ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ονομασία "Βυζαντινοί" δόθηκε (ΙΕΡΟΝΥΜΟΣ ΓΟΥΛΦ, ΠΕΡΙ ΤΟ 1500 μ.Χ )στους πολίτες του χριστιανικού κράτους που απλώθηκε κατά τους μεσαιωνικούς αιώνες γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου, από τους νεότερους επιστήμονες.
Η πρώτη εντύπωση είναι
ότι η λέξη θυμίζει τις ρίζες της πρώτης και σημαντικότερης πόλης του κράτους:
Βυζάντιο, αρχαία αποικία των Μεγαρέων, φωλιασμένη σε μία τοποθεσία-κλειδί,
ανάμεσα σε διαφορετικές ηπείρους και θάλασσες, να ενώνει σταθερά και διαχρονικά
την Ανατολή με τη Δύση. "Εώας τε και εσπερίου λήξεως οίον σύνδεσμον"
(σύνδεσμος ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση), είναι τα λόγια του Γρηγορίου του
Ναζιανζηνού. Ωστόσο τίποτα δεν είναι τυχαίο. Η καινούργια πρωτεύουσα του
ρωμαϊκού κράτους, η Κωνσταντινούπολη, η Νέα Ρώμη, η "βασιλεύουσα των πόλεων"
η "Πόλις" όπως την αποκαλούσαν οι Βυζαντινοί, έδεσε άρρηκτα τη μοίρα
της με την τύχη ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Η διάρκεια ζωής της ταυτίστηκε με
την αντοχή στο χρόνο του κράτους στο οποίο δέσποζε: Από τις 11 Μαΐου του 330,
όταν εγκαινιάστηκε επίσημα, μέχρι έναν άλλο Μάιο, ένδεκα αιώνες αργότερα, όταν
στις 29 του μήνα ο πυρήνας του βυζαντινού κόσμου αλώθηκε από τους Οθωμανούς
Τούρκους.
1.Μ.ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
1. Η ίδρυση της
Κωνσταντινούπολης, της πόλης του Κωνσταντίνου, συνδέεται με τον αυτοκράτορα που
την οραματίστηκε και της έδωσε το όνομά του. Στις 8 Νοεμβρίου του 324 τελέστηκε
με λαμπρότητα ο "πολισμός", που από τα αρχαία χρόνια σηματοδοτούσε
για τους Ρωμαίους τη θεμελίωση μιας πόλης. Άλλωστε δύο από τα βασικά
χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν το πρόσωπο της νέας αυτής φάσης στην οποία
πέρασε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σχετίζονται με τη συχνά αμφιλεγόμενη
προσωπικότητά του ανώτατου άρχοντά της: Η επιλογή μιας νέας πρωτεύουσας και η
εύνοια προς μία νέα θρησκεία, το Χριστιανισμό.
Με την πεποίθηση ότι η δύναμη του Χριστού, μέσα από το σύμβολο του μονογράμματός του εξασφάλιζε προστασία και οδηγούσε στη νίκη, ο Κωνσταντίνος το αποτύπωσε στα λάβαρά του, από εκεί στα νομίσματα που κόπηκαν επί των ημερών του και το 321 στην περικεφαλαία του.
Ασημένιο νόμισμα που απεικονίζει τον Μεγάλο Κωνσταντίνο να φορά κράνος πάνω στο οποίο είναι χαραγμένο το Χριστόγραμμα, το μονόγραμμα του Χριστού, Μόναχο, Κρατική Νομισματική Συλλογή (Ιστορίατου Ελληνικού Έθνους, τόμος Ζ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, σελ. 36)
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ
ΑΠΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΦΘΙΝΟΥΣΑ ΑΡΙΘΜΗΣΗ
36.
Οι δημιουργίες του παρελθόντος
36. Οι δημιουργίες του
παρελθόντος, κομμάτια παρμένα μέσα από τη ζωή μίας κοινωνίας που παρήλθε
κρατούν σε συμπυκνωμένη μορφή τον ίδιο τον πολιτισμό της. Ξεχωριστή θέση
καταλαμβάνουν στην έρευνα των μεταβυζαντινών αιώνων τα εκκλησιαστικά κειμήλια.
Πραγματικοί θησαυροί, καμωμένοι από ακριβά υλικά προορίζονταν για μία
προκαθορισμένη λειτουργική χρήση. Σήμερα αντικατοπτρίζουν τις τάσεις της εποχής
τους σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές συνθήκες αλλά και τις καλλιτεχνικές.
Στις συλλογές του
Μουσείου Μπενάκη φιλοξενείται ένα εκκλησιαστικό σκεύος που από μόνο του
διηγείται τη μακραίωνη ιστορία του. Το σχήμα του είναι ανάμνηση μίας βυζαντινής
εκκλησίας με οκταγωνικό τρούλο και μεγάλα παράθυρα. Στην πολυγωνική αψίδα του
ιερού υπάρχει σκέπασμα που ανοίγει κι έτσι σχηματίζεται μία θήκη όπου πιθανόν
τοποθετούσαν τον άρτο. Για τη δημιουργία του κιβωτίου συνεργάστηκαν πολλές
ξεχωριστές τεχνικές: Ο τεχνίτης συνδύασε τη σφυρηλασία του ασημιού με την
επιχρύσωση, την εγχάραξη και το λαμπερό σμάλτο που χρωματίζει τα παράθυρα του
μικρού ναού με φωτεινό άσπρο, πράσινο και γαλάζιο. Τον πυρήνα του περιβάλλει η
σημαντικότατη επιγραφή που επιβεβαιώνει την ύπαρξη του ανθρώπου, του τόπου και
του χρόνου. Διαβάζουμε: Με τη χάρη του Χριστού, με έξοδα και την τέχνη του
μοναχού Δημήτριου Χατζή αφιερώθηκε στην αγία Μονή του Προδρόμου το 1613.
Φυλαγμένα με ευλάβεια σε
προστατευμένα σκευοφυλάκια, τα ιερά εκκλησιαστικά κειμήλια χάρη στις επιγραφές
και τα αφιερώματα που φέρουν ξεπέρασαν το θρησκευτικό τους πλαίσιο κι έγιναν
τεκμήρια που στις περιορισμένες διαστάσεις τους μπόρεσαν να περικλείσουν την
Ιστορία μιας ολόκληρης περιόδου.
*Λίγο πιο κάτω από τη βασική πληροφορία, στο κεντρικό ορθογώνιο πλακίδιο βρίσκουμε το μονόγραμμα της μονής και το γεωγραφικό της στίγμα, «στο όρος Μενοίκεο». Ξετυλίγοντας το μίτο της ιστορίας του αντικειμένου καταλήγουμε στη Μονή Τιμίου Προδρόμου, έξω από την πόλη των Σερρών, ένα από τα πιο σπουδαία μοναστήρια της περιοχής, τόπος όπου αποσύρθηκε στο τέλος της ζωής του ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος.
Ενεπίγραφο σκεύος εκκλησιαστικής χρήσης σε σχήμα βυζαντινού ναού, ασήμι επιχρυσωμένο και σμάλτο, ύψ. 22 εκ., Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη (Δεληβορριάς Α.-Φωτόπουλος Δ., Η Ελλάδα του Μουσείου Μπενάκη, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 1997, σελ. 330-331).
35.
Ο Ελ Γκρέκο
35. Η γνώση του σχεδίου
ήταν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο
μαθητευόμενος κρητικός ζωγράφος……………
Για
τη συνέχεια του άρθρου εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου