Της
Βασιλικής Χριστοπούλου-Αρχαιολόγου-ΜΑ
Μια
από τις παλιότερες ιστορίες, που μιλούν για γυναίκες βρυκόλακες στην ελληνική
αρχαιότητα, είναι αυτή που μας παραδίδει ο παραδοξογράφος Φλέγων ο Τραλλιανός
(απελεύθερος δούλος του αυτοκράτορα Αδριανού, 2ος αι. μ.Χ.) στο βιβλίο του
«Περί θαυμασίων» 2.1 (Paradoxographoi: scriptores rerum mirabilium Graeci, εκδ.
Antonius Westermann, Brunswigae, Londini 1839, σελ. 117-121).
Σώζεται το δεύτερο μισό
της ιστορίας, το πρωτότυπο κείμενο της οποίας μπορείτε να διαβάσετε στην πρώτη
παρατιθέμενη πηγή παρακάτω. Για τη Φιλίννιον μιλά και ο φιλόσοφος Πρόκλος (5ος
αι. μ.Χ.) στα πλατωνικά του σχόλια: Proclus, Platonis Rem Publican Commentarii
2, συμπληρώνοντας κάποια από τα κενά της ιστορίας. Η όλη διήγηση βασίζεται σε
μια παλιότερη (χαμένη) σειρά επιστολών, εκ των οποίων κάποιες έγραψε ο Ίππαρχος
και άλλες ο Αρριδαίος, ο ετεροθαλής αδελφός του Μ. Αλεξάνδρου.
Τα γεγονότα
διαδραματίζονται στην Αμφίπολη (1) τον 4ο αι. π.Χ., κατά τη βασιλεία του
Φιλίππου Β’ στη Μακεδονία. Η ηρωίδα είναι η Φιλίννιον, ο εραστής της ο Μαχάτης.
Ένα λύχνο γι’ απόψε. Τον
μικρότερο θ’ ανάψω. Νύχτα έρωτα θα’ ναι. Μόνο ημίφως θέλει. Ίσα ίσα μια
τρεμουλιαστή φλογίτσα να κατοπτρίζει στον τοίχο τα κορμιά μας. Πυρ θα’ ναι το
πάθος… πάθος φωτιά που καίει την πέτρα…
Είμαι η Φιλίννιον του
Δημοστράτου και της Χαριτούς, κορασίς Αμφιπολίτισσα 14 φεγγαριών και κάτι.
Προσμένω τον Μαχάτη στο δώμα μου.
Από την Πέλλα είναι ο
καλός μου, ξένιος (2) του πατέρα μου. Αψηλός Μακεδνός (3) λεβέντης, γερόκορμος
σα λεύκα, στάχυα κεχριμπαρένια τα μακριά μαλλιά του, θάλασσες βαθιές το βλέμμα
του, ρόδια μεστά τα χείλη του. Ωραίος ως Μακεδών.
Βάδιζε δίπλα στον πατέρα
μου χαμογελαστός, όταν τον πρωταπάντησα στο κτήμα μας στις όχθες του Στρυμόνα.
Ήταν ένα καυτό καλοκαιριάτικο απομεσήμερο, ώρα ραστώνης, αλλά εγώ με τις δούλες
έπλενα τα ρούχα στο ποτάμι. Ξυπόλυτη στο νερό, ανασηκωμένος ο λεπτός χιτώνας
στους μηρούς για να μη βραχεί, μούσκεμα ήταν, μισοξέπλεκα τα μαλλιά από το
σκύψιμο στην όχθη και τα δυνατά χτυπήματα στα ρούχα με τον κόπανο (4). Ιδρώτας,
νερό, λιγοστός ίσκιος στα πέρα πλατάνια, θολή κάψα στον ορίζοντα και στη ρωγμή
του Εκείνος.
Χοροπήδησε η καρδιά στο
στήθος και αυτό ξεθάρρεψε, ορθώθηκε και θαρρείς πως τρύπησε το βρεγμένο ρούχο,
το ΄νιωσα, ντράπηκα, έβαλα τα χέρια μου μπροστά, κάτι, κάπως να καλύψω,
χαμήλωσα το βλέμμα.
- Έλα Μαχάτη να σου
γνωρίσω τη θυγατέρα μου τη Φιλίννιον, το μελίσσι του σπιτιού μου! είπε ο
πατέρας μου, νομίζω· δεν είμαι σίγουρη, το αναπάντεχο, η ομορφιά του, η ντροπή
μου, όλα μπλέκονταν αξεδιάλυτο κουβάρι στη μεσημεριάτικη λάβρα.
- Ναϊάδα (5) η κόρη σου
Δημόστρατε! Χαρά σ΄αυτόν που θα την πάρει! Υγίαινε Φιλίννιον! αποκρίθηκε ο
Μαχάτης κι ένιωθα το βλέμμα του να με καίει.
Αντιχαιρέτισα. Τα μάτια
μου χαμηλωμένα, κόκκινα τα μάγουλά μου απ’ τη ντροπή, λαχτάρα να απομακρυνθεί
λίγο να τον θαυμάσω ξανά, κρυφά, με προσοχή, να τον ζωγραφίσω στο μυαλό μου να
μην ξεχάσω τη θωριά του.
- Ο Μαχάτης θα μείνει
στο σπιτικό μας λίγο καιρό όσο να τελειώσει τις δουλειές του, συνέχισε ο
πατέρας μου. Θέλω μαζί με τη μάνα σου να περιποιηθείτε τον ξένιο φίλο μου όσο
καλύτερα γίνεται Φιλίννιον, συνέχισε ο πατέρας μου. Ύστερα χαμογέλασε «μην
κουράζεσαι τόσο πολύ κόρη μου, δε χρειάζεται, άσε τις δούλες να πλύνουν» είπε
κι ύστερα απομακρύνθηκε σιγοπερπατώντας με τον Μαχάτη δίπλα του. Να ‘ναι τάχα
έρωτας αυτό που νιώθω; Αυτό το ζάλισμα του νου, το αποκάρωμα (6) των αισθήσεων,
η λαχτάρα να τον ξαναδώ; Και αν δεν είναι έρωτας, τότε τι είναι; Κι αυτός; Τι
σκέφτεται; Νιώθει κάτι για μένα;
«Ναι», ψιθύρισε μυστικά
στο αυτί μου ο θεός. «Ταυτόχρονα σας τόξεψα, κατάστηθα. Ζήστο. Μαζί του».
Έρωτας ήταν λοιπόν.
Έρωτας άγριος, παράφορος, απόλυτος, αχόρταγος, αήττητος. Κλεφτές ματιές πίσω
απ’ τις δωρικές κολόνες της περίστυλης αυλής, τυχαία αγγίγματα, παραφυλάγματα
για ένα στιγμιαίο ξεμονάχιασμα τις στιγμές που τάχατες έπρεπε να φέρει κάτι απ’
το δώμα του. Κι ύστερα κλεφτά συναπαντήματα στις όχθες του Στρυμόνα, κάτω απ’
τα πλατάνια, μέσα στις φυλλωσιές, να βλέπει μόνο ο ποτάμιος θεός και οι Ναϊάδες
τα άρρητα του έρωτα. Έξαψη και φόβος, φόβος και έξαψη. Αν μας δουν; αν μας
πιάσουν; Πώς θα υπάρξει συγχώρεση; Έλεος πώς; Δεν θα υπάρξει. Ούτε για μένα,
την απάρθενη κόρη ούτε για κείνον, τον καταχραστή της φιλοξενίας. Αλλά και
πάλι. Ποιος μπορεί να τα βάλει με τον Έρωτα; Όχι εγώ, όχι ο Μαχάτης.
Έχει μήνα που ζει μαζί
μας όσο να τελειώσει τις δουλειές του στην Αμφίπολη. Ξέρω πως τις τελείωσε προ
πολλού και πρέπει να γυρίσει στα μέρη του. Όλο το αναβάλλει. Όλο κάτι
προφασίζεται στον πατέρα μου. Και τώρα πια τις νύχτες τις περνάμε μαζί· νύχιο
(7) το σμίξιμο, πνιχτός ο έρωτάς μας να μην ακούγεται, μόνος μάρτυρας το φως
του μικρού λύχνου, που τρεμουλιάζει στον ρυθμό των κορμιών μας, μας ζωγραφίζει
στους χρισμένους τοίχους και αντιφεγγίζει τα μαυρόασπρα βότσαλα του δαπέδου.
Στις νύχτες κρυβόμαστε, τις νύχτες ζούμε…
- Θα ξανάρθω αγάπη μου.
Περίμενέ με, είπε την τελευταία βραδιά. Και μόλις έρθω, θα σε ζητήσω απ’ τον
πατέρα σου. Θα πάνε όλα καλά. Θα δεις. Σύντομα θα γίνεις γυναίκα μου και θα
είσαι για πάντα δική μου.
- Θα περιμένω εδώ μέχρι
να΄ρθείς· ό,τι και αν γίνει, δικιά σου είμαι. Σου δόθηκα, σου ανήκω τώρα και
αυτό δεν αλλάζει. Χρυσαλλίδα (8) ήμουν, νύμφη μεταξένια γίνηκα στα χέρια σου.
- Μη με ξεχάσεις
Φιλίννιον!
- Ο έρωτας πάντα θυμάται
αγαπημένε μου. Ό,τι ζήσει στην καρδιά, ποτέ του δεν πεθαίνει.
Αυτά είπαμε εμείς, έτσι
τα μιλήσαμε, έτσι τα συμφωνήσαμε. Ξαστόχαστη η νιότη, νομίζει πως όλα είναι
δυνατά, αλλά τότε δεν ήξερα…Περίμενα και υπομόνευα, υπομόνευα και περίμενα.
Σήμερα, αύριο, μια μέρα ακόμα και άλλη μία και άλλη μια… Μίσεψε (9) για καιρούς
ο Μαχάτης…
Εις μάτην περίμενα με το
βλέμμα αγκιστρωμένο στη δύση, στο δρόμο για την Πέλλα. Υπέφερα. Θαρρώ σαν άμαξα
να πλησιάζει, χλιμίντρισμα ακούστηκε; βήματα στην εξώπορτα; Κάποιος ήρθε!
Πετάγομαι να δω! Ο Μαχάτης μου; Όχι. Φίλοι του πατέρα, στρατηγοί και εταίροι
(10), άλλοτε να μιλήσουν, μια να συμποσιαστούν, άλλοτε να πάνε στο γυμνάσιο
(11) ή για κυνήγι, η θεία Τιμάεσσα με τις κόρες της, ο Λαμπίας ο αρχιδούλος
φορτωμένος πραμάτειες απ’ την πόλη. Φορές φορές, με πρόφαση πως θα επισκεφτώ το
κτήμα, λοξοδρομούσα στο ύψωμα ν’ αγναντέψω πέρα απ’ το δυτικό τείχος (12) μήπως
έρχεται…
Και ξάφνου η καταστροφή!
«Φιλίννιον, μεγάλωσες πια. Ήρθε η ώρα να παντρευτείς. Για σένα διάλεξα τον
άριστο των αρίστων, τον Κρατερό (13). Στενές οι σχέσεις του με τον βασιλιά μας
το Φίλιππο και τον πρωτότοκό του τον Αλέξανδρο. Μάλιστα, σε ένα κυνήγι έσωσε τη
ζωή του διαδόχου! Τιμημένος ο Κρατερός, γι’ αυτό με το γάμο τούτο η οικογένειά
μας θα αποκτήσει γερές συμμαχίες και στο μέλλον…» συνέχισε να μιλάει ο πατέρας
μου, αλλά δεν άκουγα τίποτα πια. Σκοτοδίνη μου ήρθε. Λιποθύμισα. Τι και αν
έκλαψα πικρά για μέρες, τι και αν παρακάλεσα γονυπετής, τι και αν έπαψα να τρώω
και μαράζωνα απ’ τον πόνο…μάταια. Η μάνα μου η Χαριτώ προσπαθούσε με γλυκόλογα
να με μεταπείσει, ύστερα πείσμωσε και με κοιτούσε αμίλητη αυστηρά, ο πατέρας
μου δεν ήθελε ν’ ακούσει λέξη. «Κορασίδας κακομαθημένης παραξενιές» έλεγε
θυμωμένος στη μάνα μου. «Δεν θα της περάσει. Είπα και ελάλησα» κατέληγε, με τα
μάτια του να βγάζουν φωτιά…
Ο γάμος έγινε. Χαρές
πολλές και γλεντοκόπι και γω πανέμορφη νύφη θανάτου στους νεκρικούς θαλάμους
του Κρατερού. Το μαρτύριό μου δεν κράτησε πολύ. Λίγες μέρες μετά το γάμο,
επέστρεψα στο πατρικό μου. Κουβέντες μυστικές προηγηθήκανε για τη χαμένη
παρθενιά και την ατιμασιά μου, ο Κρατερός έξαλλος στην αρχή, μαλάκωσε όμως όταν
ο πατέρας μου του έστειλε με τον Λαμπία ένα σεντούκι χρυσά, συμφωνήσανε όλοι
μεταξύ τους πως είμαι άρρωστη και πρέπει να με φροντίσουν στο σπίτι για λίγο
καιρό, έτσι διέδωσαν σε συγγενείς και φίλους, ο πατέρας και η μάνα μου
ντροπιασμένοι με έκλεισαν στο δώμα μου, ήρθε γιατρός που βεβαίωσε την αρρώστια
μου- πληρώθηκε αδρά και αυτός- τα στόματα έκλεισαν, όλοι λυπούνταν την έρμη τη
Φιλίννιον που δεν πρόλαβε να χαρεί το γάμο της και έπεσε του θανατά… ούτε γάτα
ούτε ζημιά.
Αλλά εγώ ξεψυχούσα απ’ το
μαράζι μου. Κάθε μέρα και από λίγο. Ξάπλωσα στην κλίνη και δεν ξανασηκώθηκα.
Δεν ήθελα. Έπινα τα δάκρυά μου και έτρωγα την απελπισία μου. Είχα πληγώσει τους
γονείς μου, με χρέωναν με ατιμία, απόκληρη ένιωθα, ο Μαχάτης είχε εξαφανιστεί
από προσώπου γης, οι όρκοι αγάπης του ψεύτικοι, ελπίδα να γυρίσει καμιά. Αυτό
ήταν. Η πεταλούδα έζησε τον έρωτα, έλαμψε στον ήλιο και έκαψε τα φτερά της.
Μέχρι εδώ ήταν.
Τη ζωή μου δεν την όρισα. Θα ορίσω το θάνατό μου, είπα. Φάσμα (14) του εαυτού μου έγινα η άωρη κόρη μέσα σε έξι μήνες. Ωραία και η κηδεία μου. Με πένθιμη πομπή με αποθέσανε στον οικογενειακό μας τύμβο στη νεκρόπολη της Αμφίπολης. Εγώ ντυμένη με την ωραιότερη εσθήτα, με όλα τα χρυσαφικά μου στο κορμί, καλοχτενισμένη και μοσχομυρισμένη ξάπλωσα στο κρεβάτι που τρώει τις σάρκες. Βάλανε σιμά μου καλούδια πολλά, ελεφαντοστέινες χτένες και χάλκινους καθρέφτες, χρυσά και αργυρά αγγεία, πλουμιστά ειδώλια, λουλούδια πολλά και ύστερα με σκέπασαν με αιμάτινο σάβανο. Όλοι έκλαιγαν πολύ, οι γονείς μου απαρηγόρητοι, τα μοιρολόγια και οι ολοφυρμοί της μάνας μου έσκιζαν τον αγέρα, οι συγγενείς θλιμμένοι, φίλοι και γνωστοί προσπαθούσαν να συμπαρασταθούν, διάχυτος πόνος, και ένα ωραίο κιβούρι για μένα. Σφράγισαν τη δίφυλλη μαρμάρινη θύρα του τάφου. Δυο πανέμορφες ζωγραφιστές μορφές, ο Πλούτων και η Περσεφόνη, παραστάτες μου στην αιωνιότητα.
Κάπου πήρε το μάτι μου μια επιγραφή:
«…τεσσαρακαιδεκέτιν τῷδ᾽
ἐκάλυψε τάφῳ» (15). Δεκατεσσάρων ετών, τάφος. Για ποιον να γράφτηκε άραγε;
Κοιμήθηκα.
- Ξύπνα κυρά μου, για το θεό, ξύπναα! Θάμα
φοβερό έγινε! Είδα τη Φιλίννιον με τον ξένιο το Μαχάτη αγκαλιά στο δώμα του!
ούρλιαζε υστερικά η γριά δούλα στο αυτί της Χαριτούς.
-Είσαι με τα σωστά σου
Θράσσα για τρελάθηκες; Ακούς αυτά που λες; Τη Φιλίννιον τη θάψαμε πριν από έξι
μήνες. Συ, η τροφός της, βοήθησες να τη νεκροστολίσουμε. Το ξέχασες; Ή ο πόνος
σού έκλεψε τα λογικά; Τράβα να κοιμηθείς και πάψε να μου ανοίγεις την πληγή του
χαμού της κόρης μου.
- Μα τον Δία, την
αλήθεια σου λέω κυρά μου. Τώρα δα την είδα ολοζώντανη, καθώς περνούσα έξω απ’
το δώμα του ξένου να πάω προς νερού μου. Άκουσα ομιλίες και αναστεναγμούς,
κρυφοκοίταξα απ’ το παραπέτο και τους είδα. Η Φιλίννιον και ο Μαχάτης
χαϊδεύονταν και αγκαλιάζονταν σου λέω! επέμεινε η δούλα.
- Αν συνεχίσεις έτσι, θα
σε τιμωρήσω αυστηρά, απάντησε θυμωμένη πλέον η Χαριτώ. Λες παλαβομάρες και με
ταράζεις. Ανασταίνονται οι νεκροί; Και τι είδες μες τη νύχτα; Καμιά σκιά θα
είδες και θα παράκουσες γριά γυναίκα. Ή μπορεί ο Μαχάτης να βάτευε στα σκοτεινά
καμιά δούλα του σπιτιού. Πάψε πια να λες για τη Φιλίννιον! Δε μου φτάνει ο
πόνος μου που τον κρατώ βαθιά στα στήθια, βάλθηκες να με κάνεις βραδιάτικα να
κλαίω πάλι για το νεκρό παιδί μου;
-Έλα μαζί μου τώρα να το
δεις με τα μάτια σου κυρά μου. Η Φιλίννιον ήταν! Εγώ τη μεγάλωσα, στα χέρια μου
την είχα από μωρό και δεν ξεγελιέμαι όσο και αν εγέρασα. Και αν σου λέω ψέματα,
βάλε αύριο να με μαστιγώσουν! ανταπάντησε αποφασιστικά η δούλα.
Είμαι τρισευτυχισμένη! Παννύχια (16) η γιορτή
του έρωτα με τον αγαπημένο μου. Επιτέλους γύρισε! Με αγκαλιάζει με λαχτάρα, του
έλειψα πολύ, λέει, υπέφερε δίχως μου, ήρθε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ορκίζεται
ξανά και ξανά αιώνια πίστη. Φοράει με δάκρυα στα μάτια το χρυσό δακτυλίδι που
του δίνω και μου αντιδωρίζει το δικό του το σιδερένιο, σύμβολα και τα δυο της
αιώνιας ένωσής μας. Μου προσφέρει και ένα χρυσόκλυστο ποτήρι να πίνουμε μαζί
κρασί αγάπης. Είναι δικός μου τώρα, κατάδικός μου! Δεν θα επιτρέψω σε τίποτα
και σε κανέναν πια να μας ξαναχωρίσει. Το τίμημα του έρωτα το πλήρωσα με τον
θάνατό μου, δεν χρωστώ άλλο. Ξεχρέωσα και για κείνον. Τώρα θα ζήσουμε μαζί! Οι
θεοί το όρισαν, οι θεοί το επιτρέπουν.
- Αγαπημένε μου Μαχάτη,
κάθε νυχτιά θα έρχομαι κοντά σου, κάθε νυχτιά θα σμίγουμε αιώνια ερωτευμένοι.
Μόνο κράτα το κρυφό απ’ τους γονείς μου, μη με αναφέρεις ποτέ, η αγάπη μας
πρέπει να μείνει μυστική, του είπα την πρώτη νύχτα που βρεθήκαμε, και κείνος το
σεβάστηκε.
Την είδα τη Θράσσα που
παραφύλαγε έξω απ’ το δώμα και κατόπιν τη Χαριτώ, τη μάνα μου, που μας κοιτούσε
με γουρλωμένα μάτια, κάτασπρη, ξέψυχη. Αδιαφόρησα. Τώρα πια δεν μπορούν να με
βλάψουν άλλο. Άλλωστε, όρθρο βαθύ (17) θα φύγω, όπως κάνω κάθε βραδιά.
- Μαχάτη, σε
θερμοπαρακαλώ πες μας επιτέλους την αλήθεια! ούρλιαξε για μια στιγμή η Χαριτώ
απελπισμένη. Ήταν η Φιλίννιον μαζί σου στο δώμα χθες το βράδυ; Στα πόδια σου
προσπέφτω ικέτις η μάνα, μίλα μας, πες μας. Μην το αρνείσαι άλλο. Σε είδαμε.
Και γω και η δούλα η Θρασσώ. Πες μας την αλήθεια. Σεβάσου τη φιλοξενία του
άνδρα μου του Δημόστρατου! Και πίστεψε επιτέλους αυτό που σου λέω! Η Φιλίννιον
πέθανε πριν από έξι μήνες και τη θάψαμε στον οικογενειακό μας τάφο. Δεν στο
είπαμε εξαρχής όταν ήρθες στο σπιτικό μας, για να μη σε στεναχωρήσουμε με
έγνοιες που δεν σου πρέπουν ξένον άνθρωπο. Αλλά η Φιλίννιον είναι νεκρή· και
όμως εμείς την είδαμε στην αγκαλιά σου!
Ο Μαχάτης λύγισε μπρος
στον πόνο της μάνας και από σέβας προς τον Δημόστρατο. Τους είπε πως
αγαπιόμαστε από καιρό, ότι πράγματι περνούσα τις νύχτες μαζί του, ότι γύρισε
απ’ την Πέλλα μόνο για μένα, γιατί ήθελε να με νυμφευτεί…έμοιαζε χαμένος ο
καλός μου με όλα αυτά που άκουγε. Ποιος θάνατος και ποια κηδεία; Εγώ ήμουν
ζωντανή, ολοζώντανη στην αγκαλιά του. Φορές φορές δειπνούσαμε μάλιστα μαζί. Να
το χρυσό δακτυλίδι που του χάρισα, το σύμβολο του γάμου μας, να και η
στηθοδεσμίδα που άφησα στην κλίνη του το περασμένο βράδυ, για να μυρίζει
ολημερίς το άρωμά μου.
Ολοφυρόταν η μάνα μου,
βλέποντας το δακτυλίδι και τη στηθοδεσμίδα που μου φόρεσαν στον τάφο, τράβαγε
τα μαλλιά της και έσκιζε τα ιμάτια, κατέρρευσε ο πατέρας απ’ αυτά που άκουσε, η
Θρασσώ έκλαιγε γοερά σαν σε κηδεία και ο Μαχάτης μου τους κοιτούσε αποσβολωμένος
μην ξέροντας τι να σκεφτεί, τι να πρωτοπιστέψει. Σε αυτά που άκουγε πως ήμουν
τάχατες άψυχη, παγωμένη, νεκρή ή στις αισθήσεις του που λίγες ώρες πριν
χαίρονταν το λάβρο, λουλουδομυριστό κορμί μου; Όχι, ψέματα του έλεγαν για να
τον αποδιώξουν από γαμπρό. Αλλιώς, πρόσθεσε, ας έρθουν ξανά το βράδυ να δουν τη
Φιλίννιον στο δώμα με τα ίδια τους τα μάτια. Θέλουν να με πιάσουν και αυτοί, να
δουν ότι ζω, ότι υπάρχω, σκέφτηκα.
Αχ Μαχάτη μου! Δεν
κράτησες το μυστικό μας. Αποκάλυψες τα άρρητα, στέγνωσαν οι ερωτικοί χυμοί,
πάγωσε το αίμα, χάθηκε η μαγεία και τώρα πρέπει να επιστρέψω δια παντός στον
διατεταγμένον τόπον. Αυτή είναι η βούληση των θεών. Η αμφιβολία δεν χωρεί στον
έρωτα, καλέ μου. Και σεις γονείς μου, τι κλαίτε και θρηνείτε τώρα; Εσείς με
στείλατε στον τάφο με την επιμονή σας να παντρευτώ τον Κρατερό. Όψιμα δάκρυα τι
νόημα έχουν, όταν το κακό έχει συντελεσθεί;
Απόμεινα ακίνητη στην
κλίνη του αγαπημένου μου, κέρωσα, πήρα πλουτώνεια όψη. Σούσουρο στο σπίτι για
τη νεκροφάνεια, διαδόθηκε το απίστευτο στην πόλη, μαζεύτηκε κόσμος στην
εξώθυρα, ρωτούσε να μάθει το πώς και το γιατί, πλήθαιναν οι φήμες και οι φωνές
που ζητούσαν το άνοιγμα του τάφου για τη διακρίβωση των γεγονότων. Τι ήμουν
τελικά; Νεκρή ή ζωντανή; Γυναίκα ή φάντασμα;
Στον οικογενειακό τάφο βρήκαν
στη θέση απόθεσης τους παππούδες μου, όλα τους απείραχτα· η νεκρική κλίνη μου
αδειανή. Ένα χρυσόκλυστο ποτήρι μόνο πάνω της και δίπλα ένα ανδρικό σιδερένιο
δακτυλίδι… Ανησυχία, αγωνία παντού για το ανεξήγητο, συζητήσεις σε κάθε γωνιά
της πόλης. Κατάρα φανερώθηκε; θαύμα των θεών προς τιμήν του Έρωτα; Κανείς δεν
ήξερε να πει με σιγουριά. Άλλοι πρόσεξαν τα πτηνά που πετούσαν χαμηλά προς τη
δύση, μερικοί τους ίταμους (18) που ξεράθηκαν μεμιάς. Στο τέλος, όλοι
συμφώνησαν. Κακά σημάδια φαίνονταν στον ουρανό και επί γης. Το επιβεβαίωσε και
ο μάντης Ύλλος, άριστος οιωνοσκόπος. Αυτή η ανάσταση δεν ήταν θέλημα του Ερμή
Ψυχοπομπού ούτε των Ευμενίδων. Παράγγειλε να βάλουν το σώμα μου στην πυρά, δεν
είχε νόημα να ξαναταφώ στον τύμβο, η τελετή να γίνει έξω απ’ την πόλη, στις
εσχατιές, μετά να εξαγνιστούν όλα τα ιερά, οι βωμοί των θεών του Κάτω Κόσμου
και να γίνουν οι πρεπούμενες θυσίες στον Ερμή Χθόνιο και στον Ξένιο Δία για τον
καθαρμό όλων των γεγενημένων ανομημάτων.
Αυτά και έγιναν.
Σφραγίστηκε με πυρ ο θάνατός μου και όλοι ξανάσαναν ανακουφισμένοι που
ξεφορτώθηκαν το άγος. Ακόμα περισσότερο που εξόντωσαν το φάσμα της Λάμιας (19),
γιατί Λάμια με θεωρούσαν, από αυτές που πίνουν το αίμα των εραστών τους για να
ζήσουν. Άραγε ήμουν πράγματι βρυκόλακας ή απλώς μια ερωτοχτυπημένη γυναίκα;
Πάντως, ό,τι κι αν έλεγαν οι άλλοι, ο Μαχάτης μου γνώριζε την αλήθεια του. Και
αυτό είχε σημασία. Την άλλη μέρα ήρθε κοντά μου· «υπ’ αθυμίας εαυτόν εξήγαγεν
του ζην» έγραψαν στον τάφο του.
-------------------------------------
(1)
Αμφίπολη = Η Αμφίπολη ήταν μια αθηναϊκή αποικία κοντά στις εκβολές του
Στρυμόνα, η οποία κυριεύτηκε το 357 π.Χ. από τον Φίλιππο Βʹ και αναδείχτηκε σε
νευραλγική πόλη του βασιλείου του.
(2)
ξένιος = φιλοξενούμενος, επίθετο του Δία (Ξένιος Ζευς, ο προστάτης της
φιλοξενίας).
(3)
μακεδνός = ψηλός (το επίθετο αυτό χρησιμοποιείται ήδη από τον Όμηρο για τα
φύλλα μιας ψηλής λεύκας, Οδύσσεια η’ 106: οιά τε φύλλα μακεδνής αιγείροιο).
Επίσης σημαίνει μεγάλος ή ουράνιος. Μια πρωιμότερη μορφή της ονομασίας των Μακεδνών
(Μακεδόνων) είναι η λέξη Μακέται, που προέρχεται από τη δωρική λέξη μάκος, που
στην ιωνική διάλεκτο λέγεται μῆκος (στην αρχαία ελληνική σήμαινε και το ύψος).
Επομένως, Μακεδόνες είναι οι κατοικούντες σε υψηλή, δηλαδή ορεινή χώρα, οι
ορεσίβιοι. Προτείνεται επίσης ότι το όνομα Μακεδ(α)νός είναι σύνθετη λέξη, που
προέρχεται από το μάκος + έδανος ή εδανός (εδανός= ευχάριστος: Ιλιάδα Ν 172 και
έδος=ηδύς, γλυκός). Με αυτή την ετυμολογία, Μακεδνός σημαίνει: μακέτης, δηλαδή
ψηλός, μακρύς + εδανός, δηλαδή γλυκός, αρεστός, ευχάριστος, ευώδης, εύοσμος.
Σημειώνεται ότι το έδανος σημαίνει είτε το έθνος είτε το γαμήλιο δώρο-α <
έδνον, έδνα, εδνάωμαι-ώμαι. Επίσης, κατά τον Ησύχιο, μακεδνή – μακεδανή =
μακρά, υψηλή. Ήροδ. 1, 56: το δέ (ελληνικόν έθνος) πολυπλάνητον κάρτα… εκ δέ
της Ιστιαιήτιδος ως εξανέστη υπό Καδμείων οίκεε έν Πίνδω Μακεδνόν καλεόμενον.
(4)
κόπανος = χοντρό και βαρύ αντικείμενο με το οποίο κοπανάμε τα ρούχα, όταν τα
πλένουμε στη νεροτριβή, στο ποτάμι ή στη θάλασσα.
(5)
Ναϊάδα-ες = νύμφες των γλυκών νερών, των πηγών (κρηνών), ποταμών, λιμνών.
(6)
αποκάρωμα = αποχαύνωση.
(7)
νύχιο = νυκτερινό < νυξ (νύχτα).
(8)
χρυσαλλίδα = είναι το δεύτερο στάδιο σχηματισμού της πεταλούδας, η οποία
ξεκινάει ως κάμπια και, κλεισμένη στο κουκούλι της, περιμένει τη μεταμόρφωσή
της σε πεταλούδα. Στην αρχαιότητα ονόμαζαν την πεταλούδα «σκώληκα ή καμπή», ενώ
τη χρυσαλλίδα «νεκύδαλλο», δηλαδή «περίβλημα νεκρού» μέσα από το οποίο βγαίνει
η πεταλούδα/ψυχή. Γνωστός ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής, φτερωτών μορφών, με
τη δεύτερη να ακροβατεί ανάμεσα στον θάνατο και τη ζωή. Από την κάμπια του
μεταξοσκώληκα προέρχεται και το μετάξι ή σηρ στα αρχαία ελληνικά.
(9)
μίσεψε = ξενιτεύτηκε, ταξίδεψε.
(10)
εταίροι = Μακεδόνες ιππείς της ανώτερης κοινωνικο-οικονομικής τάξης
(επίλεκτοι), που πλαισίωναν τους βασιλείς ως σωματοφυλακή (βασιλικοί εταίροι).
(11)
γυμνάσιο Αμφίπολης = Κατασκευασμένο κατά το βʹ μισό του 4ου αιώνα, ακολουθεί
πιστά τον καθιερωμένο τύπο του γυμνασίου της Ολυμπίας, περιλαμβάνοντας την
παλαίστρα (47 × 36 μ.), στην οποία η πρόσβαση εξασφαλίζεται μέσω μνημειακής
κλίμακας, και τους δύο διαδρόμους για τους δρομείς (μήκους ενός σταδίου), ο
ένας από τους οποίους ήταν σκεπαστός (ο ξυστός) και ο άλλος υπαίθριος (η
παραδρομίς). Οι χώροι της παλαίστρας που προορίζονταν για τη σωματική άσκηση,
τη φροντίδα του σώματος (λουτρά), αλλά και την εκπαίδευση, τα συμπόσια και τη
λατρεία του Ηρακλή και του Ερμή που προστάτευαν τους αθλητές, ήταν κατανεμημένοι
γύρω από μία περίστυλη αυλή δωρικού ρυθμού.
(12)
τείχος Αμφίπολης = Η οχύρωσή της περιλαμβάνει έναν μικρό εσωτερικό περίβολο
(2,2 χλμ.) που καλύπτει μόνο το αστικό κέντρο και έναν μεγάλο περίβολο (7,5
χλμ.) που προστατεύει ολόκληρο τον οικισμό. Ο δεύτερος περίβολος παρουσιάζει
στο βόρειο τμήμα του δύο αξιοσημείωτα στοιχεία που ανάγονται στην περίοδο του
πρώτου κράτους (5ος αι.). Κατά μήκος του Στρυμόνα, στους πρόποδες της πλαγιάς,
είχε διαμορφωθεί ένα μοναδικό σύστημα από ψηλά και στενά φρεάτια στη βάση του
τείχους, που επέτρεπε στα ρέοντα ύδατα να διέρχονται από τα τείχη χωρίς να
πλημμυρίζουν τα εσωτερικά περίχωρα της πόλης. Στο ίδιο τμήμα η πύλη που άνοιγε
προς την κατεύθυνση του ποταμού οδηγούσε κατευθείαν σε μια ξύλινη γέφυρα, στα
εξαιρετικά κατάλοιπα της οποίας διακρίνονται δύο φάσεις. Η αρχαιότερη φάση
μπορεί να ταυτίζεται με τη γέφυρα που αναφέρεται από τον Θουκυδίδη (4.103 και
108) στην περιγραφή των μαχών ανάμεσα στον αθηναίο Κλέωνα και τον λακεδαιμόνιο
Βρασίδα (422 π.Χ.). Το κατάστρωμα της γέφυρας στηριζόταν σε πλήθος πασσάλους,
στερεωμένους στις όχθες και την ίδια την κοίτη του ποταμού. Πρόκειται για
κατάλοιπα μοναδικού χαρακτήρα στην Ελλάδα.
(13)
Κρατερός = ο γνωστός στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου.
(14)
φάσμα = φάντασμα, μορφή, εμφάνισις, σημείον εξ ουρανού, τέρας.
(15)
τεσσαρακαιδεκέτιν τῷδ᾽ ἐκάλυψε τάφῳ = απόσπασμα από επίγραμμα του
επιγραμματοποιού Πέρση του Μακεδόνος (έζησε τον 4ο αι. π.Χ.). Το όλο επίγραμμα
στην Παλατίνη Ανθολογία, Π.Α. 7.487:
Ὤλεο
δὴ πρὸ γάμοιο, Φιλαίνιον, οὐδέ σε μάτηρ Πυθιὰς ὡραίους ἤγαγεν εἰς θαλάμους
νυμφίου, ἀλλ᾽ ἐλεεινὰ καταδρύψασα παρειὰς τεσσαρακαιδεκέτιν τῷδ᾽ ἐκάλυψε τάφῳ
Βλ.
http://ancdialects.greek-language.gr/sites/default/files/studies/selections_of_texts.pdf
(16)
παννύχια = ολονύκτια.
(17)
όρθρος βαθύς = νωρίς την αυγή, ακριβώς πριν το χάραμα.
(18)
ίταμος = αειθαλές δέντρο. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία ο ίταμος ήταν
αφιερωμένος στις Ερινύες, οι οποίες τιμωρούσαν τους ανθρώπους με τη χρήση του
δηλητηρίου του. Η Άρτεμις χρησιμοποιούσε βέλη ποτισμένα σε δηλητήριο ίταμου.
(19)
Λάμια = Οι Λάμιες ήταν ακόλουθοι της Εκάτης, δαιμονικά όντα με τη μορφή
ωραιότατων γυναικών που ξεγελούσαν μοναχικούς άνδρες και ταξιδιώτες και με
πρόσχημα τον σαρκικό έρωτα, τους σκότωναν και έπιναν το αίμα τους. Παρόμοια μορφή
η Έμπουσα και η Μορμώ (Μορμολύκη). Μεταγενέστεροι αρχαίοι συγγραφείς όλες αυτές
τις θεωρούν φάσματα (φαντάσματα). ___
_______________
Πηγές-βιβλιογραφία
Δ.Β.
Γραμμένος (επιμ.), Στη Μακεδονία από τον 7ο αι. π.Χ. ως την ύστερη αρχαιότητα,
εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2011
Βασιλική
Χριστοπούλου ΜΑ, Αρχαιολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου