Πινακοθήκη ηρωικών μορφών
(60)
Επιμέλεια Γ.Γ.Γ
====================
Ο Ανδρέας Ζαΐμης, μέλος της
Φιλικής Εταιρείας, αγωνιστής του 1821 και πρωθυπουργός από τις 12 Απριλίου 1826
ως τις 2 Απριλίου 1827, του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους, ο σημαντικότερος
εκπρόσωπος της οικογένειας του, γεννήθηκε το 1791, στην Κερπινή Καλαβρύτων στο
νομό Αχαΐας και πέθανε στην Αθήνα στις 4 Μαΐου 1840, ενώ κηδεύθηκε στον τότε
Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο.
Ήταν παντρεμένος από τις 18 Μαΐου 1813, με
την Ελένη Δεληγιάννη, κόρη του προεστού των Λαγκαδίων, Ιωάννη Δεληγιάννη και ο
γιος του Θρασύβουλος καθώς και ο εγγονός του Αλέξανδρος διετέλεσαν επίσης
πρωθυπουργοί.
Ήταν γιος του Ασημάκη Ζαΐμη και η μητέρα
του ονομάζονταν Αναστασία. Σύμφωνα με το αρχείο της οικογένειας Ζαΐμη, στο
έγγραφο «Ληξιαρχικαί
σημειώσεις αδελφών Ζαΐμη», υπάρχει
μια χρονολογική καταγραφή του Ανδρέα Ζαΐμη από το 1813, όταν παντρεύτηκε.
Σύμφωνα με αυτό, πρωτότοκη ήταν η γεννημένη στις 22 Ιανουαρίου 1816, κόρη του
Κατίνα και ακολούθησαν την 1η Ιανουαρίου 1817 η Αντιόπη, στις 21 Φεβρουαρίου
1819 η Ανδρομάχη, στις 6 Μαΐου 1820 ο Ιωάννης-Θρασυβούλης και στις 29 Οκτωβρίου
1822 ο Θρασύβουλος.
Από το έγγραφο προκύπτει ότι η Αντιόπη θα
πρέπει να πέθανε σε μικρή ηλικία, καθώς δεν γίνεται εκ νέου λόγος γι’ αυτήν,
ενώ ο πρώτος Θρασύβουλος, πέθανε σε νηπιακή ηλικία, καθώς η ονομασία ενός
δεύτερου παιδιού με το ίδιο όνομα, σχεδόν βεβαιώνει για τον θάνατο του πρώτου.
Μυήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1819, στη
Φιλική Εταιρεία, από τον εξάδελφό του Ανδρέα Λόντο και τον Ιανουάριο του 1821
εγκατέλειψε τις σπουδές του στην Πίζα της Ιταλίας για να συμμετάσχει ενεργά
στην προετοιμασία του Αγώνα.
Στις 26 Ιανουαρίου 1821 στη Βοστίτσα, το
σημερινό Αίγιο, στο σπίτι του Αντρέα Λόντου, ο Παπαφλέσσας παρουσιάζει στους
προύχοντες πληρεξούσια γράμματα του Αλέξανδρου Υψηλάντη και τους διαβάζει
διαταγή να ετοιμάσουν 25.000 άνδρες. Την επόμενη μέρα μιλάει ο δεσπότης Παλαιών
Πατρών Γερμανός και στη συνέχεια ο Ανδρέας Ζαΐμης, είπε οι διαταγές που τους
μετέφερε δε στέκονται και ότι θα το πάρουν το έθνος στο λαιμό τους.
Αναφέρεται πως όταν το 1821, μετά τη μάχη
του Σαραβαλίου και του Γηροκομείου, είχε καταφύγει στην μονή του Ομπλού, ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τον περιγελούσε λέγοντας σκωπτικά:
«Κυρ'
Ανδρέα, κυρ' Ζαΐμη τοις ελάφοις όρη τα υψηλά και πέτρα τοις λαγωοίς καταφυγή».
Συμμετείχε με τον Ιωάννη Ορλάνδο και τον
Ανδρέα Λουριώτη, στην Ελληνική Επιτροπή του Λονδίνου, η οποία το 1824, με τα
χρήματα του πρώτου και του δεύτερου αγγλικού δανείου, μετά από σχετική εντολή,
αγόρασε ατμοκίνητα πολεμικά πλοία, κορβέτες και φρεγάτες. Όμως επειδή δεν βρήκε
ετοιμοπαράδοτα, παρήγγειλε έξι κορβέτες, στα ναυπηγεία του Bedford στην Αγγλία.
Ως αποζημίωση, μετά το τέλος της
Επαναστάσεως, του δόθηκαν εκτάσεις γης, στον Καστελλόκαμπο Ρίου, όπου έχει
χτιστεί οίκημα που σώζεται. Ο τάφος του, που καταργήθηκε ως εγκαταλειμμένος,
βρίσκονταν δίπλα στον ναό του Αγίου Λαζάρου και στον τάφο τού ζεύγους
Κωνσταντίνου Κανάρη και σωζόταν ως ιστορικό μνημείο.
Ο Ιωάννης Βλαχογιάννης στην «Ιστορική ανθολογία» αναφέρεται σ’ αυτόν
λέγοντας,
«Ο
Ανδρέας Ζαΐμης για το σοβαρό του, το καμάρι του, τον αρχοντικό του τρόπο σ’ όλα
του, μα και για την αρετή του και το νου του το βαθύ, ξεχώριζε απ’ όλους τους
άλλους προύχοντες του Μωριά. Άμα περνούσε, ο λαός συνήθιζε να λέει:
― Τί Ζαΐμης, τί Μπραΐμης.»
Επανάσταση 1821
Στις 9 Μαρτίου του 1821, μαζί με τον
πατέρα του Ασημάκη Ζαΐμη, τον Ασημάκη Φωτήλα, το Σωτήριο Χαραλάμπη, το Σωτήριο
Θεοχαρόπουλο, τον Ανδρέα Λόντο και τους αρχιερείς Παλαιών Πατρών Γερμανό και
Κερνίτσης Προκόπιο, ξεκίνησαν για την Τρίπολη και διανυκτέρευαν στα Μαζέϊκα
Καλύβια στο σπίτι του Νταφαλιά. Στις 10 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα, όπου
πραγματοποιήθηκαν τρεις συσκέψεις, στην πρώτη από τις οποίες ήταν ομιλητής,
τάχθηκε υπέρ της αναβολής της Επαναστάσεως, όμως μετά την αντίθετη απόφαση,
μαζί με το Γερμανό και τον Προκόπιο, πήγαν στα Νεζερά, για τη στρατολογία
αγωνιστών.
Μαζί με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό ύψωσε
στις 18 Μαρτίου 1821, τη σημαία της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα. Στις 26
Μαρτίου 1821 και ενώ το φρούριο της Πάτρας πολιορκείτο, έφτασε για βοήθεια ο
Γιουσούφ Πασάς, ο οποίος διασκόρπισε τους ενόπλους του Ανδρέα Λόντου και του
Ανδρέα Ζαΐμη, και έλυσε στις 3 Απριλίου 1821, την πολιορκία, ενώ στις 6
Απριλίου, ο Ανδρέας Ζαΐμης με Καλαβρυτινούς οπλίτες κατέλαβε το χωριό Βόβοδα,
για να εμποδίσει την εισβολή των Τούρκων στα Καλάβρυτα και κατόρθωσε να
αποκρούσει 500 Αλβανούς που στάλθηκαν από τον Κεχαγιάμπεη.
Την 1η Ιανουαρίου 1822, υπέγραψε τη «Διακήρυξη περί της πολιτικής
υπάρξεως και ανεξαρτησίας» του
Ελληνικού Έθνους και συμμετείχε με δικό του στρατιωτικό σώμα στην απόκρουση του
Δράμαλη και το Δεκέμβριο του 1822, στη λύση της πρώτης πολιορκίας του
Μεσολογγίου. Μετά τη λύση της πολιορκίας του Μεσολογγίου και ενώ τα στρατεύματα
του Δράμαλη, βάδιζαν προς τη Βοστίτσα, συμμετείχε στην κατάληψη των στενών της
Ακράτας, στον Πλάτανο, στη θέση Πριόνι.
Πολιτική δράση
Υποστήριξε από την αρχή την πολιτική του
Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και στην περίοδο τού Β' Εμφύλιου διώχθηκε από το
εκτελεστικό Σώμα, από τον Ιανουάριο του 1824 έως τον Απρίλιο του 1826, από τους
πολιτικούς και στρατιωτικούς του αντιπάλους ως συμμέτοχος «ανταρσίας», πολιτικού και ποινικού
αδικήματος κατά τον τότε ποινικό κώδικα, Απάνθισμα των Εγκληματικών]. Μαζί με
τον Ανδρέα Λόντο, κατέφυγαν τότε στη Δυτική Στερεά και επέστρεψε στην
Πελοπόννησο το Μάιο του 1826, όταν χορηγήθηκε αμνηστία και ανέλαβε επιφανή θέση
στις επιχειρήσεις κατά τού Ιμπραήμ.
Υπέγραψε την «Πράξη περί υπερασπίσεως τού
Ελληνικού Έθνους», την
περίοδο Ιουνίου-Ιουλίου 1825, πιστεύοντας ότι η Αγγλία θα υποστήριζε τον Αγώνα
για την Ελληνική ανεξαρτησία. Εκλέχθηκε στις αρχές Απριλίου 1826, πρόεδρος της
Διοικητικής Επιτροπής Ελλάδος και προσυπέγραψε το μυστικό «Ψήφισμα περί αυτονομίας» μετά την πτώση του
Μεσολογγίου, με το οποίο στις 12 Απριλίου 1826, ανατέθηκε στον Στράτφορντ
Κάνιγκ Άγγλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, η διαπραγμάτευση για συμβιβασμό.
Με το ίδιο ψήφισμα καταλύθηκαν από την
Εθνική Συνέλευση το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό και ανεστάλη ο
κοινοβουλευτικός βίος και η διακυβέρνηση ανατέθηκε σε ενδεκαμελή Διοικητική
Επιτροπή, της οποίας διορίστηκε πρόεδρος, ως τις στις 26 Μαρτίου 1827, όταν
παραιτήθηκε και παρέδωσε στις 3 Απριλίου 1827, την εξουσία στον Ιωάννη
Καποδίστρια στις 3 Απριλίου 1827.
Στη συνέχεια διατέλεσε μέλος τού
Πανελληνίου συμβουλευτικού σώματος και πρόβουλος, [υπουργός], του επί των
Εσωτερικών. Έλαβε μέρος στην Δ' Εθνική Συνέλευση τού 1829, στο Άργος, αλλά όχι
και στο νέο συμβουλευτικό σώμα που ιδρύθηκε τότε, τη Γερουσία της Ελλάδος.
Ήταν πληρεξούσιος στην Δ' Συνέλευση, η
οποία συγκλήθηκε το 1831 και το 1832, από τον αντιπολιτευόμενο Ιωάννη Κωλέττη
στα Μέγαρα και στην Περαχώρα και εκλέχθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1831, μέλος της
τριμελούς Διοικητικής Επιτροπής τής Ελλάδος, στην οποία ανατέθηκε η
διακυβέρνηση, από το «Κράτος
της Περαχώρας».
Περίοδος βασιλείας Όθωνα
Μετά την παραίτηση του κυβερνήτη
Αυγουστίνου Καποδίστρια στα τέλη Μαρτίου 1832, εκλέχθηκε από τη Γερουσία μέλος
της επταμελούς Διοικητικής Επιτροπής, η οποία το 1832, περιορίστηκε σε τριμερή
και διατηρήθηκε ως την άφιξη του Όθωνα. Παράλληλα το 1832, έλαβε μέρος στην Δ'
κατά συνέχεια Εθνική Συνέλευση στην Πρόνοια, που ενέκρινε την εκλογή τού
πρίγκιπα Όθωνος της Βαυαρίας ως βασιλιά τής Ελλάδας.
Μετά τη σύσταση του Συμβουλίου της
Επικρατείας το 1833, διορίστηκε σύμβουλος του εις «έκτακτον υπηρεσίαν» και νομάρχης Αιτωλίας και
Ακαρνανίας, ενώ το 1834 διορίστηκε στη Μεσσηνία, με το αξίωμα τού «Αυλικού Πληρεξουσίου τού
Βασιλέως» και
κατέστειλε με σκληρότητα στη στάση που είχε εκδηλωθεί.
Το 1835, διορίστηκε ως σύμβουλος
Επικράτειας «εις
τακτικήν υπηρεσίαν» και
αντιπρόεδρος του. Συνέβαλε το 1836 στην ίδρυση τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας,
το 1837 στην οργάνωση τής «Επιτροπής
επί τής εμψυχώσεως τής εθνικής βιομηχανίας» καθώς και στην προπαρασκευή της ιδρύσεως
της Εθνικής Τράπεζας.
Τελείωσε την πολιτική του σταδιοδρομία την
περίοδο του Όθωνα ως αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας και πρόεδρος του
Υπουργικού Συμβουλίου.
Διακρίσεις
Τιμήθηκε
το 1822, με το αργυρό αναμνηστικό
μετάλλιο ως μέλος της Α' Εθνικής Συνελεύσεως.
το 1835, με το αργυρό Αριστείο
τού Αγώνος και κατατάχθηκε στην «Εξαίρετη Τάξη»
των Πολιτικών Αγωνιστών,
το 1834, το βραβείο του «Ταξιάρχη του
Τάγματος του Σωτήρος»,
το 1837, το βραβείο του «Ανώτερου Ταξιάρχη
του Τάγματος του Σωτήρος»
και
ο 1838, τον «Μεγαλόσταυρο του
Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου