Αρχαιολογικά ευρήματα και κείμενα επιγραφών ή παπύρων φωτίζουν τον ρόλο της μουσικής στην αρχαία Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και τη Συροπαλαιστίνη.
Από τη Μεσοποταμία σώζονται
απεικονίσεις με οργανοπαίκτες και τραγουδιστές. Οι τραγουδιστές κρατούν το
στήθος ή το στομάχι με το χέρι τους για να ελέγχουν τη διαφραγματική αναπνοή.
Κάποιοι παριστάνονται
χωρίς γένια, γεγονός που έχει προκαλέσει συζήτηση εάν πρόκειται για ευνούχους·
υπενθυμίζω ότι ο ευνουχισμός γινόταν πριν από την εφηβική ηλικία προκειμένου οι
τραγουδιστές να διατηρούν την παιδική φωνή τους όταν ενηλικιωθούν.
Η στέρηση της όρασης δεν
αποτελούσε εμπόδιο στην άσκηση της τέχνης, με αποτέλεσμα να μην εκλείπουν οι
τυφλοί επαγγελματίες μουσικοί. Σύμφωνα με κάποιον σουμερικό μύθο, η θεά μητέρα
Ninmah έπλασε έναν τυφλό άνθρωπο και ο Enki, θεός της χειρωνακτικής εργασίας,
τον εφοδίασε με τη μουσική τέχνη.
Στους βασιλικούς τάφους
της Ουρ (σημ. νότιο Ιράκ) έχουν βρεθεί αρκετές λύρες που χρονολογούνται γύρω
στο 2500 π.Χ. Είναι ξύλινες με ασημένια επικάλυψη και στολισμένες με γλυπτά
κεφάλια ζώων (αγελάδας, ταύρου, ελαφιού).
Σε ανάγλυφα και
κυλινδρικές σφραγίδες απεικονίζονται μουσικοί με έγχορδα, πνευστά ή κρουστά
όργανα (λύρες, άρπες, αυλοί, τύμπανα, κύμβαλα κ.ά.).
Οι Σουμέριοι θεωρούσαν
τη γνώση της μουσικής τέχνης ως βασικό στοιχείο πολιτισμού. Σε μια επιγραφή
(περ. 2200 π.Χ.) γίνεται λόγος για μουσική παράσταση με αφορμή τα εγκαίνια
κάποιου ναού. Σε άλλες επιγραφές, δυο άρχοντες καυχώνται για τις μουσικές τους
ικανότητες και αυτοπροβάλλονται ως ιδανικοί ηγεμόνες. Οι επιγραφές παροτρύνουν
ν’ αφοσιώνεται κανείς στη μουσική μ’ όλη τη σωματική και πνευματική δύναμη που
διαθέτει. Σ’ έναν σωζόμενο διάλογο μεταξύ πατέρα και γιου, ο πατέρας
υποστηρίζει ότι η τέχνη του γραφέα είναι η πιο δύσκολη απ’ όλες. Ομως ο γιος
προτιμά ν’ αφοσιωθεί στη μουσική τέχνη, η οποία για πολλούς είναι απροσπέλαστη.
Μέσα από τον διάλογο αναδύεται ένα πανάρχαιο θέμα: η επιθυμία του πατέρα να δει
το παιδί του επιτυχημένο, αλλά το παιδί έχει δικά του όνειρα που θέλει να
υπηρετήσει.
Ανάγλυφο
με οργανοπαίκτες, 800-700 π.Χ., νότια Τουρκία, υπαίθριο μουσείο Karatepe
Σε διοικητικά έγγραφα
της τρίτης χιλιετίας π.Χ., οι μουσικοί εμφανίζονται ως «δαμαστές αρκούδων» και
«γητευτές φιδιών». Αλλού πληροφορούμαστε ότι γυναίκες μουσικοί συνόδευαν τις
υφάντρες κατά την εργασία τους ή ότι τα μαγικά ξόρκια αποτελούσαν μέρος του
ρεπερτορίου ενός μουσικού. Επομένως, πρακτικοί λόγοι έφερναν τη μουσική κοντά
στις καθημερινές ασχολίες και την καθιστούσαν απαραίτητη για την ψυχοσωματική
ίαση προκειμένου οι άνθρωποι ν’ ανακουφίζονται από τα βάρη της ζωής.
Και στην αρχαία Αίγυπτο
η μουσική έπαιζε μεγάλο ρόλο στην καθημερινή ζωή, εργασία, μόρφωση,
θρησκευτικές και κοσμικές τελετές. Η μουσική συνοδευόταν από μονωδιακό (σόλο) ή
χορωδιακό τραγούδι. Σε τοιχογραφίες του Παλαιού Βασιλείου κυριαρχούν οι άνδρες
μουσικοί. Σε απεικονίσεις του Νέου Βασιλείου εμφανίζονται καινούργια είδη λύρας
και άρπας· λαούτα με μακρύ λαιμό έχουν εισαχθεί από την Ανατολή, ενώ αφθονούν
οι σκηνές με γυναίκες που χορεύουν.
Στην Ουγκαρίτ (αρχαία
πόλη της βόρειας Συρίας) έχει βρεθεί ένας ύμνος των Χουρριτών προς τη θεά
Σελήνη, ο οποίος χρονολογείται γύρω στο 1400 π.Χ. Στο κάτω μέρος της πλάκας
δίνονται πληροφορίες για μουσικά διαστήματα και κλίμακες που πρέπει να
χρησιμοποιηθούν κατά την εκτέλεση του ύμνου. Οι μουσικοί όροι είναι στην
ακκαδική γλώσσα και όχι στη χουρριτική, στην οποία ανήκει ο ύμνος. Το γεγονός
παραπέμπει σ’ ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της μουσικής, την παγκοσμιότητά της·
μας επιβεβαιώνει ότι από πολύ παλιά η μουσική ήταν υπεράνω συνόρων και γλωσσών.
Οι κυριότερες πηγές απ’
όπου αντλούμε πληροφορίες για την πορεία της μουσικής στο Αρχαίο Ισραήλ είναι:
α. αρχαιολογικά ευρήματα (μεταξύ 1300 π.Χ. - 200 μ.Χ.), β. κείμενα της Παλαιάς
Διαθήκης, γ. σχετικό υλικό από Αίγυπτο και Μεσοποταμία. Στη Γένεση (31.27)
γίνεται λόγος για τραγούδια, λύρες και ντέφια· στην Εξοδο (15.21) για ένα
επινίκιο, δοξαστικό άσμα της Μαριάμ με συνοδεία χορού και ήχο από ντέφια.
Διάκοσμος
λύρας με κεφάλι γενειοφόρου ταύρου, περ. 2500 π.Χ., νότια Μεσοποταμία, Ουρ,
τάφος PG 800
Ο Ψαλμός 151, όπως
παραδίδεται σ’ ένα από τα χειρόγραφα Κουμράν, εμφανίζει τον Δαβίδ ως
κατασκευαστή αυλού, λύρας και άρπας με σκοπό την εξύμνηση του Κυρίου. Ο Δαβίδ
ήταν επιδέξιος μουσικός και εξαίρετος ποιητής ύμνων. Οργάνωσε τη λατρεία του
ναού και ίδρυσε την ορχήστρα του που αποτελούσαν 4000 μουσικοί. Κατά τη
βασιλεία του Δαβίδ (1004-965 π.Χ.) το παλάτι και ο ναός καθόριζαν τη μουσική
κουλτούρα. Στη βασιλική αυλή απασχολούνταν τραγουδιστές και τραγουδίστριες.
Επαγγελματίες οργανοπαίκτες έπαιζαν λύρα, οι γυναίκες ντέφι και ο λαός
κύμβαλα/καστανιέτες. Το κέρας και η μεταλλική σάλπιγγα ανήκαν στα στρατιωτικά
μουσικά όργανα. Τον 9ο αι. π.χ. ο βασιλιάς Ιωσαφάτ χρησιμοποίησε τη θρησκευτική
μουσική στον πόλεμο για να εμψυχώσει τους στρατιώτες του.
Μεταξύ 5ου-3ου αι. π.Χ.
οι μουσικοί υπάγονταν στην ιερατική κάστα των Λευιτών. Η τότε χρήση διπλών
αυλών και συρίγγων εκτός λατρείας φανερώνει ελληνική επίδραση. Την εποχή της
Ρωμαιοκρατίας, με την καταστροφή του ναού (70 μ.Χ.) έπαυσε και η μουσική που
συνδεόταν μ’ αυτόν.
Αρχική εικόνα: Γυναίκες μουσικοί και μια μικρή χορεύτρια, περ. 1400-1390 π.Χ., Αίγυπτος, Θηβαϊκή Νεκρόπολη, ΤΤ 38
Αλεξάνδρα
Ροζοκόκη, Διευθύντρια Ερευνών στην Ακαδημία Αθηνών
Πηγή:
Αλ. Ροζοκόκη, Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου