Χάρης Φιλιππάκης
Αν και συνηθίζω το ένα ταξίδι να απέχει τουλάχιστον μία χιλιετηρίδα από
το άλλο, σήμερα θα παραμείνω στον 19ο αιώνα και την Ελλάδα. Νομίζω ότι οι
περιπλανήσεις σ’ αυτό το χωροχρόνο σας αρέσουν περισσότερο εν σχέση με άλλες.
Παρ’ όλα αυτά αρχαιότητα και μεσαίωνας, από εδώ και εις το εξής θα μονοπωλήσουν
το ενδιαφέρον μου.
Αυτή την Κυριακή λοιπόν θα μεταφερθούμε νότια της Βοιωτίας,
στο Ναύπλιο. Εκεί θα παρακολουθήσουμε μία σκηνή η οποία προοικονομεί με
ικανοποιητικό τρόπο ένα από τα ιδεολογικά ρεύματα που θα ακολουθήσει η Ελληνική
κοινωνία του αιώνα αυτού αλλά και του επόμενου κατ’ εμέ.
Είναι Γενάρης του 1833, και μία φρεγάτα του βασιλικού Βρετανικού
ναυτικού προσεγγίζει την προσωρινή πρωτεύουσα του νεογέννητου Ελληνικού
βασιλείου. Το επίσημο πρόσωπο της υπόθεσης, είναι ο δεκαεπτάχρονος Βαυαρός
πρίγκιπας Όθωνας του οίκου των Βίττελσμπαχ. Το νεαρό αυτό παιδί ένα χρόνο πριν
είχε διορισθεί από τις εγγυήτριες δυνάμεις βασιλιάς των Ελλήνων και ο ερχομός
του σηματοδοτούσε την έναρξη της θητείας του. Δεν θα επικεντρωθούμε εκεί όμως,
αλλά σε ένα φαινομενικά ‘’ασήμαντο’’ γεγονός το οποίο έχει πολλά να σημάνει για
τη μετέπειτα πορεία.
Εκείνη την περίοδο ο εμφύλιος μαινόταν και η προσωρινή διοίκηση της
χώρας, φοβούμενη ότι ο Όθωνας αντικρίζοντας την κατάσταση θα αναχωρήσει
αποποιούμενος το θρόνο, στέλνει τον νεαρό Νικόλαο Δραγούμη στον λιμένα με σκοπό
να τον συναντήσει και να τον καθησυχάσει υποβαθμίζοντας τη σημασία των
γεγονότων.
Ο Δραγούμης πανευτυχής που θα συναντούσε εκ του σύνεγγυς τον νέο βασιλιά
τρέχει προς την προβλήτα φωνάζοντας σε ένα καπετάνιο καϊκιού, πόσα χρήματα ζητά
για να τον μεταφέρει στη φρεγάτα, ο Σπετσιώτης καπετάνιος του απαντά
ημιαλβανιστί… Εκατόν πεντήκοντα γρόσια. Ο Δραγούμης του αποκρίνεται να
ετοιμάσει το καϊκι μέχρι να επιστρέψει και ο καπετάνιος του απαντά…επιστρέφων
φέρε και τα γρόσια. Ο Δραγούμης του λέει ότι μόλις επιστρέψουν θα τον πληρώσει
η κυβέρνηση και κατά τα λεγόμενα του ίδιου ο Σπετσιώτης ‘’ανέκραξεν’’…ποιος η
Ψωροκώσταινα!
Ο κύκλος της αυτοκαταφρόνησης
είχε ήδη ανοίξει από τότε και νομίζω ότι δεν έχει κλείσει μέχρι σήμερα.
‘’Εθνική αυτοκαταφρόνηση’’ όπως την ονομάζει ο Αλέξης Πολίτης. Το Ελληνικό
κράτος άμα τη γενέσει του υπήρξε ένας οργανισμός αναξιόπιστος και απαξιωμένος,
και τα δυο αυτά χαρακτηριστικά του τα προσέδωσαν οι ίδιοι οι πολίτες του. Αυτό
τον αυτοοικτιρμό θα τον βρείτε σε πλήθος εντύπων αυτού του αιώνα. Δημοσιογράφοι,
ποιητές, πεζογράφοι συμμετέχοντας και οι ίδιοι σε αυτό τον φαύλο κύκλο,
αποτυπώνουν με σαφήνεια αυτό το ρεύμα.
Αυτή η
συλλογική ψυχολογία χαμηλής αυτοεκτίμησης κατατρώει τα σωθικά των Ελλήνων σε
όλο τον 19ο αιώνα. Οτιδήποτε περιστρέφεται γύρω και μέσα στο μικρό μας βασίλειο
είναι από τη φύση του ταπεινό και άδοξο για τους ίδιους τους κατοίκους του
βασιλείου αυτού. Κάπως λοιπόν θα έπρεπε να βρεθεί μία ισορροπία σε όλο αυτό,
κάποιος έπρεπε να δώσει στους νεοέλληνες ένα εχέγγυο υπερηφάνειας. Ποιος κλήθηκε
να παίξει τον ρόλο του ψυχολόγου; οι αρχαίοι Έλληνες.
Αν ψάχνετε τη ρίζα της αρχαιολατρίας, αυτή πηγάζει από τον βαθύ 19ο
αιώνα. Οι νεοέλληνες στην προσπάθεια τους να βρουν την χαμένη τους αυτοεκτίμηση
προσέφυγαν στους αρχαίους ‘’συγγενείς’’. Τους ανέσυραν στην κυριολεξία από το
παλιό και φθαρμένο μπαούλο τους και τους έδωσαν υπόσταση σχεδόν ηρωική. Γιατί
τους αρχαίους Έλληνες όμως; γιατί όχι τους Βυζαντινούς πχ; οι οποίοι ήταν και
κοντινότεροι χρονολογικά; Ο βασικός λόγος αυτής της επιλογής ήταν η αρχαιολατρία
που επικρατούσε στην ίδια την Ευρώπη.
Το κύμα φιλελληνισμού κατά τη διάρκεια της επανάστασης προερχόταν από
την βαθιά εκτίμηση των Ευρωπαίων στους αρχαίους Έλληνες και όχι στους
νεοέλληνες. Όταν μιλούσαν με θαυμασμό για την Ελλάδα, στο μυαλό τους ερχόταν
μάλλον πρώτα ο Αλκιβιάδης, ο Περικλής , ο Αριστοτέλης και όχι ο Κολοκοτρώνης ή
ο Πλαπούτας. Οι νεοέλληνες ήταν κάτι που απείχε παρασάγγας από αυτό που είχαν
εξιδανικεύσει στο μυαλό τους οι Ευρωπαίοι.
Ανατρέξτε στην ιστορία με τον Φαλμεράϋρερ και θα καταλάβετε.
Θα σας δώσω μόνο μερικά παραδείγματα για να καταλάβετε το μέγεθος. Πρώτα
απ’ όλα η επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσα του κράτους. Η Αθήνα των πρώτων
δεκαετιών του 19ου αιώνα ήταν κυριολεκτικά ένα μεγάλο χωριό χωρίς ιδιαίτερη
εμπορική σημασία, επιλέχθηκε όμως ως η πρωτεύουσα. Εδώ να αναφέρω ότι ο
βασιλιάς Όθωνας αρχικά σκεφτόταν να χτίσει το ανάκτορο του πάνω στον λόφο της
ακρόπολης για συμβολικούς λόγους προφανώς, εν τέλει κατέληξε στο σημερινό
κτίριο της βουλής. Δεύτερόν η οικοδόμηση εκ θεμελίων της πόλης της Σπάρτης η
οποία είχε ερημωθεί από την ύστερη αρχαιότητα και μετά. Τρίτον και τελευταίο τα
αρχαία ονόματα που πήραν τη θέση των μεσαιωνικών Ελληνικών, των Αρβανίτικων,
των Τούρκικων κτλ. Για παράδειγμα τη θέση του χασάπικου θα έπαιρνε το κρεοπωλείον,
του μανάβικου το οπωροπωλείον και πάει λέγοντας. Όλο και περισσότερα παιδιά
πλέον βαπτίζονταν Σωκράτης, Θρασύβουλος , Αριστείδης.
Το Βυζάντιο σε όλα αυτά διαδραμάτισε μόνο το ρόλο της γέφυρας που θα
ένωνε την αρχαιότητα με τη νεότερη εποχή. Θα ήταν ο συνδετικός κρίκος για να
μην υπάρξει χρονολογικό κενό στην ιστορική και αδιάσπαστη συνέχεια του
Ελληνισμού. Το έχω πει και θα το ξαναπώ. Το Βυζάντιο είναι ότι πιο συγγενικό
έχουμε από το μεσαίωνα. Η Ευρωπαϊκή ιστοριογραφία όμως του είχε φερθεί με τρόπο
καταχρηστικό συνεχίζοντας το έργο των δυτικών μελετητών του ύστερου μεσαίωνα,
οι οποίοι για λόγους σκοπιμότητας του αφαίρεσαν την γενετήσια υπόσταση του, που
ήταν σαφώς Ρωμαϊκή. Πότε οι Βυζαντινοί δεν αυτοαποκαλούνταν Βυζαντινοί. Εδώ
όμως ξεφεύγουμε και δεν είναι της παρούσης.
Ας επιστρέψουμε όμως στην αυτοκαταφρόνηση και στην πηγή της βαθιάς
αιτίας της. Από τη στιγμή λοιπόν που οι Έλληνες αντιλήφθηκαν τη μικρή δυναμική
του βασιλείου τους επιδόθηκαν με ζήλο στην ιδέα να το επεκτείνουν μέχρι εκεί
που έφταναν η φαντασία τους και τα όνειρά τους. Η λεγόμενη ‘’μεγάλη ιδέα’’ ήταν
ένα σχέδιο υπερβολικά φιλόδοξο και ανεδαφικό ιδίως για ένα κράτος με τα
οικονομικά δεδομένα της Ελλάδας. Στην ιδέα όμως, ότι οι νεοέλληνες θα γίνονταν
κύριοι εδαφών που κατά το παρελθόν έδρασε το Ελληνικό στοιχείο και αναφέρομαι
κυρίως στον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο που ήταν υπό Οθωμανική κατοχή ακόμα, αλλά
και στη μικρά Ασία, εξιτάρονταν.
Η μεγάλη ιδέα έγινε σχεδόν εμμονή. Σαν στόχος ήταν πραγματικά ένα
άπιαστο όνειρο για όλο τον 19ο αιώνα. Το κυριότερο πρόβλημα που προκάλεσε ήταν
ο αποπροσανατολισμός από τα εσωτερικά προβλήματα που μάστιζαν το κράτος. Οι
περισσότερες κυβερνήσεις της περιόδου αυτής, ήταν σα να πίστευαν
κυριολεκτικά ότι πρώτα θα πάρουν την
‘’πόλη’’ και μετά θα λύσουν το πρόβλημα του μονίμως ελλειματικού εμπορικού
ισοζυγίου πχ. Καταλαβαίνετε τον παραλογισμό νομίζω.
Είναι αλήθεια ότι οι δημογραφικοί και οικονομικοί πόροι του πρώιμου
αυτού Ελληνικού κράτους ήταν πολύ περιορισμένοι, αλλά λιγοστοί προσπάθησαν να
αξιοποιήσουν έστω και αυτούς. Ακόμα λιγότεροι προσπάθησαν να καταρτήσουν ένα
ρεαλιστικό οικονομικό σχέδιο ανάπτυξης που θα έβαζε τη χώρα σε πορεία ανάπτυξής
και αν το θέλετε υλοποίησης των επεκτατικών βλέψεων. Αυτή τη στιγμή δεν
κρίνουμε ηθικά αλλά πραγματιστικά το στόχο αυτό.
Ο στόχος της επέκτασης και η φιλοδοξία που
είχε γεννήσει στις ψυχές των Ελλήνων ήταν δίκοπο μαχαίρι. Όπως αναφέρει και ο
Συγγρός στα απομνημονεύματα του ‘’οι Έλληνες έζων μάλλον δια της φαντασίας ή
δια της θετικότητος’’ καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Όσο ο στόχος λοιπόν
δεν έπαιρνε σάρκα και οστά και δεν εκπλήρωνε τις τεράστιες ελπίδες που είχε
εκτρέψει, τόσο οι Έλληνες αυτοκαταφρονούνταν και καταφρονούσαν και το
‘’καταραμένο’’ κράτος τους, που γεννήθηκε ‘’μικρό’’ και αδύναμο ( μικρό σε δυναμική
βέβαια όχι σε δυναμικό ).
Ήταν σα να είχαν φανταστεί ότι ένα θεϊκό χέρι κάποια στιγμή θα παρέμβει
και θα τους αποδώσει ότι ‘’δικαιωματικά’’ και ‘’ιστορικά’’ τους ανήκει.
Αυτό που ουσιαστικά δίχαζε την ψυχοσύνθεση του Έλληνα και τη διχάζει
ακόμα, είναι ότι μέσα του είχε δύο κόσμους αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίηση
του. Προεπαναστατικά και σε όλους τους προηγούμενους αιώνες, η αρχαιότητα και η
μελέτη της ήταν προνόμιο λίγων, οι περισσότεροι την αντιμετώπιζαν σαν κάτι πολύ
μακρινό και παγανιστικό. Από τη μία υπήρχε η βαθιά του παράδοση που ήταν σαφώς
χριστιανική και από την άλλη η δόξα του ονόματός του που ήταν σαφώς
αρχαιοπρεπής.
Δεν ήξερε που να πιστέψει, στον Παρθενώνα ή στην Αγία Σοφία… πίστεψε ότι
θα μπορούσε και στα δύο.
Μάλλον δεν σκέφτηκε τον εαυτό του
και πολύ σαν λύση.
Όποτε προσπαθώ να κατανοήσω τον ρομαντισμό τον οποίο αντιπαραθέτει η
Ελληνική κοινωνία απέναντι στην ανελέητη και ρεαλιστική πραγματικότητα, μου
έρχεται στο μυαλό μία άποψη…
«ο ρομαντισμός είναι η εναγώνια προσπάθεια να εκλογικευθεί η αδυναμία
της λογικής»
Υ.Γ 1: Η εναρκτήρια ιστορία του άρθρου
προέρχεται από την πηγή του Νικόλαου Δραγούμη ‘’Ιστορικαί αναμνήσεις Ά, Αθήνα 1879’’
Υ.Γ 2: Όσον αφορά το Βυζάντιο και πάλι, θα
ήθελα να αποσαφηνίσω ότι μπορεί και αυτό να μπήκε στο κάδρο σύσσωμου του
Ελληνισμού με τιμή, αλλά αυτό έγινε καθαρά, κατά την άποψή μου για να
λειτουργήσει σαν ‘’γέφυρα διασύνδεσης’’. Ο κύριος στόχος ήταν η αρχαιότητα.
Πέρασε καιρός για να στρέψουν με προσοχή οι ιστορικοί τη ματιά τους στο Βυζάντιο
και να καταλάβουν ότι η σύνδεση μαζί του είναι πιο στενή απ’ ότι με την
αρχαιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου