Του
Στέφανου Μίλεση
Ο
Πλούταρχος στο έργο του «Βίοι Παράλληλοι, Νικίας», μας εξιστορεί για έναν
κουρέα του Πειραιά, που κατέληξε να βασανίζεται στον τροχό λες και ήταν ο
υπεύθυνος της συμφοράς που αυτός πρώτος έτυχε να αναγγείλει…
Οι κάτοικοι του Πειραιά
ως λιμάνι της Αθήνας είχαν την τύχη ή την ατυχία κατά περίπτωση, να
πληροφορούνται πρώτοι τις διάφορες ειδήσεις που έφταναν με τα πλοία. Τα χρόνια
του Πελοποννησιακού Πολέμου βρισκόταν σε εξέλιξη η Σικελική εκστρατεία (415 –
413 π.Χ.) η οποία ήταν ζωτικής σημασίας για την έκβαση της πολεμικής σύρραξης.
Η εκστρατεία αυτή έληξε με μια καταστροφική ήττα των Αθηναίων που ύστερα από
αυτήν πίστεψαν ότι όλα θα τελείωναν, ωστόσο ο πόλεμος συνεχίστηκε για εννιά
χρόνια ακόμα.
Ωστόσο η άφιξη της
είδησης της ήττας έφτασε στην Αθήνα με κάποιο παράξενο, ας το πούμε, τρόπο.
Κάποιος ταξιδιώτης από τη Σικελία έφτασε με εμπορικό πλοίο στον Πειραιά και
πήγε σε ένα από τα κουρεία του εμπορικού λιμανιού για να κουρευτεί. Όπως
ακριβώς γίνεται μέχρι και σήμερα, ο κουρέας του έπιασε τη συζήτηση καθώς τα
κουρεία όπως και η αγορά, ήταν μέρη που οι ειδήσεις κυκλοφορούσαν. Εκεί πάνω
στη συζήτηση ο ταξιδιώτης και έχοντας λανθασμένα την εντύπωση ότι οι Αθηναίοι
είχαν ήδη πληροφορηθεί περί των εξελίξεων στη Σικελία, άρχισε να περιγράφει
στον Πειραιώτη κουρέα τα γεγονότα σαν να ήταν ήδη γνωστά. Πού να φανταστεί ο
άνθρωπος ότι κανένα πρόσφατο μαντάτο δεν είχε φτάσει ακόμα στην Αθήνα και ότι
αυτός ήταν ο πρώτος μαντατοφόρος! Ο κουρέας μαθαίνοντας αυτή την τόσο σοβαρή
είδηση αμέσως έκλεισε το κουρείο του και σχεδόν τρέχοντας ανέβηκε στην Αθήνα να
ειδοποιήσει την Εκκλησία του Δήμου για όσα είχε μάθει. Προς δυστυχία του όμως
αντί να τον επαινέσουν που αμέσως έτρεξε από τον Πειραιά να τους πληροφορήσει,
ζήτησαν να τους πει ποιος ήταν εκείνος που διέδωσε τη φήμη μιας τόσο μεγάλης
συμφοράς.
Φυσικά ο κουρέας πάνω
στην αγωνία του να μεταδώσει τα νέα, δεν είχε σκεφτεί να μάθει περισσότερα για
τον ταξιδιώτη από τη Σικελία. Ούτε τον άνθρωπο γνώριζε, ούτε πλέον μπορούσε να
μάθει κάτι περισσότερο για αυτόν. Έτσι αδυνατούσε να απαντήσει στο ερώτημα που
του έθεταν. Τότε οι Αθηναίοι του Δήμου εξοργίστηκαν μαζί του, αμφισβητώντας την
αλήθεια των ειδήσεων, πιστεύοντας ότι απλώς επρόκειτο για κάποιον διασπορέα
ψευδών ειδήσεων, που σκοπό είχε να κάμψει το ηθικό των κατοίκων της πόλεως.
Εξοργισμένοι οι
δημοτικοί άρχοντες διέταξαν το βασανισμό του άτυχου κουρέα στον τροχό! Και ενώ
ο δυστυχισμένος κουρέας βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη να βασανίζεται πάνω
στον τροχό όπου του εξαρθρώνονταν τα οστά, έφτασαν και από άλλους αγγελιαφόρους
οι ειδήσεις της εκστρατείας. Τότε οι άρχοντες που άδικα είχαν παραγγείλει το
βασανισμό του κουρέα αντί να τον ελευθερώσουν ή έστω να κοιτάξουν να
επανορθώσουν τη ζημιά που του προξένησαν, τον παράτησαν πάνω στο τροχό κι
έτρεξαν πανικόβλητοι να μάθουν περισσότερα, ενώ άλλοι έτρεξαν αμέσως στα σπίτια
τους για να θρηνήσουν με τους οικείους τους, καθώς γνώριζαν τα δεινά που θα
έφερνε στην πόλη η ήττα της Σικελικής εκστρατείας.
Φυσικά εκείνο το
καλοκαίρι του 413 π.Χ. η ήττα στη Σικελία δεν έφερε και το τέλος του
Πελοποννησιακού πολέμου, ο οποίος τερματίστηκε εννιά χρόνια αργότερα, το Μάρτιο
του 404 π.Χ. (στο μεταξύ είχε προηγηθεί η ήττα των Αθηναίων στους Αιγός
Ποταμούς έγινε το Σεπτέμβριο του 405 π.Χ.).
Ο κουρέας από τον
Πειραιά, έμεινε για ώρες δεμένος και ξεχασμένος πάνω στον τροχό, από τον οποίο
ελευθερώθηκε, άγνωστο με ποιο τρόπο, ώρες αργότερα. Η περιέργεια λοιπόν
σκοτώνει κι αν δεν σκοτώνει οπωσδήποτε προκαλεί παθήματα, τα οποία θα έπρεπε να
είχαν γίνει μαθήματα και μάλιστα «επί τροχού» για τον κουρέα. Για τους κουρείς
λοιπόν και τη διαχρονική συνήθειά τους να μιλούν, ταιριάζει εκείνο που γράφτηκε
στην «Εστία» (φ. 21ης Αυγούστου 1877- άρθρο «Ο Βασιλιάς της Φρυγίας Μίδας»).
Όταν ο Βασιλιάς Αρχέλαος της Μακεδονίας ρωτήθηκε από τον κουρέα του πώς να τον κουρέψει,
εκείνος απάντησε «Σιωπώντας!».
Κουρέας – Ταναγραίο σύμπλεγμα από πηλό.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου