ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

Η Χριστιανική τέχνη των πρώτων αιώνων

του Γερ. Γ. Γερολυμάτου
2.1 Η εξέλιξη και τα πρότυπα της αρχαίας χριστιανικής Τέχνης: Όταν το μεγαλείο της κλασικής τέχνης άρχισε να υποχωρεί στους ελληνιστικούς χρόνους εξαιτίας της επιτήδευσης της αισθητικής μορφής, το κενό που άφησε άρχισε να αναπληρώνει σταδιακά η ανάγκη ανάπτυξης ενός υψηλότερου πνευματικού περιεχομένου.


Τοιχογραφία σε κατακόμβη

Όπως παρατηρεί ο Ελβετός κριτικός Κόνραντ Φάρνερ, η αλλαγή του περιεχομένου προηγείται πάντοτε της αλλαγής της μορφής, αν και μερικές φορές τα νέα περιεχόμενα μπορεί να εκφράζονται προσωρινά από παλιές μορφές μέχρι να διαμορφώσουν την δική τους, ή και μπορεί να καταστρέψουν τις παλιές μορφές με μια σχεδόν εκρηκτική βία και να γεννήσουν νέες. Αμφότερες οι περιπτώσεις έλαβαν χώρα στην χριστιανική τέχνη κατά την περίοδο της όψιμης αρχαιότητας και αποτελούν παραδείγματα ενός νέου περιεχομένου που δανείζεται παλιές μορφές για να μεταβιβάσει το θρησκευτικό του μύνημα. Γράφει: «Η χριστιανική τέχνη κάνει χρήση παλιών παγανιστικών μορφών για να εκφράσει ένα νέο, όχι πια παγανιστικό περιεχόμενο…Αλλά ας το αποσαφηνίσουμε:το περιεχόμενο, όχι η μορφή είναι πάντοτε το πρώτο που ανανεώνεται, το περιεχόμενο γεννά τη μορφή, και όχι τ΄αντίθετο, το περιεχόμενο προηγείται, όχι μόνο ως προς τη σπουδαιότητα, αλλά και χρονικά, και αυτό ισχύει για τη φύση, για την κοινωνία και, επομένως και για την τέχνη». Οι χριστιανοί καλλιτέχνες ήταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν τις παλιές μορφές  για να παρουσιάσουν το νέο περιεχόμενο με τον πιο άμεσο τρόπο που ήταν δυνατόν, αφού αυτές οι μορφές ανταποκρίνονταν στους οικείους τρόπους όρασης και η πρωταρχική φροντίδα των πρώτων χριστιανών ήταν να διαδώσουν πλατειά το Χριστιανικό μήνυμα, για να δημιουργήσουν ένα νέο κόσμο. Γενιές καλλιτεχνών έπρεπε να περάσουν μέχρι να βρεθεί μια νέα μορφή που ν΄αντιστοιχεί στο νέο περιεχόμενο, γιατί οι νέες μορφές δε δημιουργούνται ξαφνικά, ούτε εισάγονται με διατάγματα πράγμα που, ας ειπωθεί παρενθεσιακά, αληθεύει και για τα νέα περιεχόμενα.
 

Προσωπογραφία νέας από το Φαγιούμ με τη χαρακτηριστική στάση που θα διατηρήσουν οι γυναικείες μορφές στη βυζαντινή τέχνη. Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη)

Η χριστιανική τέχνη δανείστηκε τις μορφές της από δύο πανάρχαια ρεύματα πολιτισμού που οι επιδράσεις τους ήταν καθοριστικές στην εξέλιξή της. Πρώτα της ελληνορωμαϊκής τέχνης και έπειτα της τέχνης της Ανατολής. Η προσφορά του πιο πλούσιου υλικού της ελληνορωμαϊκής τέχνης στους πρώτους χριστιανούς καλλιτέχνες είναι προφανής. Όταν ήρθαν στο φως οι κατακόμβες της Ρώμης, από τον G.B. de Rossi (1) που θεωρείται ο πατέρας της χριστιανικής αρχαιολογίας, με τον πλούτο των εικόνων και των συμβόλων που υπήρχαν πάνω στους χριστιανικούς τάφους, έγινε πιστευτό, ότι η Ρώμη ήταν ο τόπος όπου γεννήθηκε η χριστιανική τέχνη. Εντούτοις η ελληνορωμαϊκή τέχνη έπαψε πλέον να θεωρείται η μοναδική πηγή της χριστιανικής. Πίσω από αυτήν ήταν και μια άλλη πολύ αρχαία εστία τέχνης, η Ανατολή. Από αυτήν από παλιά προέρχονταν ισχυρές επιδράσεις προς τις χώρες της Μεσογείου. Αργότερα οι έρευνες και οι ανακαλύψεις αρχαίων χριστιανικών μνημείων σε μεγάλα κέντρα της Ελληνιστικής Ανατολής (2), άρχισαν να επισκιάζουν συνεχώς την Ρώμη και να αποδεικνύουν, ότι οι χώρες της Ανατολής πήραν πολύ δυναμικά μέρος στην πρώτη διαμόρφωση της χριστιανικής τέχνης. Σύμφωνα με τον Γ. Σωτηρίου (3) η ελληνορωμαϊκή τέχνη, υπήρξε όντως για τους τρεις πρώτους αιώνες, η κυριότερη ρίζα από την οποία άντλησε η χριστιανική τέχνη τα πρότυπά της, αλλά υπήρχαν επίσης και τα γόνιμα στοιχεία της λαϊκής τέχνης της Ανατολής: «Η χριστιανική τέχνη ως ανάγκη εξωτερικεύσεως συναισθημάτων και ιδεών, υπήρχε ήδη με λαϊκόν χαρακτήρα από του τέλους του 1ου μ.Χ αι., δανειζομένη τύπους, θέματα και μορφάς από της τέχνης των ασπασθέντων το νέο δόγμα λαών, εις την οποίαν έδιδε νέο περιεχόμενον και νέα σημασίαν».

Ο Χριστός το Α και το Ω, κατακόμβη Commodilla, Ρώμη 3-4 αιώνας μ.Χ.

Αν και εκχριστιανισθέντες οι Αιγύπτιοι, οι Σύροι, οι Ιουδαίοι, διατήρησαν τις αρχαίες παραδόσεις της Ανατολής και πρόσφεραν έτοιμους τύπους στην χριστιανική τέχνη. Μετά τον θρίαμβο του Χριστιανισμού, η επίδραση της τέχνης της Ανατολής εμφανίστηκε ολοκληρωτικά σε όλη την Παλαιστίνη και στην Ιερουσαλήμ που είχε καταστεί κέντρο της θρησκευτικής ζωής αναδεικνύοντας τους Αγίους Τόπους. Έτσι στην Παλαιστίνη και στη Συρία, που τότε ήταν η πλουσιότερη χώρα της Ανατολής, ο Χριστιανισμός διαμορφώθηκε σε είδος εθνικής θρησκείας. Οι λαϊκές δυνάμεις αφυπνίστηκαν και αναπτύχθηκε μεγάλη τέχνη που η σημασία της ήταν καθοριστική για την κατεύθυνση που πήρε από τότε η χριστιανική τέχνη. Από την Ιερουσαλήμ και την Αντιόχεια εξαπλώθηκε ταχύτατα, από τη μια προς το εσωτερικό της Αιγύπτου, και από την άλλη προς τα ενδότερα της ασιατικής Ανατολής, στην Αρμενία, Μεσοποταμία, Έδεσσα και μέχρι την ινδική. Στις πόλεις και στις ερήμους αυτών των χωρών ήκμαζε ήδη ο μοναχισμός, που υπήρξε μεγάλος παράγοντας της χριστιανικής τέχνης. Σε αυτές τις περιοχές της Εγγύς Ανατολής οι επιδράσεις των ανατολικής προέλευσης στοιχείων στην ελληνιστική τέχνη, οδήγησαν βαθμιαία στη δημιουργία ενός νέου ενιαίου ύφους, που αποτέλεσε τη βάση της Βυζαντινής Τέχνης.
 

Οι Τρεις Παίδες εν Καμίνω, τοιχογραφία από την Κατακόμβη της Πρισίλλας στη Ρώμη, μέσα 3ου αι.

Οι ελληνιστικές πόλεις της Ανατολής, η Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο και η Αντιόχεια στην Συρία, με την πλούσια καλλιτεχνική τους παράδοση εξακολουθούσαν και μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, στους πρώτους αιώνες, να αποτελούν τα σπουδαιότερα κέντρα καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Στην Αλεξάνδρεια που ήταν το μεγάλο κέντρο της νέας τέχνης, επικρατούσε η συνήθεια του ελληνικού ενδύματος και η αλληγορία. Εκεί εμφανίστηκαν, υπό την επίδραση της αιγυπτιακής θρησκείας, οι πρώτοι τύποι του Χριστού ως Καλού Ποιμένα, σκηνών της Παλαιάς Διαθήκης αλλά και της Θεοτόκου, όπως η γνωστή παράσταση με το βρέφος Ιησού, που παραπέμπει στη μορφή της Μεγάλης Μητέρας θεάς Ίσιδος που κρατά ως βρέφος τον θεό Ώρο. Τα πρότυπο αυτό, που είναι παλαιότερο ακόμη και από την ίδια την Αίγυπτο, αλλά και τα άλλα, διαδόθηκαν γρήγορα από κοινότητα σε κοινότητα σε όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στην Αλεξάνδρεια μάλιστα εμφανίστηκαν και πλήθος παραστάσεων υπό την επίδραση ιουδαϊκών και γνωστικών αιρέσεων, που σύντομα οδήγησαν στην υιοθέτηση της αίρεσης του μονοφυσιτισμού και στη διαμόρφωση της τέχνης του Κοπτικού Χριστιανισμού. Η μεγάλη επίδραση της αλεξανδρινής τέχνης τον 2ο μ.Χ αι., διαπιστώνεται στις μέχρι τότε θεωρούμενες ως ρωμαϊκές τοιχογραφίες των κατακομβών της Ρώμης και τον 3ο αι., σε χώρες της Μ. Ασίας, στην Κυρήνη και αλλού.
 

Σάντα Μαρία Ματζιόρε, 5ος αι. Επάνω : Ευαγγελισμός, Κάτω : Προσκύνηση των Μάγων.

Τα πρώτα αρχιτεκτονικά μνημεία της καταδιωκόμενης Εκκλησίας, ήταν οι υπόγειες κατακόμβες που χρησιμοποιούταν για τις συναθροίσεις, τις τελετές και τις ταφές των νεκρών, κοιμητήρια, τάφοι μαρτύρων ή μαρτύρια, ναοί, βαπτιστήρια κ.λ.π. Την εποχή αυτή εμφανίστηκαν στις κατακόμβες και τα πρώτα έργα χριστιανικής τέχνης. Ο όρος χριστιανική τέχνη περιλαμβάνει σχεδόν όλες τις μορφές της τέχνης, από τις κύριες έως τις απλά διακοσμητικές, ωστόσο η συστηματική ανάπτυξη αυτών των τεχνών στο πλαίσιο του Χριστιανισμού, άρχισε μετά την αναγνώρισή του ως επίσημης θρησκείας του Κράτους.
 

Ο Άγιος Στέφανος Rotondo στην Ρώμη, 470 μ.Χ

Η χριστιανική αρχιτεκτονική ξεκίνησε ως λύση του προβλήματος στέγασης που αντιμετώπισε η Εκκλησία για τις συνάξεις των πολυπληθών πιστών της, τις ανάγκες της λατρείας και του κυρήγματος και εν γένει της κοινωνικής ζωής της Εκκλησίας που απαιτούσαν την ύπαρξη μεγάλων ναών. Για την κάλυψη αυτών των αναγκών, είτε χτίστηκαν νέοι ναοί, όπως ο ναός της Αναστάσεως από τον Μ. Κωνσταντίνο και την μητέρα του Αγία Ελένη στους Αγίους Τόπους, είτε άλλαξε η χρήση παλαιών ειδωλολατρικών ναών και οικοδομημάτων, όπως ήταν η κυκλική εκκλησία του «Αγίου Στεφάνου» της Ρώμης. Άρχισαν να χρησιμοποιούνται πρωτοχριστιανικές μορφές ναών, οι λεγόμενες «Βασιλικές», που ήταν μεγάλες και παραλληλόγραμμες αίθουσες, που κάποτε χρησίμευαν σαν δημόσιοι χώροι και ένας άλλος κυκλικός τύπος κτιρίων ο λεγόμενος Rotonda. Στην κεντρική, μακρόστενη αίθουσα των Βασιλικών, προστέθηκαν και από τις δύο πλευρές στεγασμένες προεκτάσεις που λέγονταν κλίτη. Στην πρωτοχριστιανική περίοδο ο ναός βρισκόταν στην κεντρική θέση και ήταν συνδεδεμένος με ένα αρχιτεκτονικό συγκρότημα, που βρισκόταν γύρω από αυτόν και περιελάμβανε μικρότερα βοηθητικά οικοδομήματα όπως σκευοφυλάκια, βαπτιστήρια και ιδρύματα φιλανθρωπικού χαρακτήρα.


Η Ροτόντα στην Θεσσαλονίκη, 304 μ.Χ. 


Η Βασιλική της Σάντα Μαρία Ματζόρε. Εσωτερικό-435 μ.Χ.

Την Αλεξάνδρεια διαδέχτηκε η Αντιόχεια, που ήδη από τον 3ο αι. μ.Χ., συγκέντρωνε μεγάλες καλλιτεχνικές δυνάμεις και έδωσε κατεύθυνση στην τέχνη, προσδίδοντάς της περισσότερο ασιατικό και σημιτικό χαρακτήρα. Εκεί οι συντηρητικές τάσεις ήταν λιγότερο ισχυρές, γι΄αυτό και το ελληνιστικό ιδίωμα γρήγορα παραχώρησε τη θέση του σε μια πιο δυναμική τεχνοτροπία με ανατολική προέλευση. Σύμφωνα με τον David Talbot Rice (4): «Αυτό το ανατολίζον ιδίωμα κάνει αισθητή την εμφάνισή του στη Συρία ήδη από τον 1ο μ.Χ αι., με τις περίφημες νωπογραφίες που ανακαλύφτηκαν λίγο μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο στα Δούρα-Ευρωπό, και έχουν αποκληθεί «ανατολικοί πρόδρομοι της Βυζαντινής τέχνης». Ανάλογες ανατολικές επιρροές είναι φανερές και στις μεταγενέστερες νωπογραφίες από τη συναγωγή της ίδιας πόλης, όπου τα παγανιστικά θέματα έχουν αντικατασταθεί από επεισόδια της Π. Διαθήκης». Στην Αντιόχεια διανοίχθηκε ο δρόμος στην χριστιανική ζωγραφική και διαμορφώθηκαν οι πρώτες χριστολογικές και ιστορικές παραστάσεις, με έργα που έχουν περισσότερο ρεαλιστικό χαρακτήρα, σύμφωνο προς το πνεύμα της ιστορικής και κριτικής ερμηνείας των ιερών κειμένων που διακρίνει τη σχολή της Αντιόχειας. Τα έργα της χριστιανικής ζωγραφικής της εποχής αυτής αποτελούν οι τοιχογραφίες, μωσαϊκά σε δάπεδα και τοίχους, φορητές εικόνες, μικρογραφίες χειρογράφων κ.α.


Δuρα- Europos, Συναγωγή, 244  μ.Χ.

Παρόλο που ο εβραϊκός νόμος απαγόρευε ρητά την κατασκευή εικόνων και αγαλμάτων, εξαιτίας του φόβου της ειδωλολατρίας, εν τούτοις οι εβραϊκές παροικίες των πόλεων της ανατολής συνήθιζαν, υπό την επίδραση της ελληνιστικής τέχνης, να διακοσμούν τους τοίχους των συναγωγών τους με ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη με σκοπό τη διδασκαλία των πιστών. Ένα τέτοιο δείγμα τοιχογραφικής παράστασης ανακαλύφθηκε στα Δούρα-Ευρωπός και απεικονίζει τον Μωυσή να βγάζει μ΄ένα χτύπημα νερό από το βράχο. Πρόκειται για ένα έργο του 3ου μ.Χ αι., που αποτελεί ενδιαφέρον τεκμήριο για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η αφήγηση της ιερής σκηνής. Το πρωτόγονο ύφος της παράστασης, οφείλεται χωρίς αμφιβολία στο ότι ο καλλιτέχνης δεν ήταν πολύ έμπειρος, αφού δεν βασιζόταν σε κάποια αναπτυγμένη εβραϊκή καλλιτεχνική παράδοση. Ο Gombrich (5), εξηγεί πως: «Δεν πρόκειται όμως τόσο για μια εικονογράφηση του βιβλικού επεισοδίου, όσο για μια ερμηνεία με εικόνες της σημασίας του για τον εβραϊκό λαό. Ισως όμως να μην τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η ομοιότητα. Όσο πιο φυσικές ήταν οι μορφές, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν και η αμαρτία, η παράβαση δηλαδή της Εντολής που απαγόρευε τις εικόνες. Ο κύριος σκοπός του καλλιτέχνη ήταν να θυμίσει τα περιστατικά όπου ο θεός είχε φανερώσει τη δύναμή Του. Οι Εβραίοι στα Δούρα, είχαν ζωγραφίσει τις σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, όχι τόσο για να διακοσμήσουν τη συναγωγή, όσο για να καταστήσουν ορατή την ιερή ιστορία».

Το Μονόγραμμα του Ιησού Χριστού

Παρόμοιες σκέψεις άρχισαν να επηρεάζουν την τέχνη την εποχή που ξεπήδησε από την Ανατολή η χριστιανική θρησκεία, παίρνοντας την τέχνη στην υπηρεσία της. Οι πρώτοι χριστιανοί καλλιτέχνες, που ζωγράφισαν εικόνες για τους χριστιανικούς τόπους ταφής στις ρωμαϊκές κατακόμβες, λειτούργησαν με τον ίδιο τρόπο. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, προς αποφυγή της ειδωλολατρικής συνήθειας, δεν παρίσταναν τον Χριστό. Αντί εικόνων του, χρησίμευαν περισσότερο τα σύμβολα που τον αντιπροσώπευαν, όπως το Ι.Χ.Θ.Υ.Σ, που σήμαινε τα αρχικά των λέξεων «Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ», το ψάρι, το παγόνι, ο σταυρός, η άμπελος, το Α και το Ω κ.α. Αυτό δεν οφειλόταν σε καλλιτεχνική ανεπάρκεια, καθώς οι καλλιτέχνες αυτοί γνώριζαν τις μεθόδους της ελληνιστικής ζωγραφικής, που είχαν χρησιμοποιηθεί στην Πομπηία (6). Φαίνεται πως απλά δεν τους ενδιέφεραν πολύ αυτά τα εντυπωσιακά τεχνάσματα, που αποτελούσαν κατακτήσεις της ελληνιστικής τέχνης.

Το σύμβολο των Ιχθύων


Ο Δ. Θέος (7) γράφει σχετικά με τη μετάβαση της τέχνης: «Όσο το ιερό θα αμφισβητείται προς όφελος του πολιτικού, το σημαίνον του ιερού θα πραγματοποιείται, θα μεταβάλλεται σε σημείο. Και οσάκις το ιερό θα αναδύεται από την λήθη, η εικόνα θα επιβεβαιώνει την υπεροχή της έναντι του σημείου». Η επικράτηση του Χριστιανισμού σήμανε την επιστροφή του ιερού στη ζωή και στην τέχνη και την υπεροχή ενός νέου περιεχόμενου έναντι της αισθητικής μορφής. Ο νέος προσανατολισμός της τέχνης ήταν πολύ διαφορετικός και η εικόνα είχε πάψει πια να είναι μόνον ένα ωραίο πράγμα, όπως είχε φτάσει να θεωρείται κατά τη διάρκεια της ώριμης κλασικής και της ελληνιστικής εποχής. «Κύριος σκοπός της ήταν τώρα να θυμίζει στον πιστό κάτι που να δείχνει το έλεος και τη δύναμη του Θεού». Το Κάλλος, είχε αρχίσει να έχει πλέον μικρότερη σημασία. Ο ζωγράφος των κατακομβών δε θεωρούσε αυτοσκοπό την ωραία παράσταση μιας δραματικής σκηνής, και αυτό που τον ενδιέφερε πια, ήταν μόνο η απεικόνιση ορισμένων, χαρακτηριστικών στοιχείων των μορφών της και των συμβόλων, που θεωρούσε απαραίτητα για την κατανόηση και αναγνώριση του θέματός του. Η χριστιανική τέχνη, λοιπόν, κινήθηκε εξαρχής πνευματικά με έναν αφαιρετικό προσανατολισμό και μια διάθεση απομάκρυνσης των περιττών στοιχείων. Ό,τι δεν είχε απόλυτη σχέση με το θέμα, παραμεριζόταν ως μη ουσιαστικό. Η διάθεση αυτή διατηρήθηκε καθόλο το διάστημα στην τέχνη της Εκκλησίας, αν και σαν ιερή επίφαση σε περιόδους παρακμής. Έπαψε όμως να ισχύει μετά από την Αναγέννηση για την εκκοσμικευμένη τέχνη της Παπικής Εκκλησίας.


Η σαρκοφάγος του Junius Bassus (359 μ.Χ)

Για άλλη μια φορά, όπως παλαιότερα στην αιγυπτιακή τέχνη, στην τέχνη της πρώιμης αρχαϊκής εποχής και στα ιστορικά ανάγλυφα των Ρωμαίων, η σαφήνεια και η απλότητα της παράστασης είχαν περισσότερη αξία από την πιστή απομίμηση. Οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να ενδιαφέρονται και για άλλα πράγματα πέρα απ΄την εγκόσμια ομορφιά. Λίγοι καλλιτέχνες φαίνονταν να νοιάζονται πια για την εκλέπτυνση και την αρμονία που αποτελούσαν το μεγαλείο της ελληνικής τέχνης. Οι γλύπτες δεν είχαν πια την υπομονή να δουλεύουν το μάρμαρο με τη σμίλη και να το χειρίζονται με την ευαισθησία και την καλαισθησία που ήταν το καύχημα του έλληνα τεχνίτη. Οι γλύπτες, όπως και οι ζωγράφοι, χρησιμοποιούσαν πρόχειρα μέσα, όπως ένα μηχανικό τρύπανο με το οποίο διαμόρφωναν τα κύρια χαρακτηριστικά του προσώπου και του σώματος. Αυτή η φαινομενική οπισθοδρόμηση και η υποχώρηση της αισθητικής μορφής, ταυτίζει τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες με μια παρακμή της τέχνης. Την άποψη αυτή δε συμμερίζεται πλήρως ο Gombrich που παρατηρεί: «Τους καλλιτέχνες αυτής της εποχής δεν έμοιαζε να τους ικανοποιεί πια η απλή δεξιοτεχνία της ελληνιστικής περιόδου και προσπάθησαν να πετύχουν κάτι καινούριο… ωστόσο, οι μορφές αυτές φαίνεται να έχουν μια δική τους ζωή και μια πολύ έντονη έκφραση, που οφείλεται στην αδρή διατύπωση των χαρακτηριστικών και στην προσοχή που δίνει ο καλλιτέχνης σε σημεία όπως η περιοχή γύρω από τα μάτια και οι ρυτίδες του μετώπου. Παριστάνουν τους ανθρώπους που παρακολούθησαν και τελικά αποδέχτηκαν την άνοδο του Χριστιανισμού, που σήμανε το τέλος του αρχαίου κόσμου».

Ο Χριστιανισμός είχε απόλυτη ανάγκη να αποστασιοποιηθεί από την αρχαία θρησκεία, τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή της τέχνης. Το καινούριο ύφος που οι πρώτοι χριστιανοί καλλιτέχνες προσπάθησαν βαθμιαία να διαμορφώσουν, αν και μέσα από την περιστασιακή χρήση των αρχαίων μορφών, αποσκοπούσε σε μια τέχνη καθαρά χριστιανική. Όμως αυτή η μετάβαση, όπως σε όλα τα επίπεδα έτσι και στην τέχνη, μόνο σταδιακά μπορούσε να επιτευχθεί. Εκείνοι οι πρώτοι χριστιανοί ήταν πρώην ειδωλολάτρες, και σε κάθε περίπτωση δε μπορούμε να φανταστούμε ότι ο αρχαίος κόσμος θα πέθαινε σε μια νύχτα και πως, οι από αιώνες ριζωμένες πεποιθήσεις του θα εξαφανίζονταν σε μια στιγμή. Δεν ήταν μια αυτόματη εξέλιξη. Στην ιστορία, και κυρίως της τέχνης, το παλαιό συχνά συνυπάρχει για ένα διάστημα μαζί με το νέο, πριν γίνει οριστικά παρελθόν. Αλλά ακόμα και τότε είναι πολύ πιθανό, ότι θα διασωθούν μέσα στο νέο, ορισμένα στοιχεία που έχουν μια ιδιαίτερη διαχρονική αξία για τους ανθρώπους. Και αυτό συνέβη στον Χριστιανισμό και στην χριστιανική τέχνη.


Ο Ιησούς Χριστός στο κέντρο της παράστασης, 3ος – 4ος μ.Χ. αι., Museo Nazionale Romano, Ρώμη.

Όταν για πρώτη φορά ζητήθηκε από τους χριστιανούς καλλιτέχνες να παραστήσουν τον Σωτήρα (8) και τους Αποστόλους του, βρήκαν και πάλι βοήθεια στην παράδοση της ελληνικής τέχνης. Στα αρχικά σύμβολα προστέθηκαν τώρα σκηνές από την Αγία Γραφή και οι πρώτες παραστάσεις του Χριστού, τον 4ο αι. (9) Ο Χριστός είχε τη μορφή και τη στάση νέου Ρωμαίου, ενώ οι Απόστολοι έμοιαζαν με σεβάσμιους Έλληνες φιλοσόφους. Στην Πρωτοχριστιανική τέχνη και σύμφωνα με την παράδοσή της, ο Χριστός εμφανίζεται χωρίς γένια και συχνά αποδίδεται με τη μορφή του Απόλλωνα (10). 

Ο Χριστός ως Διδάσκαλος. Παρατηρούμε ότι εδώ είναι ακόμα αγένειος, 
(Λεπτομέρεια από τη σαρκοφάγο του Junius Bassus (359 μ.Χ)

Την εποχή εκείνη δε συναντούμε τον γενειοφόρο Χριστό που βλέπουμε σε μεταγενέστερα έργα. Σε τοιχογραφίες και σε γλυπτές σαρκοφάγους των κατακομβών παριστάνεται πολλές φορές με τη μορφή του «Καλού Ποιμένα», μια παρόμοια καλλιτεχνική μορφή που συναντάμε για πρώτη φορά σε ειδώλιο της Κρήτης. Στα έργα της πρωτοχριστιανικής γλυπτικής περιλαμβάνονται επίσης η διάταξη και η διακόσμηση των παλαιών τέμπλων, εικονοστασίων, αμβώνων, θρόνων, σε μάρμαρο ή ξύλο κ.λπ. Υπήρχαν ακόμα έργα υφαντουργίας, άμφια κλήρου, ξυλογλυπτικής, μεταλλευτικής, υαλουργίας και κεραμικής που συγκαταλέγονται υπό τον τίτλο της μικροτεχνίας.


"Ο καλός ποιμένας" (4ος αιώνας μ.Χ.), μάρμαρο, Ρώμη Μουσείο Βατικανού.


«Καλός Ποιμένας» 4ος αιώνας, ΒΧΜ.


Όπως στην τέχνη, έτσι και στη γραμματεία του Χριστιανισμού στους πρώτους αιώνες υπήρχαν μεγάλα κενά που έπρεπε να καλυφθούν. Επειδή ο Χριστός δεν άφησε ο ίδιος γραπτή τη διδασκαλία του, η νέα θρησκεία βασιζόταν σε λίγα μόνο κείμενα, προκειμένου να διαδώσει το μήνυμά της και να κατηχήσει τους πιστούς της. Αυτά ήταν οι Επιστολές του Παύλου και τα Ευαγγέλια των Αποστόλων, η Αποκάλυψη του Ιωάννη και του Ματθαίου ανάμεσα στα 80-100 μ.Χ, άλλα πήραν την τελική μορφή τους στον 3ο αι., αλλά επίσης και στην προφορική ιερή παράδοση. Η χριστιανική γραμματεία δημιουργήθηκε από την ανάγκη να καθοριστεί με σαφήνεια το θεολογικό πλαίσιο της χριστιανικής διδασκαλίας και να αποκτήσει τους θεωρητικούς της, εξαιτίας της επίθεσης των ειδωλολατρών, (το 271 μ.Χ. ο Πορφύριος έγραψε το «Κατά των Χριστιανών»), της δράσης πολλών αιρέσεων που δίχαζαν το σώμα της Εκκλησίας και διάφορων παρανοήσεων των πιστών που οφείλονταν στο ειδωλολατρικό παρελθόν τους. Έτσι εμφανίστηκαν οι πρώτοι απολογητές, όπως οι Τατιανός, Τερτυλλιανός (2ος αι.) και οι θεωρητικοί της χριστιανικής θεολογίας και μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας του 4ου αι, που είχαν πλούσιο θεωρητικό υπόβαθρο από τις ελληνικές σπουδές τους, όπως οι Μ. Βασίλειος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος ο Νανζιαζηνός κ.α., που υπερασπίζονταν τη νέα θρησκεία, ερμηνεύοντας ορθά τα δόγματα της διδασκαλίας της. Με την εμφάνιση των δύο αυτών μεγάλων θεολόγων από την Καππαδοκία, του Μ. Βασιλείου και του Γρηγόριου του Νανζιαζηνού, που ήταν άνθρωποι με κλασική μόρφωση, καθιερώθηκε μια νέα ορθοδοξία. Με τα συγγράμματά τους πέτυχαν να συμβιβάσουν τον ελληνισμό και το χριστιανισμό και να ηρεμήσουν την εκκλησία από τις θεολογικές έριδες που είχε προκαλέσει η διδασκαλία του αλεξανδρινού ιερέα Άρειου, μια διδασκαλία που διατυπώθηκε μετά τη «συμμαχία» του χριστιανισμού με την ελληνική φιλοσοφία και που είχε διαιρέσει την ρωμαϊκή οικουμένη σε δύο στρατόπεδα για ένα θέμα καθαρά θρησκευτικής μεταφυσικής.

Παραπομπές

1 Στο μνημειώδες τρίτομο βιβλίο του «Roma sotterranea» -Ρώμη 1864-1867.

2 Όπως η Αλεξάνδρεια, η Έφεσσος, η Αντιόχεια, τα Ιεροσόλυμα, και ακόμα σε κέντρα παρά τον Ευφράτη ποταμό όπως η Νίσιβις, η Έδεσσα κ.α..

3  Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «Αρχαιολογία της χριστιανικής τέχνης» Εν Επετηρίδι Θεολογικής σχολής, 1925, Τόμος 1ος, σ.288 κ.ε.

4 D. TALBOT RICE: «Βυζαντινή Τέχνη». Εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1994, (σ. 28-29)

5  E. H. GOMBRICH: «Ιστορία της Τέχνης». M.I.E.T-1994, σ.

6 Αυτό φαίνεται ενδεικτικά στην τοιχογραφία από την κατακόμβη της Πρισκίλλας στη Ρώμη, του 3ου μ.Χ αι., που απεικονίζει τους «Τρεις παίδες εν τη καμίνω». Ήταν ικανοί να αποδώσουν την ανθρώπινη μορφή με λίγες αδρές πινελιές.

 7 ΔΗΜΟΣ ΘΕΟΣ:  (αυτ. σ. 7)

8 Εικόνες του Χριστού αναφέρονται πρώτα από τους Γνωστικούς οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι τους είχαν παραδοθεί έμμεσα από περιγραφές του Πιλάτου. Από μια τέτοια πηγή προερχόταν, κατά πάσα πιθανότητα, το άγαλμα του Χριστού που έστησε ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος Σεβήρος στο μικρό ναό της κατοικίας του.

 9 Όπως στη «σαρκοφάγο του Ιουνίου Βάσσου» (359 μ.Χ.) στην κρύπτη του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη.

10  Η άμεση σχέση της νεογέννητης χριστιανικής τέχνης με τις μεθόδους της ειδωλολατρικής ελληνιστικής τέχνης, φαίνεται χαρακτηριστικά και από την ταυτόχρονη παράθεση συμβόλων, μορφών και στοιχείων που έχουν άμεση αναφορά στην παλαιά θρησκεία, όπως ο αρχαίος θεός του ουρανού που κρατά το στερέωμα πάνω στο οποίο πατάει ο Χριστός, ο όφις κ.α.


(Το κείμενο αποτελεί μέρος της μελέτης μου: «ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ- Μια επισκόπηση της εξέλιξης του πολιτισμού», Γ΄Μέρος: ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ, 1. ΤΟ ΝΕΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ-ΠΡΩΤΟΙ μ.Χ ΑΙΩΝΕΣ Η μετάβαση προς ένα ανώτερο επίπεδο συνείδησης-2. Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ


ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ


Ο Καλός Ποιμένας, τοιχογραφία από την Κατακόμβη της Δομιτίλλας στη Ρώμη, τέλη 2ου-αρχές 3ου αι.



Ο καλός Ποιμήν. Τοιχογραφία, κατακόμβη της Πρισκίλας, Ρώμη, β΄ μισό 3ου αι μ.Χ.. Πρωτοχριστιανική Περίοδος)


«Ο Καλός Ποιμένας», ψηφιδωτό από το μαυσωλείο της Γάλα Πλακίδια στη Ραβένα, 425.


Το Όραμα του Προφήτη Ιεζεκιήλ, ψηφιδωτό στον Όσιο Δαβίδ της Θεσσαλονίκης, 475-500 μ.Χ


Άγιος Πρίσκος,  λεπτομέρεια, 4ος προς 5ο μ.Χ αιώνα, Ροτόντα Θεσσαλονίκη


Άγιος Λέων,  λεπτομέρεια, 4ος προς 5ο μ.Χ αιώνα, Ροτόντα Θεσσαλονίκη


Ο Αδάμ και η Εύα, (Λεπτομέρεια από τη σαρκοφάγο του Junius Bassus (359 μ.Χ)


Η θυσία του Ισαάκ, (Λεπτομέρεια από τη σαρκοφάγο του Junius Bassus (359 μ.Χ)


Μαρμάρινη πλάκα με ανάγλυφη παράσταση της Γέννησης, Τέλη 4ου αι.-αρχές 5ου αι.


Η αρχαιότερη χριστιανική απεικόνιση της Σταύρωσης.420-430


Η προσκύνηση των Μάγων, (Λεπτομέρεια από σαρκοφάγο του 4ου π.Χ αι. Βατικανό


Χριστιανική σαρκοφάγος

Χριστιανική σαρκοφάγος του Λατερανού


Χριστιανική σαρκοφάγος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...