκόπευε να τηρήσει τις
υποσχέσεις του. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δαπάνες της άμυνας της πόλης
και να εξασφαλίσει τους μισθούς των Αλβανών του, επέβαλε βαριά φορολογία στους
ευπορότερους Τριπολιτσιώτες Ελληνες. Οι τελευταίοι, σχεδόν στο σύνολο τους, δεν
μπορούσαν να καταβάλουν τους έκτακτους φόρους καθώς είχαν ήδη φορολογηθεί
αγρίως από τον καϊμακάμη, και κατέληξαν στα δεσμωτήρια.
Παρά τις
προσδοκίες του κεχαγιάμπεη, δεν υπήρξε καμία δήλωση υποταγής από τους
Πελοποννήσιους. Ούτε καν οι αγγελιοφόροι δεν επέστρεψαν. Οι Τριπολιτσιώτες
Τούρκοι αντιλήφθηκαν τους κακούς οιωνούς και κατανόησαν ότι οι Πελοποννήσιοι
ήταν αποφασισμένοι να αγωνισθούν μέχρι τέλους.
Ο
Κολοκοτρώνης γνώριζε ότι οι Τούρκοι, ενθαρρυμένοι από την κεραυνοβόλο
εκστρατεία του Μουσταφά και τη διάλυση των επαναστατών του Βαλτετσίου (24
Απριλίου), θα επιχειρούσαν να διαλύσουν όλα τα στρατόπεδα, γι’ αυτό η πρώτη του
ενέργεια ως αρχιστράτηγος ήταν να τα ενισχύσει με 1.200 Γορτύνιους. Στην Πιάνα
όρισε αρχηγό τον έμπειρο Δημήτριο Πλαπούτα και στο Χρυσοβίτσι τον Ανδρέα
Παπαδιαμαντόπουλο. Στη συνέχεια πρότεινε στο πολεμικό συμβούλιο την ανακατάληψη
του Βαλτετσίου, της στρατηγικότερης θέσης στον περίγυρο της Τριπολιτσάς. Αν οι
Ελληνες δεν ίδρυαν οχυρό στρατόπεδο στο Βαλτέτσι, επανδρωμένο με ισχυρή φρουρά,
δύσκολα θα κατελάμβαναν την πόλη.
Στο
μεταξύ, οι αρχηγοί του στρατοπέδου των Βερβαίνων, όπου έδρευαν και οι
εκστρατεύσαντες Μανιάτες, αποφάσισαν την κατάληψη του Ζελίου (Κανδάλου) στα
νότια της λίμνης Τάκκας. Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, νεότερος αδελφός του
Πετρόμπεη, και ο Τσαλαφούτας κινήθηκαν προς το Ζέλι αλλά κοντά στη Βαρβίτσα
συνάντησαν τον Ηλία Μαυρομιχάλη, ανηψιό του πρώτου (και γιο του Πετρόμπεη), με
150 Μανιάτες, και τους Παπατσώνη και Κεφάλα με 250 Μεσσήνιους. Στη Βαρβίτσα οι
δύο Μαυρομιχάληδες έλαβαν επιστολή από τον Κολοκοτρώνη ο οποίος τους ζητούσε να
βαδίσουν στο Βαλτέτσι, επειδή η τοποθεσία του ήταν η ιδανικότερη για την
απόκρουση των Τούρκων αν επιχειρούσαν προς την πλευρά της δυτικής Πελοποννήσου,
όπως περίμεναν οι επαναστάτες. Ο Κυριακούλης διαφωνούσε με τον Κολοκοτρώνη
επειδή θεωρούσε ότι η ανακατάληψη του Βαλτετσίου ενείχε κινδύνους για τη
ψυχολογία των αγωνιστών. Αναγνώριζε ότι η τοποθεσία ήταν οχυρή αλλά ανησυχούσε
για την εδραίωση Ελλήνων πολεμιστών σε έδαφος όπου είχαν ήδη ηττηθεί και
καταδιωχθεί από τον εχθρό. Αντίθετα ο Ηλίας του ζήτησε να πειθαρχήσουν στον
αρχιστράτηγο, με αποτέλεσμα οι δύο Μαυρομιχάληδες να διαπληκτισθούν. Τελικά ο
Ηλίας άφησε τον θείο του και βάδισε στο Βαλτέτσι, όπου κατέλαβε τη θέση του. Οι
Μανιάτες του άρχισαν χωρίς χρονοτριβή να ανεγείρουν προμαχώνες («ταμπούρια»). Ο
Πετρόμπεης είχε διατάξει τον Κυριακούλη να μην εγκαταλείψει ποτέ τον Ηλία, γι’
αυτό ο δεύτερος αναγκάσθηκε σε λίγο να μεταβεί και εκείνος στο Βαλτέτσι.
Σύντομα τους ακολούθησαν οι υπόλοιποι Μανιάτες αρχηγοί και εκείνοι της
Μεσσηνίας και της Ολυμπίας, συγκεντρώνοντας συνολικά 845 πολεμιστές.
Ο
Κολοκοτρώνης έσπευσε από το Χρυσοβίτσι στο Βαλτέτσι και στη συνέλευση των
οπλαρχηγών πρότεινε να κατασκευασθούν κλειστοί προμαχώνες σε τρεις οχυρούς
λόφους γύρω από το χωριό. Επρόκειτο για τους λόφους του Χωματοβουνίου στα
ανατολικά του χωριού, των Ντουβρουλέικων στα βορειοδυτικά, ο οποίος ήταν
περισσότερο βραχώδης από τους άλλους και οχυρώτερος, και του Κούκου στα δυτικά.
Υπέδειξε και την οχύρωση του ναού στο κέντρο του χωριού και τη μετατροπή της
στέγης του σε προμαχώνες. Κάποιοι αρχηγοί έφεραν αντίρρηση στον Κολοκοτρώνη
αντιπροτείνοντας την παραδοσιακή μέθοδο του ακροβολισμού των ανδρών μέσα στα
σπίτια του χωριού, από όπου θα αναχαίτιζαν τους Τούρκους. Ο αρχιστράτηγος τους
ανέλυσε την αξία των προμαχώνων γύρω από το χωριό, προβλέποντας τι θα συνέβαινε
αν οχυρώνονταν στις κατοικίες: οι Τούρκοι θα περικύκλωναν το χωριό και θα είχαν
στο έλεος τους τούς Ελληνες που δεν θα μπορούσαν να διαφύγουν. Ενώ αν
οχυρώνονταν στους γειτονικούς λόφους, οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν καν να
πλησιάσουν το χωριό και να υπερκεράσουν τους ελληνικούς προμαχώνες στους λόφους
(αυτή είναι η έννοια του όρου των πηγών «κλειστά ταμπούρια»).
Οι
οπλαρχηγοί πείσθηκαν και προέβησαν στην κατασκευή των προμαχώνων. Το στρατόπεδο
του Βαλτετσίου που άρχισε να σχηματίζεται, ήταν το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο με
στρατηγικό σχεδιασμό και συστηματική οχύρωση, χαρακτηριστικά τα οποία όφειλε
στον Κολοκοτρώνη, ενώ την οικονομική μέριμνα είχε αναλάβει η εφορία της
Καρύταινας. Ο αρχιστράτηγος εγκατέστησε στην Επάνω Χρέπα των Τρικόρφων μία
φρουρά «φρυκτωρίας» (μέθοδος συνεννόησης μεταξύ μεγάλων αποστάσεων μέσω σταθμών
πυρών, οι οποίοι σταθμοί ονομάζονται επίσης φρυκτωρίες), η οποία παρατηρούσε την
Τριπολιτσά. Η φρουρά θα ειδοποιούσε με πυρές τις ελληνικές δυνάμεις για κάποια
έξοδο των Τούρκων και για την κατεύθυνση που θα ακολουθούσαν. Όπως είχε
συμφωνηθεί, μία πυρά θα σήμαινε εχθρική προέλαση προς την Πιάνα, δύο πυρές θα
σήμαιναν προς το Βαλτέτσι και τρεις πυρές προς τα Βέρβαινα. Ο Κολοκοτρώνης
επόπτευε όλες τις προετοιμασίες και όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος,
«εκοιμόμουν εις το Βαλτέτσι, εγευμάτιζα στην Πιάνα κι εδείπναγα στο
Χρυσοβίτσι».
Όταν
αποπερατώθηκαν οι προμαχώνες, συγκρότησαν ένα ισχυρό αμυντικό σύμπλεγμα γύρω
από το Βαλτέτσι. Τον βορειοανατολικό προμαχώνα (λόφο) κατέλαβαν οι άνδρες της
Γορτυνίας και της Ολυμπίας, υπό τους αδελφούς Φλεσσαίους και άλλους
οπλαρχηγούς. Τον δυτικό προμαχώνα επάνδρωσαν οι Μεσσήνιοι με επικεφαλής τον Μητροπέτροβα
και άλλους, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο δεκαεπτάχρονος οπλαρχηγός Ιωάννης
Μαυρομιχάλης. Οι περισσότεροι Μανιάτες ακροβολίσθηκαν στον ανατολικό λόφο
(Χωματοβούνι) υπό τους Κυριακούλη και Ηλία Μαυρομιχάλη. Οι Μπουραίοι και άλλοι
είχαν αναλάβει την υπεράσπιση της εκκλησίας. Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης ήταν ο
γενικός αρχηγός του στρατοπέδου.
ΠΙΝΑΚΑΣ:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΜΑΧΗΣ ΣΤΟ ΒΑΛΤΕΤΣΙ
Προμαχώνες
& ενισχύσεις/ Σώματα/ Αρχηγοί
Ανατολικός
(Χωματοβούνι)/ Μανιάτες /Κυριακ. Μαυρομιχάλης,
Ηλίας
Μαυρομιχάλης
Δυτικός
/Μεσσήνιοι και μερικοί Μανιάτες /Παπατσώνης,
Μητροπέτροβας, Κεφάλας, Ιωάν.
Μαυρομιχάλης
Βορειοανατολικός/
Γορτύνιοι και Ολύμπιοι /Νικήτας Φλέσσας, Ηλίας Φλέσσας, Αθαν. Σιώρης,
Τουρκολέκας
Εκκλησία
Βαλτετσίου/ Μεσσήνιοι και Μανιάτες /Μπουραίοι, Τσαλαφατίνος
Ενισχύσεις
από Χρυσοβίτσι/ Γορτύνιοι κ.ά./ Κολοκοτρώνης
Ενισχύσεις
από Πιάνα /Γορτύνιοι κ.ά./ Πλαπούτας
Ενισχύσεις
από Βέρβαινα(1) /Μανιάτες,Λάκωνες,Τριπολιτσιώτες και Αγιοπετρίτες/Αντών.
Μαυρομιχάλης,Πέτρος Βαρβιτσιώτης, Κουμουστιώτης,Πουλικάκος, Καλογωνιώτης
Ενισχύσεις
από Βέρβαινα(2) /Μανιάτες,Λάκωνες,Τριπολιτσιώτες και Αγιοπετρίτες/ Παναγ.
Γιατράκος, Αναγν. Κονδάκης,Επίσκοπος Βρεσθένης
ΠΙΝΑΚΑΣ 2:
ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΣΩΜΑΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΛΤΕΤΣΙ
Σώμα/
Αριθμός Μαχιμων/ Θέση
Πρώτο
(Ρουμπής) /3.000 /Βαλτέτσι
Δεύτερο/
2.000 /Καλογεροβούνι
Τρίτο
/2.000 /Κανδρέβα (Ασέα)
Τέταρτο
(ιππείς)/2.000/ Αραχαμίτες
Πέμπτο
(πυροβολικό κ.ά.) /3.000 /Βαλτέτσι (αργότερα)
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΑΛΤΕΤΣΙΟΥ
Ο Μουσταφά
πληροφορήθηκε την οχύρωση του Βαλτετσίου από έναν προδότη αγγελιοφόρο-ταχυδρόμο
που μετέφερε τις επιστολές του Κολοκοτρώνη στη Μπουμπουλίνα (εδραιωμένη στους
Μύλους της Αργολίδας) αλλά όταν αποφάσισε να βαδίσει εναντίον του ελληνικού
στρατοπέδου, η οχύρωση του είχε αποπερατωθεί. Ο κεχαγιάμπεης σκόπευε να το
διαλύσει πλήττοντας το με όλους τους διαθέσιμους άνδρες και στη συνέχεια να
καταστρέψει όλα τα ελληνικά στρατόπεδα, απαλλάσσοντας έτσι την Τριπολιτσά από
την απειλή. Στη συνέχεια σχεδίαζε να προελάσει στη Μεσσηνία, όπου θα
διασκόρπιζε τους πολιορκητές της Μεθώνης και της Κορώνης, και από εκεί στη
Λακωνία και τη Μάνη, καταπνίγοντας την εξέγερση. Υπολόγιζε ότι θα είχε το ίδιο
εύκολο έργο όπως στην Αιγιαλεία και την Αργολιδοκορινθία, παρότι στις
συγκεκριμένες περιοχές οι επαναστάτες ανέκαμψαν γρήγορα και οι πολιορκίες των
τουρκικών φρουρίων οργανώθηκαν πάλι. Τέλος, ο κεχαγιάμπεης θα επέστρεφε στην
Αρκαδία, από όπου με ορμητήριο τη Μεγαλόπολη θα κατέβαλε τις τελευταίες εστίες
αντίστασης σε ολόκληρο τον Μοριά. Το επιχειρησιακό του σχέδιο ακολουθούσε το
αντίστοιχο που είχαν εφαρμόσει οι Τούρκοι κατά τα Ορλωφικά (1769-70). Το σχέδιο
του Μουσταφά ήταν μεγαλεπήβολο, επειδή σκόπευε να πάρει μαζί του και δύο
εντόπιους μπέηδες που βρίσκονταν στην Τριπολιτσά, τον Αχμέτ της Κορώνης και τον
Κιαμήλ της Κορίνθου. Ο Αχμέτ θα τον βοηθούσε στη διάλυση των πολιορκητών της
μεσσηνιακής Κορώνης γνωρίζοντας την περιοχή, ενώ σκόπευε να στείλει τον Κιαμήλ
μπέη διά θαλάσσης στην Κόρινθο, όπου θα χρησιμοποιούσε την επιρροή του σε
μερικούς Ελληνες δημογέροντες προκειμένου να τερματίσει αναίμακτα την
επανάσταση στην Κορινθία. Ο Μουσταφά και οι δύο μπέηδες σκόπευαν να μοιράσουν
αφειδώς υποσχέσεις για γενική αμνηστία. Ο κεχαγιάμπεης ενδιαφερόταν ιδιαίτερα
για την «ειρήνευση» της Κορινθίας, επειδή η περιοχή ήλεγχε την οδό που οδηγούσε
από τη Ρούμελη στην Πελοπόννησο. Ο Μουσταφά επιζητούσε τον έλεγχο της Κορινθίας
και την ταχεία καταστολή της πελοποννησιακής εξέγερσης, επειδή ήθελε να
προλάβει την κάθοδο στον Μοριά του Κιοσσέ Μεχμέτ και του Ομέρ Βρυώνη από την
ανατολική Στερεά, προκειμένου να καρπωθεί μόνος του την αίγλη και την ανταμοιβή
από την Πύλη και τον Χουρσίτ. Αλλωστε γι’ αυτόν τον λόγο είχε επιδιώξει να του
ανατεθεί από τον τελευταίο η εκστρατεία στην Πελοπόννησο.
Για την
αποφασιστική επίθεση στο Βαλτέτσι, ο Μουσταφά κινητοποίησε 12.000 στρατιώτες,
περίπου το 82 % των δυνάμεων του. Επρόκειτο για μία μεγάλη δύναμη για τα μέτρα
της περιοχής, η οποία θα μπορούσε όχι μόνο να διαλύσει αλλά και να εξολοθρεύσει
τους μόλις 2.300 αγωνιστές του Βαλτετσίου, του Χρυσοβιτσίου και της Πιάνας
(επειδή και τα δύο τελευταία στρατόπεδα κινδύνευαν από την επίθεση).
Επιπρόσθετα, επρόκειτο για ένα εμπειροπόλεμο και καλά εξοπλισμένο στράτευμα με
δοκιμασμένους αρχηγούς. Ο Κολοκοτρώνης, οι οπλαρχηγοί και οι απλοί πολεμιστές
είχαν αντιληφθεί τη σπουδαιότητα της επερχόμενης σύγκρουσης. Επρόκειτο για μία
κρίσιμη φάση του αγώνα γύρω από την Τριπολιτσά και όλης της Επανάστασης. Οι
φρουρές των φρυκτωριών είχαν εντείνει την προσοχή τους προς την Τριπολιτσά
αναμένοντας από στιγμή σε στιγμή την τουρκική επίθεση.
Στις 12 Μαϊου,
με την ανατολή του ηλίου, το παρατηρητήριο της Επάνω Χρέπας άναψε δύο πυρές.
Ήταν το σύνθημα ότι οι Τούρκοι έλαυναν προς το Βαλτέτσι.
Βαλτέτσι |
Ο
κεχαγιάμπεης διαίρεσε τους στρατιώτες του σε πέντε σώματα. Δύο από αυτά είχαν
δύναμη 3.000 ανδρών και τα υπόλοιπα τρία είχαν δύναμη 2.000. Το πρώτο
τουρκαλβανικό σώμα που εξήλθε από την Τριπολιτσά ήταν εκείνο που προοριζόταν
για την κύρια έφοδο στο Βαλτέτσι, αποτελούμενο από 3.000 Βαρδουνιώτες,
Φαναρίτες, Καρυτινούς και Τριπολιτσιώτες με επικεφαλής τον Βαρδουνιώτη Ρουμπή
και υπαρχηγό του τον Μουραμπούτη από την Κυπαρισσία, αμφότερους εμπειροπόλεμους
οπλαρχηγούς. Το σώμα έφθασε ακριβώς στα βόρεια του Βαλτετσίου με αποστολή τόσο
να αποκλείσει το τοπικό στρατόπεδο από εκείνα του Χρυσοβιτσίου και της Πιάνας
(προκειμένου να μην δεχθεί ενισχύσεις), όσο και να υπερκεράσουν τον προμαχώνα
των Γορτυνίων-Ολυμπίων. Σύντομα πραγματοποίησε έξοδο και το δεύτερο τουρκικό
σώμα το οποίο κατευθύνθηκε στο Καλογεροβούνι, περίπου μία ώρα νοτίως του
Βαλτετσίου, με αποστολή να ενισχύσει το σώμα του Ρουμπή αν χρειαζόταν,
πλήττοντας τους αγωνιστές από τα νότια. Το τρίτο τουρκικό σώμα έσπευσε στο
Φραγκόβρυσο και από εκεί στην Κανδρέβα (σημερινή Ασέα) με κύρια αποστολή την
αποτροπή αποστολής ενισχύσεων στο Βαλτέτσι από τους αγωνιστές των Βερβαίνων. Το
τέταρτο τουρκικό σώμα, αποτελούμενο από ιππείς, πέρασε από το Καλογεροβούνι και
κατέλαβε τους Αραχαμίτες στα νοτιοδυτικά του Βαλτετσίου. Επιπρόσθετη αποστολή
των τριών τελευταίων σωμάτων ήταν η αποκοπή της οδού υποχώρησης των αγωνιστών
του Βαλτετσίου και η επακόλουθη αιχμαλώτιση ή θανάτωση τους. Τα τέσσερα
τουρκικά σώματα απέκλειαν με τους ελιγμούς υπερκέρασης το Βαλτέτσι από όλες τις
κατευθύνσεις, εκτός από τα βορειοδυτικά όπου το χωριό περιοριζόταν από το ύψωμα
Ρεζενίκο (βλ. σχετικό χάρτη). Τέλος, το πέμπτο τουρκικό σώμα ακολουθούσε με τα
ορεινά πυροβόλα και τα πυρομαχικά.
Ο
Κολοκοτρώνης είδε από το Χρυσοβίτσι τις δύο πυρές της Επάνω Χρέπας και
αντιλήφθηκε ότι οι Τούρκοι επιτίθονταν στο Βαλτέτσι. Χωρίς χρονοτριβή ειδοποίησε
τον Πλαπούτα, διοικητή της Πιάνας, και άλλους οπλαρχηγούς να σπεύσουν στο
Βαλτέτσι και σε λίγο ξεκίνησε και ο ίδιος με 800 ενόπλους, σχεδόν όλη τη δύναμη
του Χρυσοβιτσίου. Ο Κολοκοτρώνης είχε ειδοποιήσει και την εφορία της Καρύταινας
να στείλει προμήθειες και νερό στο απειλούμενο στρατόπεδο.
Οι Αλβανοί
του Ρουμπή πλησίασαν πρώτα τις οχυρώσεις του Μητροπέτροβα και των ανδρών του,
οι οποίες βρίσκονταν στις χαμηλότερες υπώρειες του λόφου των Μεσσηνίων. Σύμφωνα
με τον Αμβρόσιο Φραντζή, αρχικά ο Ρουμπής πλησίασε τις οχυρώσεις και κάλεσε
τους Μεσσήνιους να δηλώσουν υποταγή με αντάλλαγμα να τους χορηγηθεί αμνηστεία.
Μάλιστα επικαλέσθηκε τη γειτονία του με εκείνους (τα Βαρδούνια βρίσκονταν κοντά
στη Μεσσηνία) όπως και του Μουραμπούτη από την Αρκαδιά (Κυπαρισσία),
προκειμένου να γίνει πιστευτός. Ο Ρουμπής ήλπιζε ότι μερικοί Μεσσήνιοι θα
ολιγοψυχούσαν κι έτσι θα δημιουργείτο ρήγμα στις τάξεις τους, όπως είχε συμβεί
παλαιότερα. Ωστόσο οι Μεσσήνιοι απάντησαν με γέλια και κάλεσαν εκείνοι τους
Αλβανούς να παραδοθούν, προειδοποιώντας τους ότι δεν θα ακούσουν τις
παρακλήσεις τους στη συνέχεια. Όπως τους είπε χαρακτηριστικά ο αγωνιστής που
τους φώναζε την απάντηση του Μητροπέτροβα: «…Πάνε εκείνα που ξέρατε».
Ο Ρουμπής
απάντησε αμέσως στέλνοντας δεκατέσσερις λαβαροφόρους του να καρφώσουν στις
ελληνικές επάλξεις τα οθωμανικά «μπαϊράκια» (σημαίες), αλλά μία ομοβροντία από
τους προμαχώνες τους θέρισε. Οι σημαιοφόροι έπεσαν αιμόφυρτοι και οι Αλβανοί
εξαπέλυσαν αμέσως μετωπική επίθεση. Οι αγωνιστές αναχαίτισαν το πρώτο κύμα των
επιτιθέμενων αλλά ακολούθησε νέα ορμητικότερη έφοδος, η οποία αποκρούσθηκε
επίσης. Ο Ρουμπής έδωσε εντολή για ανάπτυξη των ανδρών του με στόχο την
υπερκέραση των προμαχώνων. Οι πείσμονες Αλβανοί του είχαν πολλές απώλειες
επειδή κινούντο ακάλυπτοι στην προσπάθεια τους να καταλάβουν κατάλληλες θέσεις
για την υπερκέραση των αγωνιστών. Εδιναν ιδανικούς στόχους στους Ελληνες οι
οποίοι τους πυροβολούσαν ακατάπαυστα, παρότι είχαν αντιληφθεί ότι οι εχθροί
τους κύκλωναν σταθερά από την ανατολική και τη βόρεια πλευρά. Ωστόσο δεν
εγκατέλειψαν τους προμαχώνες, γνωρίζοντας ότι θα διασώζονταν μόνο αν
αποδεκάτιζαν τους εχθρούς με διασταυρούμενα πυρά διατηρώντας τις θέσεις τους.
Στο μεταξύ
ο Κολοκοτρώνης είχε φροντίσει για την ενθάρρυνση τους, στέλνοντας έναν έφιππο
σημαιοφόρο που εμφανίσθηκε στο ύψωμα Ρεζενίκο, σε σημείο όπου τον έβλεπαν οι
υπερασπιστές του Βαλτετσίου. Ο αγωνιστής τους ειδοποίησε με ειδικές
συνθηματικές κινήσεις της σημαίας του, ότι οι Ελληνες των άλλων στρατοπέδων
έσπευδαν ταχέως στο Βαλτέτσι. Ο Ρουμπής είδε τις κινήσεις του σημαιοφόρου και
αντιλήφθηκε πως διέθετε λίγο ακόμη χρόνο προκειμένου να εξουδετερώσει τους
υπερασπιστές του Βαλτετσίου, πριν καταφθάσουν οι ελληνικές ενισχύσεις. Εστειλε όλες
τις δυνάμεις του να περικυκλώσουν τους προμαχώνες του χωριού, ενώ ζήτησε
ενισχύσεις από τα άλλα τουρκαλβανικά σώματα. Οι αγωνιστές αντιστέκονταν
αποτελεσματικά, ωστόσο οι προμαχώνες των τριών λόφων και της εκκλησίας δεν
μπορούσαν πλέον να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, επειδή δέχονταν τα πυκνά
αλβανικά πυρά.
Όμως ο
Ρουμπής δεν πρόλαβε να εφαρμόσει το σχέδιο του. Μιάμιση ώρα μετά την αρχή της
μάχης, ο Κολοκοτρώνης και οι άνδρες του εμφανίσθηκαν στα νώτα των Αλβανών,
καταλαμβάνοντας ένα ύψωμα στα βόρεια του χωριού, και από εκεί άρχισαν να τους
πυροβολούν. Σε λίγο εμφανίσθηκε και ο Πλαπούτας με τους δικούς του στα
βορειοανατολικά του Βαλτετσίου. Όταν οι αγωνιστές του μανιάτικου προμαχώνα
αντιλήφθηκαν την άφιξη των ενισχύσεων, χαιρέτησαν τους συναγωνιστές τους με μία
ομοβροντία, ενώ αμέσως κραυγές χαράς ακούσθηκαν από όλες τις θέσεις των
επαναστατών, τόσο των υπερασπιστών του Βαλτετσίου όσο και των νεοφερμένων. Οι
Αλβανοί άρχισαν να ανησυχούν από αυτές τις εκδηλώσεις, ενώ οι άνδρες που
βρίσκονταν υπό την άμεση διοίκηση του Ρουμπή βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά. Από
τη μία πλευρά τους πυροβολούσαν οι Μεσσήνιοι και οι Μανιάτες και από τα νώτα οι
τυφεκιοφόροι των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα. Ο Μουσταφά κατανόησε ότι ο Ρουμπής
κινδύνευε και έστειλε προς ενίσχυση του το σώμα που βρισκόταν στο
Καλογεροβούνι. Οι 1.500 πεζοί και 500 ιππείς του τελευταίου επιτέθηκαν με μανία
στον προμαχώνα των Μανιατών αλλά αναχαιτίσθηκαν. Ο πολεμικός οίστρος των
Τούρκων διακρινόταν από το γεγονός ότι οι ιππείς τους επιτίθονταν μετωπικά
εναντίον των ελληνικών επάλξεων, κραδαίνοντας με το ένα χέρι την πάλα τους και
καλύπτοντας με το άλλο τα μάτια προκειμένου να μην ολιγοψυχήσουν. Όμως τα
τυφέκια των αγωνιστών έκαναν θραύση. Οι δύο αντίπαλοι συνέχισαν να μάχονται
πεισματωδώς αναμένοντας ο ένας την υποχώρηση του άλλου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Το
shamshir (πάλα αραβικού τύπου) του Νικηταρά (Πηγή: Ιστολόγιο: «Ιστορία της
Ελληνικής Επανάστασης»).
Προς το
τέλος της ημέρας, το πέμπτο τουρκικό σώμα έφερε τα βαριά πυροβόλα και τα έστησε
απέναντι στον μανιάτικο προμαχώνα. Όμως το έδαφος παρουσίαζε πολλές γεωφυσικές
ανωμαλίες και δεν μπορούσε να υπολογισθεί το ορθό βεληνεκές της εκάστοτε θέσης
των πυροβόλων. Οταν ύψωναν τα πυροβόλα, τα βλήματα τους έπεφταν στους άνδρες
του Ρουμπή, ενώ όταν τα χαμήλωναν, οι βολές έφθαναν το πολύ μπροστά στους
πρόποδες του λόφου των Μανιατών, χωρίς να τους βλάπτει. Τελικά οι Τούρκοι
σταμάτησαν να τα χρησιμοποιούν. Ο Κολοκοτρώνης ήταν ικανοποιημένος, βλέποντας
ότι οι αγωνιστές είχαν καθηλώσει τους Αλβανούς του Ρουμπή απειλώντας τους με
εξόντωση. Ιδιαίτερα είχε διακριθεί ο Μητροπέτροβας, ο ακατάβλητος γέροντας με
τη λευκή γενειάδα, ο οποίος παρά την προχωρημένη ηλικία του, έδινε διαρκώς
οδηγίες στους άνδρες του ενώ ταυτόχρονα μαχόταν από την έπαλξη του όρθιος, χωρίς
να αναπαυθεί ούτε στιγμή. Ο Μητροπέτροβας ήταν άριστος ακροβολιστής και
πυροβολούσε διαρκώς, λαμβάνοντας τα καριοφίλια που γέμιζαν οι ακόλουθοι του
προκειμένου να μη χάνει χρόνο, και φονεύοντας πολλούς Αλβανούς.
Μητροπέτροβας |
Ο Γέρος
του Μοριά ανέβηκε σε ένα ύψωμα, γνωστό έως σήμερα ως «του Κολοκοτρώνη το
βουνό», και φώναξε στον Μητροπέτροβα και τους Μεσσήνιους του με τη στεντόρεια
φωνή του, προκειμένου να ακουστεί και από τους εχθρούς: «Μπάρμπα Μήτρο, έρχεται
ο Κολοκοτρώνης με 10.000, έρχεται και ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες!
Βαστάτε και σας φέρνω από όλα!» Ο Μητροπέτροβας απάντησε με έναν χαιρετιστήριο
πυροβολισμό.
Το βράδυ ο
Κολοκοτρώνης και μερικοί άνδρες του κατάφεραν να διασχίσουν τις αλβανικές
γραμμές και να μεταφέρουν τρόφιμα και πυρομαχικά στους πολεμιστές των
προμαχώνων. Ο Κολοκοτρώνης πρότεινε στους οπλαρχηγούς να τους ενισχύσει με
άνδρες, όμως εκείνοι του απάντησαν πως ήταν καλύτερα να τους κρατήσει για να
πλήττει τους εχθρούς από τα νώτα. Ο στρατηγικός στόχος όλων των αρχηγών ήταν η
πλήρης περικύκλωση των Τουρκαλβανών.
Τα
μεσάνυχτα έφθασαν νέες ελληνικές ενισχύσεις, από τα Βέρβαινα. Ο Αντώνης
Μαυρομιχάλης, ο Πέτρος Βαρβιτσιώτης, ο Πουλικάκος και άλλοι οδηγούσαν 300
ενόπλους οι οποίοι επέπεσαν αμέσως στα νώτα των Τουρκαλβανών. Ο Βαρβιτσιώτης, ο
Πουλικάκος και 17 παλικάρια τους εισχώρησαν στους προμαχώνες του Βαλτετσίου
πληροφορώντας τους αρχηγούς ότι την αυγή θα έφθαναν πρόσθετες ενισχύσεις από τα
Βέρβαινα. Πράγματι, με την ανατολή του ήλιου της 13ης Μαΐου, έφθασε ένα ακόμη
σώμα 400 μαχίμων υπό τους Παναγιώτη Γιατράκο, Αναγνώστη Κονδάκη και άλλους. Από
την άλλη πλευρά, σε αδιευκρίνιστες χρονικά στιγμές (της 12ης-13ης Μαΐου) μάλλον
έφθασε στο Βαλτέτσι και το τρίτο τουρκικό σώμα από την Κανδρέβα, ίσως και το
τουρκικό ιππικό από τους Αραχαμίτες.
Η σύγκρουση
αναζωπυρώθηκε με το φως του ήλιου και την έλευση των ενισχύσεων. Οι Μανιάτες
του ανατολικού προμαχώνα είχαν προκαλέσει σοβαρές απώλειες στους Τούρκους, γι’
αυτό οι τελευταίοι προσπάθησαν εκ νέου να χρησιμοποιήσουν το πυροβολικό
εναντίον τους, πάλι χωρίς επιτυχία. Το σώμα του Ρουμπή κινδύνευε πλέον με
περικύκλωση και σφαγή, ενώ σε λίγο οι αντιμαχόμενοι διέκριναν ένα ακόμη
ελληνικό σώμα να πλησιάζει από την πλευρά της λίμνης Τάκκα. Ήταν η δύναμη του
Νικηταρά που είχε αποσταλεί στην Αργολίδα για να φέρει τον μόλυβδο από τα
τζαμιά. Ο Νικηταράς, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, ο Γενναίος (Ιωάννης)
Κολοκοτρώνης, ο αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αθανασόπουλος και ο Σακελλάριος
Παπαφώτης είχαν επιστρέψει με τους 300 πολεμιστές τους και στάθμευσαν στα
Δολιανά, όπου άκουσαν τους κρότους από τη μάχη στο Βαλτέτσι. Το σώμα έσπευσε
στο στρατόπεδο των Βερβαίνων όπου ενώθηκε με 500 Κυνούριους και Τριπολιτσιώτες
που είχαν συγκεντρωθεί εκεί υπό τον Λάμπρο Ριζιώτη, και αναχώρησε αμέσως για το
Βαλτέτσι.
Η
προσέγγιση των 800 νεοφερμένων αγωνιστών αποκαρδίωσε τους Αλβανούς και ο
Ρουμπής χρησιμοποίησε σήματα ρυθμικής ανάφλεξης πυρίτιδας, προκειμένου να
ζητήσει την άδεια από τον Μουσταφά να αποσύρει τους άνδρες του. Η ελληνική
διάταξη στο Βαλτέτσι είχε καταστεί παγίδα θανάτου για εκείνους. Ο κεχαγιάμπεης
είχε αντιληφθεί πως δεν υπήρχε πλέον ελπίδα για νίκη και διέταξε γενική
υποχώρηση του στρατού. Οι αγωνιστές αντιλήφθηκαν τα σήματα που αντάλλασαν οι
δύο Αλβανοί αρχηγοί και σε λίγο παρατήρησαν τους πρώτους άνδρες τους που
άρχισαν να αναδιπλώνονται. Τότε οι Ελληνες, τόσο εκείνοι της εξωτερικής γραμμής
μάχης, όσο και εκείνοι των προμαχώνων που τους εγκατέλειψαν και κατέβηκαν στους
πρόποδες, εξαπέλυσαν επίθεση στους υποχωρούντες Τουρκαλβανούς ακολουθώντας
εντολή του Κολοκοτρώνη. Οι τελευταίοι άρχισαν να φεύγουν πανικόβλητοι αλλά η
απώλεια των όπλων τους κατά τη φυγή, τους έσωσε από την εκατόμβη. Πολλοί τα
έχασαν τρέχοντας στο ανώμαλο έδαφος του Βαλτετσίου και οι διώκτες τους
σταματούσαν για να συλλέξουν τα τυφέκια, τις πιστόλες, τα γιαταγάνια και τις
πάλες που παρουσίαζαν μεγάλη έλλειψη στον ελληνικό στρατό. Αυτά τα αποκτήματα
θεωρήθηκαν δικαιολογημένα από μερικούς, ως ένα από τα μεγαλύτερα κέρδη της
νίκης. Ο αριθμός τους ήταν τόσο μεγάλος, ώστε υπολογίσθηκε πως μπορούσαν να
εξοπλίσουν 4.000 αγωνιστές. Ιδιαίτερα πολύτιμα λάφυρα ήταν τα ασημοποίκιλτα και
χρυσοποίκιλτα όπλα των Αλβανών αξιωματικών.
Η
καταδίωξη των Τουρκαλβανών, κατά την οποία διακρίθηκαν οι άνδρες του Πλαπούτα,
συνεχίσθηκε σχεδόν έως τις πύλες της Τριπολιτσάς. Οι πρώτοι άφησαν πίσω τους
514 νεκρούς, ενώ με δυσκολία κατάφεραν να μεταφέρουν στην πόλη 635 τραυματίες.
Οι Ελληνες είχαν συνολικά μόλις 4 νεκρούς και 17 τραυματίες. Οι άνδρες του
Νικηταρά δεν πρόλαβαν να εμπλακούν ικανώς με τον εχθρό, επειδή όταν έφθασαν στη
Μπολέτα (σύγχρονη Μάκρη), στα ανατολικά του Βαλτετσίου, οι Τουρκαλβανοί είχαν
ήδη υποχωρήσει. Λίγο αργότερα έφθασαν στην Πιάνα 1.000 Ελληνες από το
στρατόπεδο του Λεβιδίου με επικεφαλής τους Ζαΐμη, Κανακάρη, Χαραλάμπη και
Πετμεζαίους, οι οποίοι αναχώρησαν για το Βαλτέτσι αμέσως μόλις πληροφορήθηκαν
την τουρκική επίθεση.
Όλοι οι
Ελληνες πολέμησαν σθεναρά στη μάχη του Βαλτετσίου αλλά εκείνοι που διακρίθηκαν
για τον αρειμάνιο αγώνα τους ήταν ο Ηλίας Μαυρομιχάλης και ο Μητροπέτροβας. Ο
Κολοκοτρώνης, πανευτυχής και συγκινημένος, μίλησε σε όλους τους άνδρες
προτείνοντας να καθιερωθεί η 13η Μαΐου ως καθαγιασμένη ημέρα νηστείας και να
εορτάζεται κάθε χρόνο ως επέτειος του έθνους.
Η μάχη του
Βαλτετσίου, διάρκειας 23 ωρών, υπήρξε αποφασιστική για την πορεία του Αγώνα,
επειδή απέτρεψε την απόπειρα του Μουσταφά να διαλύσει τα επαναστατικά
στρατόπεδα γύρω από την Τριπολιτσά και να προελάσει στη Μεσσηνία και στη
Λακωνία. Επιπρόσθετα, η ελληνική νίκη υπήρξε το έναυσμα για τον στενότερο
αποκλεισμό και τελικά την πολιορκία της Τριπολιτσάς, ενώ επρόκειτο για την
πρώτη μάχη κατά την οποία οι επαναστάτες πολέμησαν με άρτια οργάνωση,
εξελισσόμενοι σε πραγματικό στρατό. Το τελευταίο στοιχείο ανύψωσε το ηθικό τους
και τους οδήγησε στη συνειδητοποίηση της πολεμικής τους αξίας, γεγονός
αποφασιστικό για τις συγκρούσεις που ακολούθησαν. Οι Τούρκοι άρχισαν να
συνειδητοποιούν ότι στο μέλλον δεν θα αντιμετώπιζαν σκόρπιους βοσκούς και
ολιγάριθμους κλεφταρματολούς, και κυρίως ότι η εξέγερση που αντιμετώπιζαν δεν
ήταν μία απλή «ανταρσία» των τοπικών χριστιανών όπως τη θεωρούσαν, αλλά μία
πραγματική επανάσταση που μπορούσε να τους εκδιώξει από τον Μοριά.
Η
επιστροφή του ηττημένου τουρκαλβανικού στρατού στην Τριπολιτσά προκάλεσε
συναισθήματα οργής και φόβου στους μουσουλμάνους πολίτες, οι οποίοι ήταν
βέβαιοι για την κατάπνιξη της εξέγερσης. Το ηθικό τους πλήγηκε περισσότερο από
τη συντριβή του σώματος του Ρουμπή, επειδή συγκέντρωνε επίλεκτους
Πελοποννήσιους Αλβανούς, αλλά και από τους θανάτους αρκετών τραυματιών τις
επόμενες ημέρες. Ιδιαίτερα πλήγηκε το κύρος του Μουσταφά στον οποίο αποδόθηκε η
ευθύνη της ήττας, επειδή όπως ψιθυριζόταν από τους ντόπιους Τουρκαλβανούς, οι
ίδιοι είχαν νικήσει επανειλημμένα τους Ελληνες έως την έλευση του.
Το στρατόπεδο
του Χρυσοβιτσίου όπου έδρευε ο Κολοκοτρώνης, κατέστη το στρατηγείο της
επανάστασης στην Πελοπόννησο. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί οπλαρχηγοί,
ανάμεσα τους και νεοφερμένοι Καλαβρυτινοί (εκτός από τους ήδη παρόντες στο
Λεβίδι) που έφθασαν μετά το τέλος της μάχης. Στις 17 Μαΐου, οι Ελληνες αρχηγοί
της Αργολίδας Τσόκρης, Μπουμπουλίνα και Σταϊκόπουλος, έστειλαν επιστολή στον
Κολοκοτρώνη ζητώντας του ενισχύσεις και έναν έμπειρο πολέμαρχο για να οργανώσει
την πολιορκία του Ναυπλίου, η οποία είχε ανασυσταθεί. Ο Κολοκοτρώνης τους
έστειλε τον ικανό Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά) με 150 Καρυτινούς, τον οποίο
επιφόρτισε και με την εποπτεία των Μεγάλων Δερβενίων της Μεγαρίδας, προκειμένου
να ειδοποιηθούν εγκαίρως οι Ελληνες στην Τριπολιτσά και την Αργολίδα αν οι
Κιοσσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνης πλησίαζαν στον Μοριά. Ο Νικηταράς και ο αδελφός
και υπαρχηγός του Νικόλας, είχαν αναλάβει τις επιπρόσθετες αποστολές της
αφαίρεσης του μόλυβδου από τα τζαμιά και τους τεκέδες της Αργοναυπλίας για την
παρασκευή βλημάτων, και της συγκέντρωσης κρίθου, για να τα στείλουν συνολικά
στο Χρυσοβίτσι.
ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Στη μάχη
του Βαλτετσίου διακρίθηκε η Σταυριανή, μία ηρωική Μανιάτισσα. Η Σταυριανή ήταν
μία ψηλή και μελαμψή σαραντάχρονη «αντρογυναίκα» όπως περιγράφεται, που μιλούσε
την τραχειά διάλεκτο των πολεμιστών. Όταν η επικοινωνία ανάμεσα στους επιμέρους
ελληνικούς προμαχώνες διακόπηκε λόγω των πυκνών αλβανικών πυρών, η γενναία
γυναίκα έτρεχε ακατάπαυστα και με υποδειγματικό θάρρος από τον έναν προμαχώνα
στον άλλον μεταφέροντας πληροφορίες και μοιράζοντας πολεμοφόδια. Οι Αλβανοί τη
στόχευαν διαρκώς αλλά παρότι φημίζονταν ως ακροβολιστές, δεν κατόρθωσαν ούτε
καν να την τραυματίσουν.
Πριν τη
μάχη του Βαλτετσίου, ο κεχαγιάμπεης πληροφορήθηκε την οχύρωση του χωριού και
άλλες ελληνικές ενέργειες από έναν προδότη γραμματοκομιστή των επιστολών των
οπλαρχηγών. Ο ταχυδρόμος, ένας χωρικός από τα γειτονικά Τσιπιανά, μετέφερε την
αλληλογραφία ανάμεσα στα ελληνικά στρατόπεδα από την Πιάνα έως τους Μύλους της
Αργολίδας όπου είχε εδραιωθεί η Μπουμπουλίνα. Η καπετάνισσα μεριμνούσε για την
επικοινωνία του Κολοκοτρώνη με την Υδρα και τις Σπέτσες. Όταν ο
γραμματοκομιστής ξεκινούσε από την Πιάνα με επιστολές για τη Μπουμπουλίνα,
σταματούσε μυστικά στην Τριπολιτσά όπου τις παρέδιδε στον Μουσταφά έναντι αδράς
αμοιβής. Ο κεχαγιάμπεης τις διάβαζε και τις επέστρεφε στον ταχυδρόμο, που τις
παρέδιδε τελικά στους Μύλους. Εκεί η Μπουμπουλίνα του παρέδιδε επιστολές για
τον Κολοκοτρώνη και ο γραμματοκομιστής περνούσε πάλι από την Τριπολιτσά και τον
κεχαγιάμπεη, πριν καταλήξει στην Πιάνα.
Ωστόσο η
προδοσία του δεν ωφέλησε ιδιαίτερα τους Τούρκους. Παρότι ο Μουσταφά
ενημερωνόταν λεπτομερώς για τις επαφές ανάμεσα στα ελληνικά στρατόπεδα, οι
επιστολές περιείχαν πάντοτε υπερβολές σχετικά με τους αριθμούς και την ισχύ των
επαναστατών, όπως συνήθιζαν να γράφουν οι Ελληνες αρχηγοί ακόμη και ο ένας στον
άλλον προκειμένου να διατηρούν υψηλό φρόνημα. Οι Τούρκοι πίστεψαν τις
υπερβολικές πληροφορίες και έτσι δίσταζαν να επιτεθούν στο Βαλτέτσι ενώ οι
προμαχώνες του δεν είχαν ακόμη αποπερατωθεί, δίνοντας την ευκαιρία στους
υπερασπιστές του να το οχυρώσουν ανενόχλητοι. Τελικά η προδοσία του
γραμματοκομιστή αποκαλύφθηκε και οδηγήθηκε στον Κολοκοτρώνη που βρισκόταν στην
Πιάνα. Ο ταχυδρόμος παραδέχθηκε την ενοχή του και προκειμένου να εξιλεωθεί,
έδωσε πληροφορίες για τους αριθμούς και την κατάσταση των πολιορκημένων. Ο
Κολοκοτρώνης τον έδεσε στην ουρά του αλόγου του και τον έφερε στο Χρυσοβίτσι
όπου τον παρέδωσε στον Κωνσταντίνο Λάπα από την Ακαρνανία. Του ζήτησε να τον
φρουρήσει έως ότου τον στείλει στον Μουσταφά με μία επιστολή του, αλλά μόλις ο
Κολοκοτρώνης έφυγε, ο Λάπας του εκρίζωσε τη γλώσσα και έπειτα τον εκτέλεσε.
Περικλής
Δεληγιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου