του Γεράσιμου Γ.
Γερολυμάτου
Το σημερινό κείμενο είναι
συνέχεια του ήδη δημοσιευμένου με τον τίτλο: «Διάφορες θεωρίες για το σκοπό της
τέχνης» και αποτελεί τη δική μου τοποθέτηση σχετικά με τις θεωρίες αυτές
Υπάρχει όμως και μια
συνθετική άποψη για το φαινόμενο της εμφάνισης της τέχνης που σκοπεύω να
αναπτύξω στη συνέχεια. Ο Gombrich,[1]όπως
και άλλοι ιστορικοί της τέχνης, γράφει πως η τέχνη αποτέλεσε για τον πρωτόγονο
άνθρωπο ένα μαγικό μέσο εξορκισμού των φυσικών φαινομένων και καθυπόταξης της
φύσης. Αυτό περιγράφει με πολύ γενικό τρόπο ένα σκοπό. Ο προϊστορικός άνθρωπος,
έχοντας διαβεί το κατώφλι της αυτοσυνειδησίας, συναισθάνθηκε την αδυναμία του
απέναντι στην φύση στο επίπεδο της υλικής πραγματικότητας. Δεν μπορούσε ακόμη
να αντιληφθεί την έννοια της υπερβατικής δύναμης, στο επίπεδο της θεϊκής
μορφής. Ήταν απρόσωπη και υπήρχε παντού. Η δύναμη είχε δυο όψεις, μια θετική
και μια αρνητική. Και οι δυο έπαιζαν το ρόλο τους στη ζωή του, αλλά ο σκοπός
του ήταν να προσελκύσει την ευνοϊκή και να αποφύγει να εκτεθεί στην κακή της
πλευρά. Αυτή η τελευταία αιτία δημιούργησε τα ταμπού, τις τελετουργίες των
εξαγνισμών και τις αποτροπαϊκές εικόνες-σύμβολα.
Έβλεπε τη δράση της
δύναμης στη ζωή του, στις μορφές των ζώων και στην τρομερή ενέργεια των φυσικών
φαινομένων μέσα από τα οποία εκδηλωνόταν. Υπάρχει μια σχέση δράσης και
αντίδρασης ανάμεσα στο ερέθισμα της δύναμης και στον ψυχισμό του υποκείμενου
που οδηγεί στην τέχνη. Η συναίσθηση της υπερβατικής δύναμης τον ώθησε στην
ανάγκη να της δώσει μορφή. Η τέχνη γεννήθηκε τότε ακριβώς, όταν πλέον έγινε
αναγκαία η έκφραση του αισθήματος. Όταν πίστεψε ότι η εικόνα ενός ζώου ή ενός
πράγματος, ταυτίζεται με το ίδιο το πράγμα που αναπαριστάνει, ή απομιμείται, η
τέχνη απέκτησε για αυτόν μαγική δύναμη και χαρακτηριστικά. Έγινε στοιχείο της
νέας πνευματικής του πραγματικότητας. Έτσι, η τέχνη μεταφέρθηκε από το χώρο της
πνευματικής της σύλληψης στην υλική σκοπιμότητα, ανάμεσα στην αιτία και στο
σκοπό και απόκτησε τη δυνατότητα να αναπτύξει τις κοινωνικές της μορφές. Έγινε
το μέσο, που θα τον βοηθούσε να επιβιώσει μέσα στο αντίξοο δαιμονικό
περιβάλλον. Το σκοπό αυτό, ανέλαβε να εκπληρώσει πρωτίστως η μαγεία, αλλά και η
τέχνη στα πλαίσια της μαγικής τελετουργίας. Από αυτήν την άποψη η τέχνη
φαίνεται πως υπήρξε ένα μεθοδικό μαγικό «εργαλείο» για πρακτικούς σκοπούς, όπως
η εξασφάλιση τροφής, η προστασία, η ίαση, ο εξορκισμός του θανάτου κ.α. Αν όλα αυτά μπορούσε να τα παρέχει η τρομερή
δύναμη, οι άνθρωποι ήταν διατεθειμένοι να την λατρέψουν.
Με την κατάκτηση της μορφής, ο άνθρωπος ανακάλυψε στο
χώρο του πνεύματος, ένα ψυχολογικό μέσο, που θα του επέτρεπε να εξισορροπήσει
τον φόβο, να λυτρωθεί από την ανασφάλεια της επιβίωσης και το αίσθημα του
αποχωρισμού, που ήταν συνέπεια της διερρηγμένης ενότητας. Η νιογέννητη
συνείδηση του, που αδυνατούσε να συγκροτήσει ή να κατανοήσει τις αφηρημένες
έννοιες, μπόρεσε να εκφράσει με αισθητικές μορφές τις εντυπώσεις που την
προκάλεσαν. Αρχικά στράφηκε, όπως είναι φυσικό, στις πλησιέστερες φυσικές
μορφές, αντλώντας όσα ήθελε να εκφράσει μέσα από τα τοτεμικά ζώα ή τα πράγματα,
που του προκαλούσαν δέος με τη δύναμη που είχαν να απειλούν ή να ευεργετούν την
ύπαρξή του. Κριτήριο, μάλιστα, για την λατρεία της δύναμης, ήταν αυτή ακριβώς η
ιδιότητά της να είναι πανίσχυρη. Ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα του προκαλούσαν
κατάπληξη, οι κεραυνοί και η φωτιά τον τρομοκρατούσαν, η γονιμότητα της φύσης,
τα άλογα, τα μεγάλα βουβάλια και τα υπόλοιπα ζώα τον κρατούσαν στη ζωή. Όλα
αυτά τα θεοποίησε. Όχι ακόμη στο πιο πνευματικό επίπεδο του ανθρωπομορφισμού,
αλλά στο πρώτο στάδιο της απλής μορφοποίησης των φυσικών δυνάμεων. Οι πρώτες
μορφές θρησκειών ταιριάζουν, άλλωστε, με το ύφος και το περιεχόμενο της
προϊστορικής τέχνης. Αυτές ήταν ο Σαμανισμός και οι φυσιοκρατικές θρησκείες,
και ήταν αυτές που παρείχαν στην τέχνη τις πρώτες της εικόνες-θέματα και
καθόρισαν τον μαγικό χαρακτήρα της λειτουργίας της.
Ο σκοπός της τέχνης των σπηλαίων, τότε,
δεν ήταν ανεξάρτητος από την μαγική της αποστολή, ούτε είχε άλλο λόγο ύπαρξης
πέρα από αυτήν. Τις περισσότερες φορές θα πρέπει να γινόταν κατά τη διάρκεια ή
για τους σκοπούς των τελετουργιών. Η πρωτόγονη τέχνη θα έμοιαζε κενή χωρίς το
μαγικό της περιεχόμενο, ακόμη κι αν προοριζόταν για διακόσμηση. Πολλοί
ερευνητές πιστεύουν, ότι ακόμη και οι φαινομενικές διακοσμήσεις των γεωμετρικών
σχημάτων και των γραμμών ζικ-ζακ αποτελούν σχηματοποιημένες μαγικές ιδέες και
σύμβολα. Όμως από πουθενά δεν φαίνεται πως ο αρχικός προορισμός της τέχνης ήταν
η αισθητική ευχαρίστηση, και το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από την παράλληλη
εξέταση των συνθηκών της ζωής την εποχή εκείνη. Ο σκοπός της ήταν απόλυτα
πρακτικός. Ήταν προορισμένη να λειτουργήσει ως μέσο έκφρασης των νηπιακών
ακόμη, θρησκευτικών πεποιθήσεων του ανθρώπου, όπως ακριβώς τα εργαλεία
χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη των υλικών του αναγκών.
Διάφορες άλλες
παράμετροι που θέτουν ορισμένοι μελετητές, όπως είναι η μέθοδος του καλλωπισμού
και της διακόσμησης του σώματος ως τρόπου σεξουαλικής προσέλκυσης του άλλου
φύλου (H. Ellis), ή ως μέσου ένδειξης της κοινωνικής θέσης στη φυλή (Ern. Fischer), εισάγονται κατά τη γνώμη μου αργότερα στη συνείδηση του προϊστορικού
ανθρώπου. Η διακόσμηση του σώματος οφείλεται, στην αρχή τουλάχιστον, όχι σε
λόγους αισθητικούς, αλλά σε αιτίες πνευματικές και ψυχολογικές (προστασία από
πνεύματα και εχθρούς, πρόκληση φόβου, αίσθηση υπεροχής κ.α). Τα πρώτα ανθρώπινα
λείψανα που παρουσιάζουν μια κάποια φροντίδα βρέθηκαν θαμμένα με κόκκινη ώχρα
για χρήση στον άλλο κόσμο. Αυτό δείχνει πως το άλειμμα με λίπος και ώχρα, ήταν
αρχικά μέρος της μαγικής τελετουργίας για προστασία που μετατράπηκε σταδιακά σε
διακόσμηση του σώματος και εξυπηρέτησε και άλλες ανάγκες. Μια ακόμη ένδειξη για
τη σημασία της ώχρας στην θρησκευτική τελετουργία, μας δίνει και η αποκάλυψη
διάφορων γυναικείων αγαλματιδίων που φέρουν ίχνη επικάλυψης ώχρας. Για παράδειγμα η Venus of Willendorf της Ωρινιάκιου περιόδου (30.000-20.000 π.Χ), από
καλό κοκκώδη ασβεστόλιθο, που βρέθηκε στην Αυστρία και είχε πάνω του ίχνη
κόκκινης βαφής. Ένα άλλο αγαλματίδιο από δόντι
μαμούθ που λέγεται «η γυναίκα με την ώχρα-the Ochred Lady», βρέθηκε στις σπηλιές του Balzi Rossi στην Β. Ιταλία.
Ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του καλυπτικού στρώματος της ώχρας που έβαφε τις
ξεθωριασμένες επιφάνειες και χρονολογείται από την περίοδο Gravettienn (25.000-20.000 π.Χ) της Δ. Ευρώπης. Στο πάνω μέρος, στο ύψος του
στέρνου φέρει διαμπερή τρύπα, πράγμα που υποδηλώνει ότι κρεμόταν γύρω από τον
λαιμό, πιθανόν ως φυλαχτό.
Ο H. Read[2] γράφει πως: «ακόμα και όταν διάφορες μορφές είναι εξίσου
αποτελεσματικές από λειτουργική άποψη, η αισθητική ευαισθησία έχει περιθώρια να
διαλέξει-να πει ότι η αιχμή αυτού του δόρατος είναι πιο ωραία από την αιχμή
εκείνου, ότι αυτό το τσεκούρι είναι πιο ωραίο από εκείνο». Έχει δίκιο που
επισημαίνει πως η τέχνη δεν είναι μόνο θέμα δεξιοτεχνίας, ευφυΐας και
λειτουργικότητας, ικανότητες που αφορούν κυρίως την κατασκευή εργαλείων. Είναι
κάτι περισσότερο, και το στοιχείο που ξεχωρίζει την τεχνική από την
καλλιτεχνική δημιουργία, είναι η αισθητική ευαισθησία. Όμως υπάρχει μια
συνήχηση που θα πρέπει να επισημανθεί η διαφορά της. Άλλο πράγμα είναι η
ευαισθησία των αισθήσεων, το αισθάνεσθαι των πραγμάτων, που έχει σχέση
με την ευκρινή ψυχοσωματική πρόσληψη των αισθητικών μορφών, και άλλο είναι η
αισθητική ευαισθησία ως διανόημα επί των αισθήσεων. Η αισθητική αυτή,
κατ΄αρχήν, είναι ένα αποτέλεσμα της ευαισθησίας των αισθήσεων. Έπειτα εκφράζει
μια καλλιεργημένη αντίληψη για την αισθητική μορφή, πράγμα πολύ πρώιμο για
εκείνη την εποχή. Η αισθητική ως καλλιτεχνική αξία και ακόμη περισσότερο ως
φιλοσοφική έννοια, ήταν παντελώς άγνωστη. Κανένα από τα εργαλεία ή τα πρώτα
έργα τέχνης δεν κατασκευάστηκαν με το σκοπό να είναι όμορφα, αλλά λειτουργικά,
πόσο μάλλον γιατί δεν υπήρχαν και τα κριτήρια αποτίμησης της ομορφιάς.
Ανακεφαλαιώνοντας όσα είπαμε, ο άνθρωπος που ενδιαφερόταν στην αρχή μόνο
για την τροφή του, άρχισε να καταλαβαίνει πως στη φύση του υπήρχε και μια
πνευματική πλευρά. Το περιεχόμενο της τέχνης ήταν εστιασμένο, όπως δείχνουν τα
ευρήματα, στην έκφραση των μεταφυσικών εμπειριών που ήταν συνδεδεμένες με τις
άμεσες φυσικές εντυπώσεις του ανθρώπου. Διαφαίνεται μια προσπάθεια μορφοποίησης
των φυσικών δυνάμεων, αν όχι ακόμη θεοποίησις τους, που είναι το κοινό θεμέλιο
παρά τις τοπικές ιδιαιτερότητες, ανάμεσα σε διαφορετικούς λαούς, σε άλλες
ηπείρους και εποχές και αυτό πράγματι είναι εκπληκτικό πως συνέβη.
Η τέχνη των πρωτόγονων, σε σχέση με την σύγχρονη τέχνη, ήταν σαφώς πιο
απλή και συμβολική. Το ίδιο όμως απλό και άμεσο ήταν το
θρησκευτικό συναίσθημα του πρωτόγονου και ανάλογο της τέχνης του. Καθώς ήταν
φυσικό, προσκολλήθηκε στην αισθητική μορφή του κόσμου -φυσιοκρατικές θρησκείες-
και εκφράστηκε κατ΄αναλογία μέσα από τα πρωτόγονα έργα. Μορφή και περιεχόμενο
ταυτίζονταν εκεί απόλυτα, όπως συμβαίνει τώρα με τα έργα τέχνης των σύγχρονων
θρησκειών. Πολύ αργότερα, όταν είχε απεικονίσει με απλές μορφές την ανώτερη
δύναμη, αναζητώντας μια πιο συγκεκριμένη έκφρασή της προχώρησε στην
ονοματοδοσία. Το όνομα ήταν πάντοτε για τον άνθρωπο πιο οικείο, πιο ασφαλές και
έδειχνε τη γνώση του πράγματος που ονόμαζε, σε αντίθεση με το ανώνυμο, το
άγνωστο και ανασφαλές που του προκαλούσε φόβο. Η ανώτερη δύναμη, η θεότητα, που
είχε αναπαρασταθεί και επιπλέον της είχε δοθεί όνομα, ήταν δυνατό να επικληθεί,
να εξευμενιστεί και να γίνει θετική μέσα από τη λατρευτική τελετουργία. Tα ονόματα των Θεών
έκαναν τότε την εμφάνισή τους, και κατά συνέπεια έγινε δυνατή η σταδιακή
καθ-ιέρωση των καλλιτεχνικών τους μορφών και η ταυτοποίηση των ξεχωριστών
ιδιοτήτων τους.
Η Τέχνη, λοιπόν, εκτός
της αρχικής αποστολής για έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος, απέκτησε
σταδιακά, ως ένα ακόμα σκοπό το αφηγηματικό στοιχείο, που απέβλεπε στη
γενικότερη επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Ειδικά αυτών που μοιράζονταν κοινές
έννοιες και για τους οποίους τα σύμβολα και οι εικόνες αποτελούσαν κοινές
γνωστικές εμπειρίες. Η χρήση αρχετυπικών μορφών και συμβόλων που κατανοούνταν
από όλους τους ανθρώπους οδήγησε στην ανάδειξη της πανανθρώπινης διάστασης της
Τέχνης ως επικοινωνιακού μέσου μιας παγκόσμιας γλώσσας. Όπως η χρήση μορφών που
εξέφραζαν έννοιες που ήταν κτήμα μιας περιορισμένης ομάδας ανθρώπων, οδήγησε
στην Τέχνη των τοπικών πολιτισμών και των επί μέρους κοινωνιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου