Γράφει ο εικαστικός Πάβλος Χαμπίδης
Είδαμε μία συγκινητική εκστρατεία υπέρ ενός Πανό-σέντονου, το οποίο αν και ανοήτως επιλέχτηκε για μια έκθεση στο ελληνικό Προξενείο της Νέας Υόρκης, ακόμα πιο ανοήτως αποκαθηλώθηκε.
Αυτή η έλλειψη
ψυχραιμίας από τους αρμόδιους έδωσε την πρόφαση για μια σταυροφορία κατά της υποτιθέμενης
λογοκρισίας, από ομάδες οι οποίες δαιμονοποιούν και λασπολογούν κάθε
διαφορετική άποψη. Οι οποίες ομάδες πάντα εκφράζουν το δεύτερο συνθετικό
μεγαλόσχημων σλόγκαν με πρόθεμα το «αντί».
Η άμετρη, στοχευμένη
αντίδραση, και η επιλεκτική ευαισθησία, είναι το κίνητρο γι αυτό το κείμενο. Η
διάσταση καρικατούρας την οποία πήρε το θέμα είναι νεοελληνικά γελοία.
Ακούσαμε απίστευτες
δηλώσεις εκείνες τις μέρες, από δημοσιογραφίσκους, καιροσκόπους πολιτικούς,
διάφορους καλλιτεχνίζοντες, και τα (αντι)κοινωνικά δίκτυα (και λοιπές
αυταρχικές δυνάμεις). Στη γελοιότητα αυτή είδαμε να συνωστίζονται καθηγητές
συνταγματικού Δικαίου, και συνταγματολόγοι με περισπούδαστο ύφος να απαγγέλλουν
τα σχετικά με την ελευθερία στην έκφραση εδάφια, κλπ Θλιβερές ήταν και οι
δειλές δηλώσεις ανθρώπων, επικεφαλής Μουσείων και Ιδρυμάτων, που καταθέτουν
πιστοποιητικά πολιτιστικών φρονημάτων,
παπαγαλίζοντας άτολμα κοινοτυπίες περί της ελευθερίας των καλλιτεχνών.
Ασκείται «θεσμικά»
λογοκρισία στη χώρα μας; Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να ισχυριστεί κάτι
τέτοιο. Το αντίθετο θα έλεγα.
Τα Προξενεία δεν είναι
αίθουσες Τέχνης. Και εννοείται πως η
Πολιτεία στους χώρους αρμοδιότητάς της μπορεί να προκρίνει ή να αποκλείσει ό,τι
θεωρεί συμβατό ή μη με κάποια έκθεση, ή εκδήλωση. Και θα κριθεί για το εύλογο
και βάσιμο των επιλογών της. Το ίδιο κάνει και οποιοδήποτε Πολιτιστικό Ίδρυμα, Μουσείο, ή Γκαλερί, ένας εκδότης, κλπ
Είναι γελοίο να γίνεται τόσος θόρυβος. Επί της ουσίας πρόκειται για ακόμα μία
περίπτωση ιδεολογικής χειραγώγησης. Λογοκρισία, αντιθέτως, έχει ασκηθεί επανειλημμένως από αυτούς ακριβώς
τούς κατ’ επάγγελμα διαμαρτυρόμενους, αυθαίρετους τιμητές ορατών τε πάντων και
αοράτων. Οι οποίοι έχουν εμποδίσει με φασίζουσες πρακτικές προβολές
κινηματογραφικών ταινιών, παρουσιάσεις θεατρικών έργων, εκδηλώσεις σε κλειστούς
και ανοιχτούς χώρους, συνέδρια όπως αυτό της Εκκλησίας, εκδηλώσεις σε
πανεπιστημιακούς χώρους (μιλάμε για την αληθινή κατάργηση του θρυλικού ασύλου),
ακυρώσεις εκλογικών διαδικασιών..Αυτά. Φτάνουν. Ασκείται καταστολή από όλους
αυτούς οι οποίοι διεκδικώντας την
διαφορετικότητα και την ανοχή, κυνικά τις περιφρονούν. Δεν θυμάμαι στις
προαναφερθείσες αληθινές περιπτώσεις λογοκρισίας να έχουν αντιδράσει κάποιοι
δημοσιογράφοι, ή συνταγματολόγοι. Ο ηθικά χρεοκοπημένος χώρος, ο κατ’ επίφαση
προοδευτικός, εκώφευε. Όταν, δια της σιωπής του, δεν τα επιδοκίμαζε.
Ας σημειωθεί εδώ
ότι οι εχθροί της Ανοιχτής Κοινωνίας θα
έκαναν ακριβώς τον ίδιο θόρυβο για την απόσυρση οποιουδήποτε έργου, αν αυτό δεν
ήταν της αρεσκείας τους. Παραπέμπω
στον
Nassim Nicholas Taleb (The most intolerant wins: The dictatorship of the Small
Minority)
Έχουμε την ελευθερία του
λόγου και την ελευθερία στον Τύπο,
όμως ξέρουμε πολύ καλά ότι ούτε να λέμε
ό,τι θέλουμε μπορούμε, ούτε να δημοσιεύουμε ό,τι μας καπνίσει. Σαφέστατα και
ένας καλλιτέχνης έχει την ελευθερία να δημιουργήσει, αλλά δεν μπορεί να θεωρεί
ότι οτιδήποτε δημιουργήσει είναι
«συνταγματικά» εκθέσιμο. Θέλω να πω ότι χρειάζεται μία νηφάλια κοινή λογική.
Το να επικρίνει κανείς
τον αποκλεισμό ενός έργου από μία έκθεση είναι κατανοητό, και το κύρος φυσικά
της κριτικής, άντε της καταδίκης, εξαρτάται από το επίπεδό της.
Το να ξεκινάει όμως
ολόκληρη εκστρατεία, ένας λαϊκισμός με την τοξική διάσταση που αυτό
συνεπάγεται, και να μιλάει ο καθένας για λογοκρισία, και για μία ασυνάρτητη
ελευθερία του καλλιτέχνη, αυτό πάει πολύ. Όλοι καταλαβαίνουμε ότι κάπου
υπάρχουν κάποια αισθητικά και ηθικά όρια.
Σε ό,τι αφορά τώρα το
ίδιο το Πανό-σέντονο.
Βλέπουμε μία
κοριτσίστικη αισθητική, επιπέδου παιδικού σταθμού, η οποία εκφράζει περισσότερο την πρεμούρα και
την αγωνία για καλλιτεχνική καριέρα. Ελέχθη ότι το «έργο αποδίδει με πολύ
τρυφερό τρόπο» (sic) ένα τόσο βάναυσο θέμα της Ελληνικής κοινωνίας!!!
Είναι οι ανθρωποκτονίες
ίδιον της ελληνικής κοινωνίας;
Και η ενοχή είναι
συλλογική;
Και η σημαία εξυπηρετεί
την καταγγελία αυτών των εγκλημάτων;
Με τρυφερό τρόπο;
Εννοείται ότι όλο αυτό ουδόλως προσβάλλει την σημαία,
αυτά είναι γελοιότητες. Αλλά πως
συνδέεται το θέμα των ανθρωποκτονιών με αυτήν;
Ανάμεσα στα διάφορα
απίστευτα που ακούσαμε και διαβάσαμε το διάστημα αυτό ήταν και τα εξής: «Ένα
έργο Τέχνης δεν είναι ποτέ άστοχο». Ουδέν σχόλιον.
Εγράφη ότι η «ροζ
σημαία», το Πανόσεντονο δηλαδή, «αξίζει τον ίδιο σεβασμό με τη Μόνα Λίζα!».
Σεβασμός; Και δημαγωγικό
και «άστοχο». Προφανώς ορισμένοι όταν πάνε στο Λούβρο κάνουν κατάθεση στεφάνου
στην κυρία «Λίζα». Στην υπερασπιστική του δήλωση ο συνάδελφος Βαρώτσος, ο
οποίος δηλώνει εξοργισμένος για την απόσυρσή του, κάνει μια εύστοχη παρατήρηση:
η απόσυρση, λέει, δεν ήταν αισθητικής φύσεως, αλλά ιδεολογική και πολιτική.
Συμφωνώ. Και πολύ σωστά γιατί η ίδια η δημιουργός αυτού μας ενημερώνει ότι το
βαθύτερο «μήνυμά» του είναι η ενδοοικογενειακή βία. Τουτέστιν, μιλάμε για
ακτιβισμό. Θεμιτός ο ακτιβισμός αλλά δεν είναι Τέχνη.
Και όλα αυτά επειδή
έχουν κατακλυστεί τα Μουσεία και τα Πολιτιστικά Ιδρύματα όλου του κόσμου από
τους επιγόνους και τους απογόνους της διαβρωτικής ανοησίας του Γιόζεφ Μπόις
(1). Ανούσιες εγκεφαλικές διαδρομές καταλήγουν σε τουρλού-τουρλού αυτιστικά
σκηνικά, απροσπέλαστα, για τα οποία επιβάλλεται στο θεατή και η ανάγνωση των
οδηγιών χρήσεως. Ένα συμπυκνωμένο τίποτα.
Κυριαρχούν οι
επιμελητές, πρωτίστως οι επιμελήτριες (2), αυτοί οι αστέρες γύρω από τους
οποίους πλανώνται οι φερέλπιδες αποπλανημένοι καλλιτέχνες. Η εννοιολογική Τέχνη
έγινε το καταφύγιο κάθε ατάλαντου κα ανεπαρκούς επίδοξου καλλιτέχνη. Είναι
δυνατόν να διεκδικεί κάποιος δάφνες εικαστικής καλλιτεχνικής δημιουργίας με
θέμα την ενδοοικογενειακή βία; Την οποία βέβαια βία αντιμετωπίζει επιλεκτικά
και μονόπλευρα. Καθαρά ιδεολογικά.
Όμως βλέπουμε και άλλα,
δημοσιογραφικού επιπέδου, εκτός θέματος θέματα. Τη μετανάστευση φερ’ ειπείν,
και το περιβάλλον. Καλύτερα θα ήταν αν καθόντουσαν να γράψουν κανένα δοκίμιο.
Κι ας μας πει κάποιος με
ειλικρίνεια – το βασικό έλλειμμα σε πολιτικές, ιδεολογικές και αισθητικής
φύσεως άγονες αντιπαραθέσεις – ποιες σκέψεις, και τι είδους αισθητική εμπειρία
θα μπορούσε να προκαλέσει το κρεμασμένο σεντόνι χωρίς τις οδηγίες χρήσεως.
Π.Χ
(1)
Το Φρέαρ. «Ένα κενό τυλιγμένο με τίποτα». https://frear.gr
2)
Το κείμενο ήταν ήδη έτοιμο όταν εμφανίστηκε το δελτίο τύπου του Ινστιτούτου
Γκαίτε για την ομιλία κάποιας επιμελήτριας από τη Γερμανία, σχετικά με την οπτική σύγχρονων καλλιτεχνών (άραγε συμπεριλαμβάνει
και τις καλλιτέχνιδες;) στο θέμα των απορριμμάτων!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου