Φθάνοντας
οι Οθωμανοί Τούρκοι στην Μικρά Ασία ηττημένοι και διωγμένοι από τα μέρη και
τους λαούς που πέρασαν, συνάντησαν μία πλούσια αυτοκρατορία αλλά ευάλωτη.
Ξεκίνησαν αμέσως τις επιδρομές και τις λεηλασίες των πόλεων και της υπαίθρου.
Οι μαρτυρίες είναι πολλές όπως και τα γραπτά όχι μόνον από Βυζαντινούς αλλά και
από Σύριους συγγραφείς της εποχής που γράφουν αραβικά για την άφιξη των
Οθωμανών. Οθωμανικές πηγές δεν έχουμε διότι Τούρκοι που να γράφουν εκείνη την
μακρινή εποχή δεν υπάρχουν.
Όταν λεηλατούν τις πόλεις
και τις πιο πλούσιες κατοικίες αυτών, επιστρέφουν στα οροπέδια της
Νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας για να μείνουν στις τέντες τους και δίπλα στα
άλογα τους που είναι αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού τους και κυριολεκτικά το πολυτιμότερο
μέλος της οικογένειας τους. Στην αρχική φάση αποστρέφονται τις Βυζαντινές
πόλεις και προτιμούν να τις λεηλατούν.
Μετά τις μεγαλύτερες και
συνεχείς επιτυχίες τους αντιλαμβάνονται ότι η Μικρά Ασία θα είναι για πάντα ο
νέος τόπος τους σταθερής και μακράς διαμονής. Αντιμετωπίζουν όμως ένα μείζον
πρόβλημα οργάνωσης της κυριαρχίας τους. Πληθυσμιακά είναι η απόλυτη μειοψηφία
στην Μικρά Ασία. Είναι δραματικά λίγοι. Η Μικρά Ασία είναι χριστιανική και μιλά
Ελληνικά. Αμέσως ξεκινούν τον βίαιο εξισλαμισμό που θα συνεχίσει και στους
επόμενους αιώνες όταν θα κορυφωθεί με τον πιο βάρβαρο, ωμό και αποτρόπαιο
μηχανισμό που είναι τα παιδομαζώματα.
Η αιώνια πηγή του πιο
τρομερού στρατού των Οθωμανών Τούρκων, των γενιτσάρων.
Άλλη οργανωμένη και μεγάλη
σε έκταση και διάρκεια αυτοκρατορία στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού δεν
αναφέρεται να κάνει παιδομαζώματα.
Για τα παιδομαζώματα η
βιβλιογραφία είναι ατέλειωτη αλλά προτίμησα να παραθέσω μία περιγραφή που
χαρακτηρίζεται για τον ρεαλισμό της και την δραματικότητα της που εξελίσσεται
σε μία διαρκής τραγωδία απίστευτου φόρου αίματος.
Την περιγραφή αυτή που
παραθέτω την δίνει ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Ίβο Άντριτς, και
αφορά την τραγική γη της Βοσνίας το έτος 1516. Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο
«Το Γεφύρι του Δρίνου» σε μετάφραση του Χρήστου Γκούβη και εκδόσεις Καστανιώτη,
σελίδες 25 και 26.
Αυτό το παιδομάζωμα το
ξέρουμε πολύ καλά διότι ανέδειξε έναν από τους μεγαλύτερους βεζίρηδες της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Σόκολι Μεχμέτ Πασά. Παιδί Σέρβων ορθόδοξων
χριστιανών έγινε γενίτσαρος, αξιωματικός, αργότερα Καπουδάν Πασάς, γαμπρός του
Σουλτάνου, και τελικά αρχηγός όλου του στρατού που διεύρυνε όσο κανένας άλλος
τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ασφάλισε από εξωτερικούς και
εσωτερικούς εχθρούς.
Σφαγιάστηκε από Δερβίση σε
μεγάλη ηλικία που έβαλαν οι αντίπαλοι του στον τρίτο κατά σειρά Σουλτάνο που
υπηρετούσε. Ίσως ο τρίτος Σουλτάνος που υπηρετούσε να ήταν ο μοιραίος ηθικός
αυτουργός της δολοφονίας του για τα τόσα καλά που έκανε στην Αυτοκρατορία. Σε
έναν τέτοιο πολιτισμό η ευγνωμοσύνη σημαίνει εκτέλεση…
Το μέγα βέβαιο ιστορικό
γεγονός είναι ότι οι Τούρκοι με την επικράτηση τους κατέστρεψαν ταυτόχρονα τον
Βυζαντινό και τον Αραβικό Πολιτισμό. Πώς να το πω αλλιώς. Είναι σαν οι Τούρκοι
να κατέβασαν τον διακόπτη και ενώ η Ευρώπη γνώριζε την Αναγέννηση που οδήγησε
στις Ανακαλύψεις και στον Διαφωτισμό, μία ατέλειωτη και μυθική από ιστορία και
πολιτισμό έκταση, τα Βαλκάνια, η Μικρά Ασία, η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική
βυθίστηκαν στο σκοτάδι για πολλούς αιώνες χωρίς ποτέ ξανά αυτές οι περιοχές να
γνωρίσουν τον πολιτισμό που είχαν και τις λαμπρές πόλεις που σημάδεψαν την
ένδοξη ιστορία τους.
Ακολουθεί η περιγραφή του
Βοσνιακού Παιδομαζώματος του 1516 από τον Ίβο Άντριτς.
«Είχαν περάσει κιόλας έξι
χρόνια από την τελευταία φορά που είχε εισπραχθεί αυτός ο φόρος αίματος, γι’
αυτό και τώρα το διάλεγμα των παιδιών ήταν εύκολο και πολύ αποδοτικό. Χωρίς
δυσκολίες, ξεδιαλέχτηκε ο αριθμός που χρειαζόταν ανάμεσα στα πιο έξυπνα και πιο
γεροδεμένα αρσενικά παιδιά, δέκα ως δεκαπέντε χρόνων, παρ’ όλες τις προσπάθειες
των γονιών τους που τα έκρυβαν στα κοντινά δάση, τα δασκάλευαν να παριστάνουν
τα βλαμμένα ή τ’ ανάπηρα, τα έντυναν με κουρέλια και τ’ άφηναν βρώμικα για να
γλιτώσουν από το διάλεγμα του αγά. Κάποιοι σακάτευαν πραγματικά τα παιδιά τους
κόβοντας τους ένα δάχτυλο του χεριού.
Τα διαλεγμένα παιδιά
ξεκινούσαν το μακρινό ταξίδι τους σε μια ατέλειωτη πομπή, βολεμένα πάνω σε
μικρόσωμα βοσνιακά άλογα. Πάνω σε κάθε άλογο ήταν δύο καλάθες, μια από την κάθε
πλευρά, σαν αυτές που φορτώνουν φρούτα, και σε καθεμιά τους είχαν βάλει από ένα
παιδί με το μπογαλάκι του κι ένα κομμάτι πίτα, το τελευταίο από το πατρικό του
σπίτι. Από τις καλάθες που ταρακουνιόνταν κι έτριζαν ρυθμικά ξεπρόβαλαν τα
δροσερά και κατατρομαγμένα προσωπάκια των άμοιρων παιδιών. Κάποια απ’ αυτά
κοίταζαν ήρεμα, πάνω από τα καπούλια των αλόγων, πέρα, μακριά, τον τόπο που
γεννήθηκαν, άλλα έτρωγαν βρέχοντας με δάκρυα το φαγητό τους κι άλλα κοιμόνταν
ακουμπώντας το κεφάλι τους πάνω στο σαμάρι.
Σε κάποια απόσταση από τα
τελευταία άλογα αυτού του παράξενου καραβανιού σέρνονταν, σκορπισμένοι και
λαχανιασμένοι, πολλοί από τους γονιούς και συγγενείς των παιδιών που τα παίρναν
για πάντα σε ξένους τόπους, όπου με τη βία θα τουρκέψουν, θα τους αλλάξουν
πίστη, θα ξεχάσουν τον τόπο τους και τη φυλή τους και θα ζήσουν στους στρατώνες
των γενιτσάρων ή θ’ ανέβουν σε υψηλά αξιώματα της αυτοκρατορίας. Απ’ αυτούς που
ακολουθούσαν, οι περισσότεροι ήταν γυναίκες, πιο πολλές μανάδες, γιαγιάδες κι
αδελφές των αρπαγμένων παιδιών. Όταν ξεθάρρευαν και πλησίαζαν πολύ, οι
καβαλάρηδες του Τούρκου αγά, ξεφωνίζοντας άγρια, έπεφταν πάνω τους με τ’ άλογα
και τις έδιωχναν με τα καμουτσίκια τους. Κι αυτές πάλι σκόρπιζαν για λίγο στο
διπλανό δάσος και γύριζαν ξανά για ν’ ακολουθήσουν το καραβάνι προσπαθώντας
μέσα από τα δάκρυα τους να ξεχωρίσουν, για μια φορά ακόμα, το κεφαλάκι του
παιδιού τους που ξεπρόβαλλε πάνω από την καλάθα την ώρα που το πήγαιναν στο
άγνωστο. Οι μανάδες ήταν πιο πεισματάρες και δε συγκρατούνταν εύκολα. Έτρεχαν
γρήγορα, χωρίς να προσέχουν που πατάνε, ξέστηθες, αναμαλλιασμένες, αδιαφορώντας
για τα γύρω τους, μοιρολογώντας κι ολολύζοντας σαν να ξεπροβοδούσαν πεθαμένο,
και μερικές, έξω από τα λογικά τους, ούρλιαζαν λες και σκιζόταν η μήτρα τους
στα δύο από τους πόνους της γέννας, ενώ τυφλωμένες από το κλάμα έπεφταν
καταπάνω στα καμουτσίκια των Τούρκων καβαλάρηδων και σε κάθε καμουτσικιά
απαντούσαν με ένα τρελό ερώτημα: «Που το πάτε; Που μου το πάτε;» Κάποιες
προσπαθούσαν να φωνάξουν καθαρά το όνομα του παιδιού τους και να του δώσουν
κάτι ακόμα από την ψυχή τους, ότι μπορούσε να χωρέσει σε λίγες λεξούλες, κάποια
τελευταία παραγγελία, μια συμβουλή στο δρόμο.
- Ράντε γιε μου, μην
ξεχνάς τη μάνα…
- Ήλιγια… Ήλιγια… Ήλιγια…
φώναξε μια άλλη
κι έψαχνε με την
απελπισμένη της ματιά να συναντήσει το γνωστό της αγαπημένο προσωπάκι, ενώ
έλεγε και ξανάλεγε ασταμάτητα το ίδιο, λες κι ήθελε να φυτέψει στο κεφάλι του
παιδιού αυτό το όνομα που σε λίγες μέρες θα του το πάρουν για πάντα.»
Panagiotis Evangelopoulos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου