Γράφτηκε
από την Κατερίνα Ρουμπέκα
Πάολο ντι Ντόνο, ο επονομαζόμενος Πάολο Ουτσέλλο, (Paolo di
Dono ditto Paolo Uccello). Ιταλός ζωγράφος (Πρατοβέκκιο, Φλωρεντία
1397-Φλωρεντία 1475). Το 1407 ήταν βοηθός του Γκιμπέρτι και πιθανόν μαθητής του
Γκεράρντο Σταρνίνα. Από το 1425 έως το 1430 βρισκόταν στη Βενετία και
κατασκεύασε μαζί με άλλους ψηφιδωτά για τη βασιλική του Αγίου Μάρκου, που έχουν
καταστραφεί.
Η
διαμόρφωσή του σε υστερογοτθικό περιβάλλον διακρίνεται στο τύμπανο της Σάντα
Μαρία Νοβέλλα της Φλωρεντίας, που παρουσιάζει σκηνές από τη Γένεση και
εκτελέστηκε αμέσως μετά τη διαμονή του καλλιτέχνη στη Βενετία.
Μια
αναγεννησιακή καινοτομία στην όραση του ζωγράφου χαρακτηρίζει την επιβλητική
τοιχογραφία της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε στη Φλωρεντία με το «Μνημείο του εφίππου
Τζοβάνι Ακούτο» 1436, όπου οι σμικρύνσεις και οι τολμηρές συναιρέσεις των
μορφών, η γεωμετρική απόδοση και η τοποθέτηση της οπτικής γωνίας μεταξύ βάσεως
και εφίππου ανδριάντα, δίνουν μνημειακό χαρακτήρα στο σύνολο. Ακολουθούν οι κατεστραμμένες
νωπογραφίες της μονής του Σαν Μινιάτο αλ Μόντε, τα προσχέδια για τα
υαλογραφήματα του τρούλου της μητροπόλεως και τα τέσσερα βασανισμένα κεφάλια
προφητών στην ίδια εκκλησία (1443-1445).
Μνημείο του εφίππου Τζοβάνι Ακούτο, 1436 |
Μετά την
καταστροφή των «Γιγάντων» 1445, της Κατοικίας Βιταλιάνη στην Πάντοβα, τα
αριστουργήματα του καλλιτέχνη είναι το τύμπανο με τον «Κατακλυσμό» στη Σάντα
Μαρία Νοβέλλα στη Φλωρεντίας, χρονολογημένο το 1447-1448, και οι τρεις πίνακες
της Πινακοθήκης Ουφφίτσι στη Φλωρεντία, του Λούβρου στο Παρίσι και της Εθνικής
Πινακοθήκης του Λονδίνου, με τη «Μάχη του Σαν Ρομάνο», που τοποθετούνται στο
1456-1460. Τα έργα αυτά χαρακτηρίζει η πολυσύνδετη και ασύνδετη προοπτική, οι
ξαφνικά σταματημένες κινήσεις, οι γεωμετρικές αφαιρέσεις και τα σμαλτώδη,
εξωπραγματικά χρώματα. Στην τελευταία περίοδο του καλλιτέχνη ανήκουν το
«Κυνήγι» 1470, η «Γυναικεία κατατομή» και ο πίνακας της Αγίας Τράπεζας με τη
«Βεβήλωση της Όστιας» 1467-1468, της Εθνικής Πινακοθήκης του Ουρμπίνο.
Κατακλυσμός, 1447-1448 |
Ο Ουτσέλλο
χαρακτηρίστηκε από τον Βαζάρι ως πνεύμα γεμάτο σοφιστεία και λεπτότητα και
κατηγορήθηκε για την αυθαίρετη χρησιμοποίηση της προοπτικής και τη μη
νατουραλιστική χρήση των χρωμάτων. Ο Ουτσέλλο ήταν αντίθετος προς το πνεύμα των
μεγάλων καινοτόμων της προ-αναγεννησιακής εποχής της Φλωρεντίας, για τους
οποίους η προοπτική ήταν όργανο γνώσεως της πραγματικότητας και ρυθμιστικό
στοιχείο της οράσεως. Με τη Μεσαιωνική και υστερογοτθική ευαισθησία του, δίνει
στους αναγεννησιακούς εκφραστικούς τρόπους μια εξωπραγματική, ενορατική
διάσταση, στην οποία συνυπάρχουν ποιητικά εναρμονισμένα, ο απελπισμένος
απολογισμός και το πάθος του φανταστικού.
Οι
Φλωρεντινοί, με αρχηγό τον Νικολό Μαουρούτσι ντα Τολεντίνο και οι Σιενέζοι με
τον Μπερναρντίνο ντέλα Τσιάρντα, παρατάχτηκαν κοντά στο Σαν Ρομάνο την 1η
Ιουνίου 1432. Η σύγκρουση λύθηκε από έναν φημισμένο πολεμιστή, τον Μικελέττο
Αττέντολο ντα Κοτινιόλα, που πήρε το μέρος των Φλωρεντινών, χαρίζοντάς τους τη
νίκη.
Ο
καλλιτέχνης αποθανατίζει το γεγονός σε τρεις μεγάλους πίνακες, που τους
παρήγγειλαν οι Μέδικοι για το ανάκτορό τους στη Βία Λάργκα, τοποθετώντας έναν
από τους επικεφαλής στο κέντρο κάθε σκηνής. Ο πίνακας αυτός δείχνει την
αποφασιστική στιγμή, όταν ο Μπερναρντίνο χτυπιέται και πέφτει από το μεγάλο
άσπρο άλογο, που ορθώνεται μπροστά στις συμπαγείς γραμμές του εχθρού. Στο
βάθος, μικρές ομάδες Σιενέζων υποχωρούν προς τους λόφους, κυνηγημένοι από
Φλωρεντινούς τοξότες, και σε έναν φανερό παραλληλισμό, η φυγή τους συνυφαίνεται
με τη φευγάλα των λαγών, που κυνηγιούνται από λαγωνικά στα χωράφια. Πολεμιστές
εγκλωβισμένοι στην πανοπλία τους, πελώρια άλογα με βαριές οπλές, ασπίδες,
δόρατα, σάλπιγγες, τόξα, κράνη με λοφία. Μελέτησε τη βράχυνση τόσο των μορφών
που είναι ακόμα μπλεγμένες στη μάχη, όσο και των μορφών και των αντικειμένων,
που έχουν πέσει στο έδαφος για να επιτύχει την προοπτική τους διαβάθμιση.
Διαλέγοντας κοίλα ή κυρτά πλάνα και προφίλ σε σχήμα μισοφέγγαρου, κατορθώνει να
δημιουργεί μια μεταφυσική σύνθεση φρίκης, όπου περιορίζεται η ιστορική σημασία
και αφομοιώνεται μια αποκλειστικά μαθηματική και εικονιστική πραγματικότητα.
Ο πίνακας
«Η μάχη του Σαν Ρομάνο», είναι τοποθετημένος πάνω σε ξύλινη επένδυση τοίχου,
ενός δωματίου στο παλάτι των Μεδίκων, της πιο ισχυρής και πλούσιας οικογένειας
της Φλωρεντίας. Παριστάνει ένα επεισόδιο από την ιστορία της πολιτείας, τη μάχη
του Σαν Ρομάνο, το 1432, όταν τα στρατεύματα της Φλωρεντίας είχαν νικήσει τους
αντιπάλους τους σε μια από τις πολυάριθμες συγκρούσεις ανάμεσα στις ιταλικές
φατρίες. Οι οπλισμένοι ιππότες με τις μακριές και βαριές λόγχες, που μοιάζουν
να πηγαίνουν με τα άλογα τους σε κάποια γιόστρα, μας θυμίζουν μεσαιωνικό
ιπποτικό μυθιστόρημα. Άλογα και άνθρωποι φαίνονται σαν ξύλινα, σαν παιχνίδια και
ο κάπως χαρούμενος τόνος της εικόνας βρίσκεται πολύ μακριά από την
πραγματικότητα του πολέμου.
Ο ζωγράφος
γοητεύθηκε από τις δυνατότητες της τέχνης και έκανε ότι μπορούσε για να
προβληθούν οι μορφές του, μέσα στο χώρο σαν να ήταν λαξευμένες και όχι ζωγραφισμένες.
Ο Ουτσέλλο παιδεύτηκε πολύ να παραστήσει με τη σωστή προοπτική τα διάφορα
κομμάτια από πανοπλίες που είναι πεταμένα εδώ και εκεί. Η αίσθηση της
προοπτικής που προκλήθηκε στον ζωγράφο φαίνεται από την πεσμένη φιγούρα του
νεκρού πολεμιστή στο χώμα, όπου η παρουσίασή της είναι σε βράχυνση και από τα
κοντάρια που είναι πεταμένα κάτω. Είναι έτσι τοποθετημένα που σημαδεύουν ένα
κοινό σημείο φυγής. Ο καλλιτέχνης προσπάθησε να κατασκευάσει ένα πειστικό
σκηνικό πάνω στο οποίο οι μορφές του θα φαίνονταν στέρεες και πραγματικές. Δεν
είχε μάθει όμως να χρησιμοποιεί καλά το φως, τη σκιά και τον αέρα για να
απαλύνει τα σκληρά περιγράμματα μιας αυστηρά προοπτικής απόδοσης.
Ο Ουτσέλλο
δεν έπαιρνε το μέρος καμίας παρατάξεως, δεν ξεχώριζε τους νικητές Φλωρεντινούς
από τους νικημένους Σιενέζους. Τα άσπρα, γαλάζια, καφετιά και ροζ άλογα που
χτυπούν το έδαφος με τις βαριές οπλές τους, μεταφέρουν ιππότες φυλακισμένους
μέσα σε γυαλιστερές, ασημοκαπνισμένες πανοπλίες. Είναι ένα αξεδιάλυτο μπέρδεμα
από περικνημίδες, λοφία, δόρατα, λάβαρα και λόγχες. Καθένα από αυτά τα
στοιχεία, που προβάλλουν με μια γεωμετρική αυστηρότητα τελείως εγκεφαλική,
είναι και ένα τυφλό και αστραφτερό εργαλείο θανάτου. Ο καλλιτέχνης αγνόησε το
αφηγηματικό στοιχείο και απέφυγε να περιγράψει τις ανθρώπινες πλευρές του
γεγονότος. Αντίθετα δημιούργησε μια παγωμένη μασκαράτα, που συλλαμβάνεται
ακριβώς μια στιγμή πριν από την καταστροφή.
Το θαύμα
της βεβηλωμένης όστιας, 1467-1468
|
Στο έργο
του το «Θαύμα της βεβηλωμένης όστιας» 1467-1468, το δυνατό ποιητικό στοιχείο
των επεισοδίων αυξάνεται από την εξωπραγματική διάσταση στην οποία ο
καλλιτέχνης μεταφέρει τα αναγεννησιακά εκφραστικά μέσα, αναλύοντας την προοπτική
κατασκευή σε κινήσεις που εισάγουν την έννοια του χρόνου και θυμίζουν κυβιστικά
και υπερρεαλιστικά έργα του αιώνα μας. Σε αυτή την πομπή, οι ζωντανές και
καταστόλιστες μάζες των αμφίων, των μανδυών και των χιτώνων προβάλλονται σε ένα
λοφώδες τοπίο, που είναι σχεδιασμένο με συγκλίνουσες γραμμές. Το χρώμα είναι
πλούσιο και η σκηνή, απαλλαγμένη από κάθε περιγραφική καλλιέπεια, είναι
επιβλητική και κατανυκτική.
Βιβλιογραφία:
- E.H.
Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια
έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 12ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ»
Αθήναι
-
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975,
Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα
Μουσεία του Κόσμου, (Ουφίτσι-Φλωρεντία), (Λούβρο-Παρίσι), 1970, Εκδόσεις
Φυτράκη-Αθήναι
-
Ιστοσελίδα της Wikipedia
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου