Τι ξέρουμε για το κρασί στην
αρχαία Ελλάδα;
Η
άμπελος ήταν γνωστή σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα και σε όλους τους παράκτιους
θύλακες που είχαν αποικίσει οι Έλληνες, από την Καταλονία ως την Κριμαία. Στην
πραγματικότητα, η κατανάλωση οίνου θεωρείτο σύμβολο της ελληνικής πολιτιστικής
ταυτότητας.
Ήταν σημάδι του
βαρβαρισμού τους ότι οι βάρβαροι έπιναν μπύρα. Στις περιπτώσεις που ήξεραν το
κρασί – και οι Έλληνες παραδέχονταν ότι οι άλλοι πολιτισμοί δεν το αγνοούσαν
εντελώς – το κακομεταχειρίζονταν.
Το κρασί το ίδιο, στην
ακατέργαστη και μη αραιωμένη μορφή που σπάνια έπιναν οι Έλληνες, ήταν γλυκό
και, εξαιτίας του ζεστού κλίματος και της μικρής παραγωγής, συνήθως πλησίαζε το
ανώτατο όριο της κλίμακας περιεκτικότητας σε αλκοόλ, δηλαδή το 15-16%, αντί του
12,5% το οποίο θεωρείται φυσιολογικό σήμερα.
Πολύ συχνά, στην
επιφάνειά του επέπλεαν στέμφυλα ή είχε μούργα και έπρεπε να το σουρώσεις πριν
το ανακατέψεις ή το σερβίρεις. Επομένως, τα κόκκινα κρασιά θα πρέπει να ήταν
πολύ σκουρόχρωμα και με πολλές τανίνες.
Όταν
ο δίνος γεμίζει έως το χείλος, τα ζωγραφισμένα πλοία στο εσωτερικό φαινόταν να
επιπλέουν στη «σκοτεινή θάλασσα του κρασιού», μια από τις πιο διάσημες
ποιητικές περιγραφές του Ομήρου.
Η ευωδιά του αρχαίου
κρασιού έλεγαν ότι είχε ισχυρή επίδραση στους λάτρεις του κρασιού και ενίοτε τη
συνέκριναν με το άρωμα των λουλουδιών. Μερικά άλλα αρώματα όμως μπορεί να μη
μας φαίνονταν οικεία στη σύγχρονη εποχή. Κατ’ αρχάς, το κρασί αποκτούσε τη
γεύση του αγγείου στο οποίο το μετέφεραν ή το φύλαγαν’ και δε χρησιμοποιούσαν
τότε τα δρύινα βαρέλια που χαρίζουν στα σύγχρονα κρασιά το χαρακτηριστικό άρωμα
βανίλιας. Εννοούμε μυρωδιά πίσσας ή ρετσινιού, που χρησιμοποιούσαν στο
σφράγισμα των αμφορέων, ενώ σε κάποιες περιστάσεις, το κρασί έπαιρνε τη μυρωδιά
του πρόβιου ή κατσικίσιου δέρματος, από τους ασκούς όπου το φύλαγαν.
Ζωγραφική
σε αγγείο Αθήναι 5 ος αι π.Χ. Ασκός μεταφοράς υγρών
Μερικές φορές, σε
διάφορα στάδια της διαδικασίας παρασκευής και προετοιμασίας, πρόσθεταν κι άλλα
συστατικά, όπως θαλασσινό νερό, αρωματικά βότανα, μυρωδικά και, σε μια
περίπτωση, μέλι και ζυμάρι.
Ο Αριστοτέλης, στη
διατριβή του «Περί μέθης”, αναφέρει την οινοποσία από «ροδίτικη χυτρίδα”, στην
οποία προσέθεταν ένα εκχύλισμα από μείγμα σμύρνας, σχίνου, άνθους κρόκου και
Βαλσάμου κινναμώμου. Προφανώς, όταν ζεσταινόταν το αγγείο, τα μυρωδικά μείωναν
τη μεθυστική δύναμη του υγρού που περιείχε.
Κατά το Μνησίθεο, έχουμε
τρία διαφορετικά χρώματα κρασιού: το «μαύρο», το «άσπρο» και το «κιρρό», δηλαδή
το κεχριμπαρένιο.
Τα άσπρα και τα
κεχριμπαρένια κρασιά ήταν ή γλυκά ή ξηρά, τα μαύρα μπορούσαν να είναι επίσης
και μέτρια. Ο Ιπποκράτης πάλι, στη διατριβή του «Περί διαίτης», διακρίνει τα
κρασιά και σε «αρωματικά» ή «χωρίς άρωμα», «λεπτά» ή «παχιά», σε «δυνατά» ή
«πιο αδύναμα».
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου