Στις 29 Ιουνίου 1927 η σπιτονοικοκυρά ενός μυστήριου Έλληνα στο Παρίσι ανησύχησε που, δυο μέρες, δεν τον είχε δει. Το όνομα αυτού: Γεράσιμος Βώκος. Κάλεσε αμέσως την αστυνομία. Μόλις έσπασαν οι άνδρες την πόρτα του δωματίου, αντίκρισαν, άψυχο κάτω από το κρεβάτι του, το σώμα του.
Καλοδεμένος και γερό
σκαρί, μα ανήσυχος, λιγομίλητος, παράξενος και θαλασσοδαρμένος από τις
φουρτούνες της ζωής, ο Γεράσιμος Βώκος άλλαζε κάθε λίγο επάγγελμα, τόπο και
φάτσα. Πότε στην Αθήνα, πότε στον Περαία, πότε στα χωριά του Πηλίου, πότε στην
Αλεξάνδρεια, πότε στο Παρίσι, πότε στη Λόντρα, πότε στη Νέα Υόρκη και πότε…
πουθενά, – όταν χάλαγε μέσα του «ο ρυθμός του κόσμου» (Βιζυηνός) – πότε
φρεσκοξυρισμένος και με ψαλιδισμένο μαύρο μουστάκι, πότε με γκρίζα γένια και
μακρύ μουστάκι. Δεν τον χωρούσε ούτε ο τόπος, ούτε ο… εαυτός του.
Έτσι περιγράφει τον
λογοτέχνη και ζωγράφο Γεράσιμο Θ. Βώκο (1868-1927) ο φίλος του Κώστας Βάρναλης
(1884-1974) το 1939 στο βιβλίο του “Ζωντανοί Άνθρωποι”, το οποίο επανεκδόθηκε
από τον Κέδρο το 1978. Στο ίδιο μήκος κύματος και το πνευματικό τέκνο του, ο
γλύπτης Φωκίων Ρωκ (1891-1945) σημείωνε:
«Υπάρχουν μερικές
φυσιογνωμίες που μπορείτε να τις συναντήσετε οπουδήποτε, χωρίς να εκπλαγείτε.
Έτσι, εκεί που έπινα τον καφέ μου εις την Ροτόντα, βλέπω έξαφνα τον Γεράσιμον
Βώκον. Όχι στο Παρίσι, αλλά και στο Τόκιο αν τον συναντούσα, δεν θα μου έκανε
εντύπωση». Ο Βάρναλης τον θυμόταν και στα φιλολογικά απομνημονεύματά του, που
δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα “Ανεξάρτητος” το 1935 και σε δεύτερη έκδοση, με τη
φιλολογική επιμέλεια του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου (1945-2021), εκδόθηκαν από τον
Κέδρο το 1981.
Για
τη συνέχεια εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου