ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

Φώτης Κόντογλου - Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής. Οἱ τρεῖς πειρασμοί


Πολλά, ἀμέτρητα, εἶναι ὅσα γραφήκανε γιὰ τὸν Παπισμό, ἀλλὰ λίγα εἶναι σὰν αὐτὰ ποὺ ἔγραψε γιὰ τὸ αἰνιγματικὸ τοῦτο σύστημα ὁ πλέον βαθυστόχαστος κι᾿ ἀποκαλυπτικὸς Ρῶσος συγγραφέας Θεόδωρος Ντοστογέφσκης. Τοῦτο τὸ μοναδικὸ κείμενο εἶναι ἕνα κεφάλαιο μέσα στὸ βιβλίο τοῦ «Τ᾿ Ἀδέρφια Καραμάζωφ», κι᾿ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο ἔχει γιὰ ἐπανώγραμμα «Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής». Ὁ Ντοστογέφσκης, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι ἕνα φιλοσοφικὸ πνεῦμα, ὡστόσο στὸν «Μέγαν Ἱεροεξεταστή» αἰσθάνεται καὶ γράφει σὰν Ὀρθόδοξος, ποὺ ξέρει καλὰ ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Χριστὸς κι᾿ ἡ διδασκαλία του.

Στὸν «Μέγαν Ἱεροεξεταστή» βάζει τὸν Χριστὸ ἀντιμέτωπο μὲ τὸν ψεύτικο ἀντιπρόσωπό του στὴ γῆ, μὲ τὸν Ἰησουίτη Ἱεροεξεταστή, τὸ φοβερὸ τέρας ποὺ ἔκαιγε τοὺς «αἱρετικούς» στ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἕνα πρᾶγμα ἀπίστευτο κι᾿ ἀκατανόητο. Εἶναι τρομερὸ νὰ σκεφθῇ κανένας τί μπορεῖ νὰ κάνῃ ὁ διάβολος γιὰ νὰ δυσφημήσῃ τὸν Χριστό, ἀφοῦ φτάνει στὸ σημεῖο νὰ φαίνεται ὁ σατανᾶς πὼς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός!

Σ᾿ αὐτὸ τὸ παράδοξο κείμενο τοῦ Ντοστογέφσκη, ὁ Ἱεροεξεταστὴς κάνει μία μακρυὰ ἐξομολόγηση στὸν Χριστό, ποὺ δὲν βγάζει μήτε μία λέξη ἀπὸ τὸ στόμα του γιὰ νὰ δώσῃ ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα τοῦ ἱεροδικαστῆ, καὶ γιὰ τοῦτο ἀποκρίνεται ὁ ἴδιος σὲ ὅσα ἐρωτᾷ. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅσα λέγει εἶναι ἕνας καταθλιπτικὸς μονόλογος ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα κάποιου πλάσματος ποὺ θαρρεῖς πὼς ἀνέβηκε ἀπὸ τὴν κόλαση.

Ὁ Ἱεροεξεταστὴς καταδίκασε κάποιους «αἱρετικούς» σε θάνατο μὲ τὴ φωτιά, κι᾿ ἀφοῦ ἔγινε θανάτωση στὴ μεγάλη πλατεῖα μιᾶς σπανιόλικης πολιτείας, γύρισε πίσω στὸ κελλί του, ποὺ βρισκότανε στὸ κτίριο τοῦ «Ἱεροῦ Δικαστηρίου», ἱκανοποιημένος πῶς ἔκανε τὸ χρέος του, κατὰ τὸ σύστημα ποὺ ὑπηρετοῦσε μ᾿ ἕναν φρικτὸν φανατισμό. Τὸ σύστημά του ἤτανε ἕνας Χριστιανισμὸς ὄχι ὅπως τὸν δίδαξε ὁ Χριστός, ἀλλὰ παραμορφωμένος κι᾿ ἀγνώριστος ὁλότελα, μέχρι ποὺ νὰ μοιάζῃ μὲ θρησκεία τοῦ ἀντιχρίστου, κι᾿ αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ μποροῦνε οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸν δεχτοῦνε, ἐπειδὴ ἐκεῖνα ποὺ παραγγέλνει καὶ ποὺ ζητᾷ ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς του εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη τοῦ Ἱεροξεταστῆ καὶ τῶν ὁμοίων του, ἀπόλυτα κι᾿ ἀνεφάρμοστα, ὑπεράνθρωπα κι᾿ ἀπάνθρωπα. Δηλαδὴ ὁ Χριστιανισμὸς ἔγινε ἕνα σύστημα σὰν τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα συστήματα, μιὰ κοσμικὴ ἐξουσία ποὺ ἔχει στὴν ἐξουσία της τοὺς πιστούς της, καὶ ποὺ τοὺς διοικεῖ, τοὺς κρίνει καὶ τοὺς καταδικάζει ὅπως ἡ πολιτικὴ ἐξουσία. Ἀπὸ τὸν Χριστὸ κράτησε μοναχὰ τὸ προσωπεῖο, κι᾿ ὅ,τι κάνει, λέγει πὼς τὸ κάνει στ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ τὸ κάνει στ᾿ ὄνομα τοῦ σατανᾶ. Γιὰ τοῦτο ὁ Ἱεροεξεταστὴς ὁλοένα ἀναφέρει τὸν διάβολο μὲ σεβασμό, καὶ τὸν ὀνομάζει «Αὐτός», «τὸ Μέγα καὶ Σοφὸ Πνεῦμα», «τὸ Σοφὸ καὶ ἰσχυρὸ Πνεῦμα».

Ἀλλὰ ἀναπάντεχα, ἐνῷ ὁ Ἱεροεξεταστὴς ἤτανε ἱκανοποιημένος ποὺ ἔκαψε τοὺς αἱρετικούς, ὑπηρετώντας τὸ σύστημα τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας, ἀναπάντεχα φανερώνεται ὁ Χριστὸς μέσα στὸν δρόμο, κι᾿ ὁ κόσμος τρέχει ἀπὸ πίσω του, κλαίγοντας ἀπὸ συγκίνηση. Μὲ ὅλο ποὺ δὲν λέγει ποιὸς εἶναι, κι᾿ οὔτε βγάζει μιλιὰ ἀπὸ τὸ στόμα του, ὡστόσο ὅλοι καταλάβανε πὼς ἤτανε ὁ Χριστός. Τρέξανε λοιπὸν καὶ τοῦ πήγανε τοὺς ἀρρώστους τους, κι᾿ Ἐκεῖνος τοὺς θεράπευε, ἀνάστησε μάλιστα κι᾿ ἕνα πεθαμένο παιδάκι, μπροστὰ στὴν καθεδρικὴ ἐκκλησιὰ τῆς Σεβίλλιας, ἐκεῖ ποὺ καίγανε τοὺς «αἱρετικούς» στ᾿ ὄνομά του.

Ἐκείνη τὴ στιγμὴ πέρασε ἀπὸ κεῖ ὁ Ἱεροεξεταστής, ψηλός, κοκκαλιάρης, καραμουντζωμένος καὶ κατσουφιασμένος, ἴδιος σκιάχτρο, μὲ βαθουλωμένα μάτια ποὺ βγάζανε σπίθες, γέρος ἐνενήντα χρονῶν.


Μόλις εἶδε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε, ἔδωσε διαταγὴ στὴν «ἁγία φρουρά», ποὺ τὸν φύλαγε, νὰ τὸν πιάσουνε. Πιάσανε λοιπὸν τὸν Χριστό, κι᾿ ὁ λαός, ποὺ λίγο πρὶν ἔκανε σὰν τρελλὸς ἀπὸ τὴ χαρά του γιὰ τὸν Χριστό, ἄνοιξε δρόμο, ταπεινὰ κι᾿ ὑπάκουα, γιὰ νὰ περάσουνε οἱ στρατιῶτες μὲ τὸν κατάδικο τὸν Χριστό, κι᾿ ὅλοι σκύψανε ὡς τὴ γῆ μπροστὰ στὸν Ἱεροεξεταστή. Καὶ κεῖνος βλόγησε σιωπηλὰ τὸν λαό, καὶ γύρισε στὸ διαμέρισμά του, ὅπως εἴπαμε στὴν ἀρχή.


Αὐτὴ τὴ διήγηση τὴν παρουσιάζει ὁ Ντοστογέφσκης σὰν λογοτεχνικὸ ἔργο τοῦ Ἰβᾶν Καραμάζωφ, ποὺ ἤτανε ἕνας ἀπὸ τοὺς γυιοὺς τοῦ γέρου Καραμάζωφ, σπουδασμένος στὴν εὐρωπαϊκὴ φιλοσοφία. Καὶ τὸ διαβάζει στὸν μικρότερο ἀδελφό του, τὸν Ἀλιόσα, ποὺ εἶχε γίνει καλόγερος, ὑποτακτικὸς σ᾿ ἕναν ἅγιο γέροντα ξομολόγο, ἕναν «στάρετς», ὅπως τοὺς λέγουνε στὰ ρωσικά.


Ὁ Ἀλιόσας, κάθε τόσο διακόπτει τὸν Ἰβὰν ποὺ διαβάζει, καὶ κάνει κάποιες παρατηρήσεις. Αὐτὲς δὲ τὶς βάζω στὸ κείμενο τοῦ Ντοστογέφσκη ποὺ δίνω παρακάτω, γιὰ νὰ μὴν κόβεται ὁ μονόλογος τοῦ Ἱεροεξεταστῆ.


Πρέπει νὰ σημειώσω πὼς αὐτὸ τὸ κείμενο δὲν τὸ ἀφήνω ὅπως εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν συγγραφέα, ἀλλὰ τὸ ἄλλαξα κάμποσο, σὲ πολλὰ τὸ ἄλλαξα πολύ, σὲ ἄλλα μέρη τὸ συντόμεψα καὶ σὲ ἄλλα μέρη προσπάθησα νὰ τὸ κάνω πιὸ ἁπλοποιημένο, ὥστε νὰ τὸ καταλάβη ὁ ἀναγνώστης καλύτερα. Τὸ ὕφος του Ντοστογέφσκη, ἐπειδὴ εἶναι νευρικό, ἀκατάστατο, καὶ συχνὰ ἔχει κάποια βορεινὴ ἀοριστία, τὸ ἄλλαξα, κάνοντάς το πιὸ ἥσυχο, πιὸ καθαρὸ καὶ πιὸ ἁπλό, γιὰ νὰ νοιώση ὁ ἀναγνώστης τὰ δύσκολα καὶ βαθειὰ νοήματα πιὸ εὔκολα. Κάπου-κάπου ἔβαλα καὶ κάποια λόγια τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ δὲν τὰ ἔχει ὁ Ῥῶσος συγγραφέας, γιὰ νὰ γίνουν οἱ ἰδέες του πιὸ χειροπιαστές, καθὼς καὶ μερικὰ ἐξηγητικὰ λόγια καὶ ὑποσημειώσεις.


Ἡ βάση, ποὺ ἀπάνω της εἶναι γραμμένος «ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής», εἶναι, μὲ ἁπλὰ λόγια, τούτη: Πῶς ὁ Παπισμὸς εἶναι ἕνα σύστημα φοβερό, βγαλμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ πονηρὴ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ θέλει νὰ ἐξουσιάζῃ ἀπάνω στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς κάνῃ ὑποτακτικούς του, χωρὶς ἀγάπη, χωρὶς πίστη, χωρὶς τίποτα χριστιανικό, ἀλλὰ γεμάτο ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ διαβόλου, ποὺ λέγει ὅμως πονηρὰ πῶς ἡ ἐξουσία του προέρχεται ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ πὼς ὅ,τι κάνει τὸ κάνει ἐν ὀνόματί Του. Αὐτὴ ἡ σατανικὴ ὑποκρισία εἶναι τὸ μυστικὸ αὐτοῦ τοῦ συστήματος, ποὺ τὸ κρύβουνε καλὰ οἱ ἱερωμένοι του. Ἀλλὰ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής, ἀπὸ τὴν ὀργὴ ποὺ ἔνοιωσε σὰν εἶδε τὸν Χριστὸ νὰ ἔρχεται πάλι σὲ τοῦτο τὸν κόσμο γιὰ νὰ χαλάσῃ τὸ «μεγάλο» ἔργο ποὺ ἔγινε μὲν στ᾿ ὄνομά του, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχῃ σχέση μ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀπὸ τὴν παραφορά του λοιπὸν τὸ φανερώνει, φωνάζοντας στὸν Χριστό: «Ἐμεῖς δεχθήκαμε τὸ ξίφος τοῦ Καίσαρα, ποὺ δὲν θέλησες νὰ τὸ πάρης Ἐσύ, κι᾿ ἔτσι σὲ πετάξαμε Ἐσένα κι᾿ ἀκολουθήσαμε Αὐτόν», δηλαδὴ τὸν διάβολο. Σήμερα ποὺ γίνονται τόσες συζητήσεις ἀπ᾿ ἀφορμὴ τῆς κίνησης ποὺ σηκώθηκε ἄξαφνα γιὰ τὸ σμίξιμο τοῦ Βατικανοῦ μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, κίνηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ἐνσαρκώνει ὁ Παπισμός, κι᾿ ἐπειδὴ οἱ πολλοί, σχεδὸν ὅλοι, εἶναι ἀκατατόπιστοι στὰ ζητήματα τῆς θρησκείας, καὶ δὲν γνωρίζουν τί ἀντιπροσωπεύει ὁ Παπισμὸς καὶ τί ἀντιπροσωπεύει ἡ Ὀρθοδοξία, θεώρησα καλὸ νὰ γράψω μερικὰ ἄρθρα σχετικὰ μ᾿ αὐτὰ τὰ θέματα, κι᾿ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ εἶναι καὶ τοῦτο ποὺ γράφω ἀπ᾿ ἀφορμὴ τοῦ «Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ» τοῦ Ντοστογέφσκη.

* *
Στὸν μονόλογο ποὺ λέγει ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστὴς μπροστὰ στὸν Χριστὸ ποὺ στέκεται βουβός, γίνεται πολὺς λόγος γιὰ τοὺς τρεῖς πειρασμοὺς τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό, καλὸ θὰ εἶναι νὰ κυττάξουμε τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιο γι᾿ αὐτοὺς τοὺς πειρασμούς. Ἂς πάρουμε τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο: «Τότε ὁ Ἰησοῦς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῦ πνεύματος, πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου, καὶ νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα, ὕστερον ἐπείνασε. Καὶ προσελθὼν αὐτῷ ὁ πειράζων εἶπεν: «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται». Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε: «Γέγραπται, οὐκ ἐπ᾿ ἄρτω μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένω διὰ στόματος Θεοῦ». Τότε παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν, καὶ ἴστησιν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ, καὶ λέγει αὐτῷ: «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν κάτω. Γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ, καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψεις πρὸς λίθον τὸν πόδα σου». Ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς: «Πάλιν γέγραπται, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου». Πάλιν παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν λίαν, καὶ δείκνυσιν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν, καὶ λέγει αὐτῷ: «Ταῦτα πάντα σοὶ δώσω, ἐὰν πεσῶν προσκυνήσῃς μοι». Τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς: «Ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ. Γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις». Τότε ἀφίησιν αὐτὸν ὁ διάβολος, καὶ ἰδοὺ ἄγγελοι προσῆλθον καὶ διηκόνουν αὐτῷ» (Ματθ. δ´, 1).


Λοιπὸν ὁ Ἱεροεξεταστὴς λέγει στὸν Χριστό: «Τὸ φοβερὸ καὶ πονηρὸ Πνεῦμα, τὸ πνεῦμα τῆς ἀνυπαρξίας καὶ τῆς αὐτοκαταστροφῆς, μίλησε μαζί Σου στὴν ἔρημο καὶ γράφηκε στὸ Εὐαγγέλιο πῶς σὲ ἔβαλε σὲ δοκιμασία. Ἔτσι δὲν εἶναι; Εἶναι δυνατὸ νὰ εἰπωθῇ ἕνα πρᾶγμα πιὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τὸ νόημα ποὺ ἔχουνε αὐτὰ τὰ τρία ἐρωτήματα ποὺ Σοῦ ἔβαλε καὶ ποὺ Ἐσὺ τὰ πέταξες, καὶ ποὺ στὰ Εὐαγγέλια λέγονται πειρασμοί; Ἂν ἔγινε ποτὲ στὴ γῆ ἕνα ἀληθινὸ θαῦμα, τρανταχτὸ σὰν κεραυνός, αὐτὸ ἤτανε μοναχὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε ἐκείνη τὴν ἡμέρα, τὴν ἡμέρα τῶν τριῶν πειρασμῶν. Ἂν συνάζαμε ὅλους τοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου, τοὺς ἐξουσιαστές, τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς στοχαστές, τοὺς φιλοσόφους, τοὺς ποιητές, καὶ τοὺς λέγαμε: «Βρῆτε καὶ συνθέσετε τρία ἐρωτήματα, ποὺ νἄχουνε ἀνταπόκριση ὄχι μὲ τὸ ἄφθαστο ὕψος τῆς στιγμῆς ἐκείνης, ἀλλὰ μέσα σὲ τρεῖς φράσεις, σὲ τρεῖς λέξεις τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας, νὰ κλείνεται ὁλόκληρη ἡ μελλοντικὴ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, πιστεύεις, Ἐσύ, πῶς ὅλη ἡ σοφία τοῦ κόσμου μαζεμένη θὰ μποροῦσε νὰ συλλάβῃ κάποιο πρᾶγμα ποὺ νὰ εἶναι σὲ δύναμη καὶ σὲ βάθος ἰσάξιό με τὰ τρία ἐρωτήματα ποὺ Σοῦ πρότεινε τότε τὸ κραταιὸ καὶ πονηρὸ Πνεῦμα τῆς ἐρήμου;... Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ τρία ἐρωτήματα βρίσκεται ὁλόκληρο τὸ μέλλον κι᾿ ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας σὰν προφητεία, καὶ σ᾿ αὐτὲς τὶς τρεῖς εἰκόνες σμίγουνε ὅλες οἱ ἀξεδιάλυτες ἀντιφάσεις ποὺ ὑπάρχουνε στὸν κόσμο.


Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ δὲν ἤτανε αὐτὸ τόσο ὁλοφάνερο, ἐπειδὴ τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας ἤτανε ἄγνωστο. Σήμερα ὅμως, ὕστερ᾿ ἀπὸ δεκαπέντε αἰῶνες, μποροῦμε νὰ δοῦμε πῶς μὲ αὐτὰ τὰ τρία ἐρωτήματα προφητευθήκανε τὰ πάντα, καὶ πῶς πόσο ἀληθινὰ βγήκανε, ποὺ ἡμεῖς νὰ μὴ μποροῦμε μήτε νὰ προσθέσουμε, μήτε ν᾿ ἀφαιρέσουμε τίποτα. Κρῖνε τώρα καὶ μόνος Σου ποιὸς εἶχε δίκιο τότε; Ἐσύ, ἢ Ἐκεῖνος ποῦ Σὲ ρωτοῦσε; Θυμήσου τὸ πρῶτο ἐρώτημα. Ἡ ἔννοιά του ἤτανε τούτη: Θέλεις νὰ πᾶς στὸν κόσμο μὲ ἀδειανὰ χέρια, καὶ μοναχὰ μὲ μιὰ ἀόριστη ὑπόσχεση γιὰ ἐλευθερία, ποὺ οἱ στενόψυχοι ἄνθρωποι δὲν μποροῦνε νὰ τὴν καταλάβουνε καθόλου, μάλιστα τὴν φοβοῦνται, γιατὶ γι᾿ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ εἶναι πιὸ ἀνυπόφορο ἀπὸ τὴν ἐλευθερία. Βλέπεις ὅμως τὶς πέτρες σ᾿ αὐτὴ τὴν γυμνὴ καὶ φλογισμένη ἔρημο; Κᾶνε τις ψωμιά, κι᾿ ἡ ἀνθρωπότητα θὰ σὲ ἀκολουθήσῃ σὰν κοπάδι, γεμάτη εὐγνωμοσύνη. Ἀλλὰ Ἐσὺ δὲν ἤθελες νὰ πάρῃς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἐλευθερία, καὶ δὲν παραδέχτηκες αὐτὸ ποὺ σοῦ πρότεινε τὸ κραταιὸ Πνεῦμα, ἐπειδὴ σκέφθηκες τί εἴδους ἐλευθερία θὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀγοράζεται μὲ ψωμιά, καὶ τοῦ ἀποκρίθηκες: «Οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος». Ἀλλὰ γνωρίζεις πῶς ἐν ὀνόματι αὐτοῦ τοῦ ἐπιγείου ἄρτου, τὸ πνεῦμα τῆς γῆς θὰ σηκωθῇ καταπάνω Σου καὶ θὰ Σὲ πολεμήσῃ καὶ θὰ Σὲ νικήσῃ;».


Σημ. Φ.Κ. Αὐτὸν τὸν ξεσηκωμὸ τοῦ πνεύματος τῆς γῆς, δηλαδὴ τῆς σαρκικῆς καλοπέρασης, καταπάνω στὸν Χριστό, τὸν βλέπουμε σήμερα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχή. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα προέρχεται καὶ ἡ κίνηση ποὺ γίνεται γιὰ νὰ ἑνωθοῦνε οἱ λεγόμενοι Χριστιανοί, ἀφοῦ μάλιστα τὸ διακηρύττουν ὅτι γίνεται γιὰ τὴν ἐπίγεια εὐδαιμονία τῆς ἀνθρωπότητας, καὶ τὴν ἐπικροτοῦνε ὅλοι οἱ σαρκικοὶ ἄνθρωποι.


Γιὰ τοὺς ἄλλους δυὸ πειρασμούς, ποὺ πρότεινε ὁ διάβολος στὸν Χριστό, δηλ. νὰ πέση ἀπὸ τὴν σκεπὴ τοῦ ναοῦ γιὰ νὰ τὸν ἁρπάξουν οἱ ἄγγελοι, καθὼς καὶ γιὰ τὸν ἄλλον, νὰ προσκυνήσῃ τὸν σατανᾶ καὶ νὰ πάρῃ στὴν ἐξουσία του τὰ βασίλεια τῆς γῆς, μιλᾷ ὁ Ἱεροεξεταστὴς μέσα στὸ κείμενο τοῦ Ντοστογιέφσκη ποὺ βάζουμε παρακάτω.


Εἴπαμε λοιπὸν πὼς ἡ «ἁγία φρουρὰ» ἔπιασε τὸν Χριστὸ κατὰ διαταγὴ τοῦ Ἱεροεξεταστῆ. Τὸν πήγανε καὶ τὸν κλείσανε σὲ μία στενή, θολωτὴ καὶ σκοτεινὴ φυλακὴ τοῦ Ἁγίου Δικαστηρίου.


Σὰν νύχτωσε, ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής, μ᾿ ἕνα φανάρι στὸ χέρι, ξεκλειδώνει τὴ σιδερόπορτα καὶ μπαίνει μέσα. Σταματᾷ καὶ κυττάζει κατάματα τὸν φυλακισμένο, σὰν νὰ τὸν τρυπὰ μὲ τὸ σουβλερὸ μάτι του. Ὕστερα βάζει τὸ φανάρι ἐπάνω στὸ τραπέζι, πλησιάζει τὸν Χριστό, καὶ τοῦ λέγει: «Εἶσαι Ἐσὺ ὁ ἴδιος;». Δὲν παίρνει καμμιὰ ἀπόκριση. Μὰ κατάλαβε πὼς εἶναι ὁ Χριστός, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν ρωτᾷ: «Γιατί ἦρθες νὰ μᾶς ἐνοχλήσῃς;». Ὁ Χριστὸς στέκεται βουβός. Γιὰ τοῦτο, ὁ Ἱεροεξεταστὴς ἀπαντᾷ ὁ ἴδιος στὰ ἐρωτήματά του.


Λέγει λοιπὸν στὸν Χριστό: «Πρὶν ἀπὸ χίλια πεντακόσια χρόνια ἦρθες νὰ διδάξῃς στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἐλευθερία. Μὰ ἐμεῖς, ἀφοῦ τοὺς ὑποδουλώσαμε, τοὺς κάναμε νὰ πιστεύουν πὼς εἶναι ἐλεύθεροι, ἂν καὶ φέρανε τὴν ἐλευθερία τους καὶ τὴν ρίξανε στὰ πόδια μας.


Αὐτὸς ὁ δρόμος εἶναι ὁ μόνος ποὺ κάνει τοὺς ἀνθρώπους εὐτυχισμένους. Μὰ Ἐσὺ δὲν θέλησες νὰ τὸν ἀκολουθήσῃς. Εὐτυχῶς ὅμως ποὺ μᾶς ἔδωσες τὴν ἐξουσία «τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν», καὶ κάνουμε ἐκεῖνο ποὺ Ἐσὺ δὲν τὸ ἔκανες. Τώρα δὲ μπορεῖ νὰ σκέπτεσαι πῶς μπορεῖ νὰ μᾶς πάρης πίσω αὐτὴν τὴν ἐξουσία. Λοιπόν, γιατί ἦρθες νὰ μᾶς ἐνοχλήσῃς;


Τὸ Μέγα Πνεῦμα Σοῦ ἔβαλε τρία ἐρωτήματα, τότε ποὺ Σὲ πείραξε στὴν ἔρημο. Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα βρίσκεται ὅλη ἡ μέλλουσα ἱστορία τῆς οἰκουμένης καὶ τῆς ἀνθρωπότητας. Ἐνῷ τὸ κραταιὸ Πνεῦμα Σοῦ εἶπε νὰ τὸ προσκυνήσῃς γιὰ νὰ γίνουν «οἱ λίθοι ἄρτοι», Ἐσὺ τοῦ ἀποκρίθηκες: «Δὲν θὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος μοναχὰ μὲ τὸ ψωμί», δηλ. μόνο με τὶς ὑλικὲς ἀπολαύσεις. Ἐσὺ δηλαδή, ἀντὶ αὐτὴ τὴ χεροπιαστὴ ὑλικὴ ἐπιτυχία, τοὺς ἔδινες μία ἐλευθερία ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὴν καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι, γιατὶ ὁ νοῦς κι᾿ ἡ καρδιά τους εἶναι περιωρισμένα. Ἡ ἐλευθερία ποὺ τοὺς ἔδωσες, εἶναι γι᾿ αὐτοὺς τὸ πιὸ ἀνυπόφορο πρᾶγμα. Ἐνῷ ἂν ἔκανες τὶς πέτρες ψωμιά, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα θὰ Σὲ ἀκολουθοῦσε μὲ εὐγνωμοσύνη. Ἐσὺ ὅμως εἶπες: «Δὲν θὰ ζήσῃ μὲ ψωμὶ μοναχὰ ὁ ἄνθρωπος». Ξέρεις λοιπὸν πὼς ἐν ὀνόματι αὐτοῦ τοῦ ἐπίγειου ψωμιοῦ θὰ σηκωθῆ καταπάνω Σου τὸ πνεῦμα τῆς Γῆς (τοῦ κόσμου); Ξέρεις ἀκόμα πὼς ἡ ἀνθρωπότητα μὲ τὸ στόμα τῶν σοφῶν της καὶ τῶν διανοουμένων της θὰ διακηρύξη, ὕστερ᾿ ἀπὸ αἰῶνες, πῶς δὲν ὑπήρξανε μήτε ἁμαρτίες, μήτε ἐγκλήματα, παρὰ μοναχὰ πεινασμένοι ἄνθρωποι; Ἐσὺ τὰ ξέρεις αὐτά. Ἡ σημαία ποὺ θὰ σηκωθῇ καταπάνω Σου θὰ γράφῃ ἀπάνω: «Πρῶτα χόρτασέ μας, κι᾿ ὕστερα ζήτα ἀπὸ μᾶς νὰ κάνουμε τὸν λόγο Σου!». Μὲ αὐτὴ τὴ σημαία θὰ γκρεμίσουν τὸν ναό Σου, καὶ στὴ θέση του θὰ χτίσουνε ἕνα φοβερὸ πύργο τοῦ Βαβέλ.


Ἐμεῖς ὅμως θὰ τοὺς χορτάσουμε, καὶ θὰ τελειώσουμε αὐτὸν τὸν πύργο τοῦ Βαβέλ. Καὶ θὰ τοὺς ποῦμε ψέματα πὼς αὐτὸ ποὺ κάνουμε τὸ κάνουμε στ᾿ ὄνομά Σου. Ἐσὺ τοὺς ὑποσχέθηκες «τὸν οὐράνιον ἄρτον». Μπορεῖ αὐτὸ τὸ ψωμὶ νὰ συγκριθῆ μὲ τὸ χεροπιαστὸ ψωμί, μὲ τὸ ἐπίγειο ψωμί; Καλά, τέλος πάντων, γιὰ «τὸν οὐράνιον ἄρτον» θὰ Σὲ ἀκολουθήσουν χίλιοι, δέκα χιλιάδες, ἑκατὸ χιλιάδες. Ἀλλὰ τί θὰ γίνουνε τὰ ἑκατομμύρια καὶ τὰ δισεκατομμύρια πλάσματα ποὺ δὲν θἄχουνε τὴ δύναμη νὰ περιφρονήσουν τὸ ἐπίγειο ψωμί, γιὰ νὰ λάβουν «τὸν οὐράνιον ἄρτον» Σοῦ; Ἐμεῖς θὰ γίνουμε σωτῆρες γι᾿ αὐτὰ τὰ ἑκατομμύρια, καὶ θὰ μᾶς θεοποιήσουνε, γιατὶ ἐμεῖς πήραμε ἀπάνω μας τὴν ἐλευθερία τους. Ἐμεῖς ὅμως θὰ ποῦμε πὼς ἔχουμε γιὰ ἀρχηγὸ Ἐσένα, καὶ πὼς πήραμε τὴν ἐξουσία ἀπὸ Ἐσένα. Θὰ λέμε ψέματα, μὰ αὐτὸ θὰ εἶναι χρέος μας. Νά, αὐτὰ εἶχα νὰ πῶ γιὰ τὸ πρῶτο ἐρώτημα τοῦ πειρασμοῦ, ποὺ Σοῦ πρότεινε στὴν ἔρημο. Περιφρόνησες τὸ μόνο μέσον ποὺ μ᾿ αὐτὸ θὰ μποροῦσες νὰ κάνῃς νὰ σὲ λατρεύουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, κι᾿ ὄχι μοναχὰ ἐκεῖνοι οἱ λίγοι (δηλ. ἐκεῖνοι ποὺ κρατοῦνε τὸν ἀληθινὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, Φ.Κ.). Οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ παραδώσουν τὴν ἐλευθερία τους σὲ κάποιον. Κι᾿ Ἐσύ, ἀντὶ νὰ πάρῃς τὴν ἐλευθερία τους καὶ νὰ γίνῃς ἐξουσιαστής τους, τοὺς χάρισες ἀκόμα περισσότερη ἐλευθερία. Αὐτὸ ξεπερνᾷ τὴ δύναμή τους, καὶ γιὰ τοῦτο Ἐσὺ στάθηκες γι᾿ αὐτοὺς σκληρός, καὶ δὲν τοὺς ἀγάπησες μὲ τὸ νὰ τοὺς δώσῃς τὴν ἐλευθερία. Γι᾿ αὐτό, Ἐσὺ ὁ ἴδιος συνήργησες στὸ γκρέμισμα τῆς βασιλείας Σου, καὶ δὲν πρέπει νὰ κατηγορᾶς κανέναν γι᾿ αὐτὴ τὴν καταστροφή».


Ὁ Ἱεροεξεταστὴς ἐξακολούθησε νὰ μιλᾷ δίχως νὰ παίρνῃ ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ στεκότανε μπροστά του. Τοῦ μιλᾷ γιὰ τὸν δεύτερο πειρασμό:


«Τὸ πονηρὸ καὶ ἰσχυρὸ Πνεῦμα Σου εἶπε ἀκόμα νὰ πέσῃς ἀπὸ τὴν σκεπὴ τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ Σὲ σηκώσουν οἱ ἄγγελοι γιὰ νὰ μὴν πάθῃς τίποτα. Μὰ Ἐσὺ κι᾿ αὐτὸ δὲν τὸ παραδέχθηκες, καὶ τοῦ ἀποκρίθηκες: «Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου». Καὶ τότε ποὺ Σὲ σταυρώσανε καὶ Σοῦ φωνάζανε περιπαιχτικὰ «κατέβα, ἂν μπορῇς, ἀπὸ τὸν σταυρό», Ἐσὺ δὲν κατέβηκες νὰ τοὺς κάνῃς νὰ σέρνονται μπροστά Σου, γιατὶ δὲν ἤθελες νὰ καταργήσῃς τὴν ἐλευθερία τους.


Γι᾿ αὐτό, ὁ προφήτης καὶ μαθητής Σου ἔγραψε πὼς εἶδε στὴν πρώτη ἀνάσταση μοναχὰ δώδεκα χιλιάδες σωσμένους (Ἀποκάλυψις Ἰωάννου ζ´, 5. Λέγει ὅμως γιὰ δώδεκα χιλιάδες ἀπὸ κάθε φυλὴ τοῦ Ἰσραήλ, Φ.Κ.). Λοιπόν, μοναχὰ αὐτοὶ οἱ λίγοι ἤτανε ἐκεῖνοι ποὺ βαστάξανε τὸν σταυρό Σου καὶ γινήκανε παιδιὰ τῆς ἐλευθερίας Σου, δηλαδὴ οἱ δυνατοί; Κι᾿ οἱ ἄλλοι; Τί θὰ γίνουν οἱ ἄλλοι; Ἦρθες λοιπὸν στὸν κόσμο μοναχὰ γιὰ τοὺς λίγους ἐκλεκτούς; Μὰ αὐτὸ εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε.


Λοιπόν, ἐμεῖς τελειοποιήσαμε τὸ ἔργο Σου, καὶ κάναμε ἕνα σύστημα ποὺ νὰ μὴν χάνονται κι᾿ οἱ ἀδύνατοι. Ὥστε δὲν εἴχαμε δίκιο νὰ κάνουμε ὅπως κάναμε;(1). Δὲν ἀγαπήσαμε ἐμεῖς τὴν ἀνθρωπότητα ὅπως φερθήκαμε; Γιατί λοιπὸν ἦρθες νὰ μᾶς τὸ χαλάσης;


Ὅλα ὅσα Σου λέγω γνωρίζω πῶς τὰ ξέρεις. Λοιπόν, γιατί νὰ Σοῦ κρύψω τὸ μυστικό μας; Ἀλλὰ ἂς Σοῦ τὸ πῶ, νὰ τ᾿ ἀκούσῃς ἀπὸ τὸ στόμα μου: «Λοιπόν, δὲν ἤμαστε μὲ Σένα, ἀλλὰ μ᾿ Αὐτὸν (τὸν διάβολο). Ἀπὸ ὀχτακόσια χρόνια πήγαμε μ᾿ Αὐτόν» (2).


Ἀπὸ ὀχτὼ αἰῶνες δεχθήκαμε ἀπ᾿ Αὐτὸν τὸ τρίτο δῶρο ποὺ Σοῦ πρόσφερε, δείχνοντάς Σου τὰ βασίλεια τῆς γῆς, κι᾿ Ἐσὺ δὲν τὰ δέχτηκες, τὰ πέταξες. Ἡ ἐξουσία εἶναι τρομερὴ δύναμη, καὶ Σοῦ τὴν πρόσφερε τὸ σοφὸ Πνεῦμα, κι᾿ Ἐσὺ δὲν τὴν πῆρες. Ἐμεῖς ὅμως τὴν πήραμε. Ναί. Πήραμε ἀπ᾿ Αὐτὸν τὴ Ρώμη καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα, κι᾿ ἀνακηρύξαμε τοὺς ἑαυτούς μας ἐπίγειους αὐτοκράτορες, μάλιστα κοσμοκράτορες, ἂν καὶ τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν τελείωσε ἀκόμα. Καὶ ποιὸς φταίει γι᾿ αὐτό; Τὸ ἔργο μας βρίσκεται ἀκόμα στὴν ἀρχή, ἀλλὰ θὰ βαστάξῃ στὸν αἰῶνα, ὡς νὰ πεθάνῃ ἡ γῆ. Ὅπως καὶ νὰ εἶναι, ἐμεῖς θὰ τὸ τελειώσουμε, θὰ ἤμαστε Καίσαρες.


Ἐσὺ ὅμως θὰ μποροῦσες νὰ ἀδράξῃς τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα ἀπὸ τότε ποὺ Σοῦ τὸ πρόσφερε τὸ τρομερὸ καὶ σοφὸ Πνεῦμα, πρὶν ἀπὸ χίλια πεντακόσια χρόνια. Ἂν εἶχες ἀκούσει τὴ συμβουλή του, θὰ εἶχες πραγματοποιήσει ὅσα ποθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Θὰ εἴχανε γίνει ἕνα κοπάδι ποὺ θὰ σκέπαζε τὴ γῆ, ποὺ θὰ Σὲ προσκυνοῦσε. Γιατὶ ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει μέσα της τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνῃ μία παγκόσμια ὀργάνωση. Οἱ μεγάλοι κατακτητές, ὅπως ὁ Ταμερλάνος κι᾿ ὁ Τζέκις-Χάν, θελήσανε νὰ ὑποτάξουνε ὅλον τὸν κόσμο, φανερώνοντας ἔτσι κι᾿ αὐτοί, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουνε, πὼς ὁ πόθος τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι νὰ κάνῃ μία παγκόσμια ἕνωση.


Ἂν εἶχες δεχθῇ τότε τὴν ἐξουσία τούτου τοῦ κόσμου καὶ τὴ χλαμύδα τοῦ Καίσαρα, θὰ εἶχες τώρα ἱδρύσει ἕνα παγκόσμιο κράτος καὶ θὰ εἶχες χαρίσει τὴν εἰρήνη σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο. Γιατί, ποιὸς ἄλλος μπορεῖ νὰ κυριαρχήσῃ ἀπάνω στοὺς ἀνθρώπους, παρὰ ἐκεῖνος ποὺ ἐξουσιάζει τὰ ψωμιά τους, «τοὺς ἄρτους» τους; Ἐσὺ ὅμως ἔλεγες: «Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Ἀλλὰ ἐμεῖς δεχθήκαμε τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα, κι᾿ ἔτσι Σὲ πετάξαμε Ἐσένα, κι᾿ ἀκολουθήσαμε Αὐτόν, τὸ μέγα καὶ κραταιὸ Πνεῦμα. Οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ μπορέσουνε νὰ τελειώσουνε τὸν πύργο τοῦ Βαβὲλ ποὺ ἀρχίσανε νὰ χτίζουνε, ἂν δὲν ἀναλάβουμε ἐμεῖς, ἀλλοιῶς θὰ φαγώνουνται μεταξύ τους. Καὶ σὰν ἀναλάβουμε ἐμεῖς, τότε θὰ ἀνατείλει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κράτος τῆς εἰρήνης καὶ τῆς εὐδαιμονίας.


Ἐσὺ εἶσαι περήφανος γιὰ τοὺς λίγους ποὺ θὰ ἔχῃς («τὸ μικρὸν ποίμνιον», ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, Φ.Κ.), ἐνῷ ἐμεῖς θὰ χαρίσουμε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐτυχία σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ποιὸς ξέρει ἂν κι᾿ αὐτοὶ οἱ διαλεχτοί Σου δὲν θὰ βαρεθοῦν νὰ Σὲ περιμένουνε, κι᾿ ἂν στὸ τέλος δὲν σηκωθοῦνε κι᾿ αὐτοὶ καταπάνω Σου! Ἔννοια Σου. Θὰ τοὺς πείσουμε πὼς θὰ εἶναι ἐλεύθεροι καὶ εὐτυχισμένοι, ἂν ἀφοσιωθοῦν σὲ μᾶς. Θὰ συρθοῦνε μπροστά μας καὶ θὰ κράζουνε: «Εἴχατε δίκιο· μοναχὰ ἐσεῖς γνωρίζετε τὸ μυστικὸ τοῦ Μεγάλου Πνεύματος!». Θὰ δοῦνε πὼς ἐμεῖς μπορεῖ νὰ μὴν κάνουμε ψωμὶ τὶς πέτρες, ἀλλὰ θὰ τὸ παίρνουνε ἀπὸ τὰ χέρια μας, καὶ θὰ θυμοῦνται πὼς πρὶν καὶ τὸ ψωμὶ στὰ χέρια τους γινότανε πέτρες.


Ἐσὺ ῾μπόδισες τοὺς ἀνθρώπους νἄρθουνε σὲ μᾶς. Ἐσὺ κομμάτιασες τὸ κοπάδι καὶ τὸ ἔκανες νὰ σκορπίσῃ σὲ ἄγνωστους δρόμους. Ἀλλὰ θὰ μαζευτῇ πάλι, καὶ θὰ γίνῃ ὑπάκουο σὲ μᾶς. Κι᾿ αὐτὴ τὴ φορὰ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.


Θὰ τοὺς χαρίσουμε ἐμεῖς μιὰ εὐτυχία ταπεινὴ καὶ ἥσυχη, ποὺ εἶναι γιὰ ἀδύναμα πλάσματα, ὅπως εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Θὰ τοὺς διδάξουμε τὴν ταπείνωση, ἐπειδὴ Ἐσὺ τοὺς σήκωσες πολὺ ψηλά(3), καὶ περηφανευθήκανε. Ἐμεῖς θὰ τοὺς δώσουμε νὰ καταλάβουνε πὼς εἶναι ἀδύνατα καὶ φοβιτσάρικα ἀνθρωπάρια.


Θὰ μᾶς θαυμάζουνε καὶ θὰ εἶναι περήφανοι γιὰ μᾶς, ποὺ ἤμαστε τόσο δυνατοὶ καὶ τετραπέρατοι, καὶ γιατὶ μπορέσαμε καὶ δαμάσαμε ἕνα κοπάδι τόσο μεγάλο μὲ ἑκατομμύρια κεφάλια ποὺ θὰ σκύβουν μπροστά μας(4), θὰ τρέμουνε τὸν θυμό μας. Μὰ θὰ μᾶς ἀγαποῦνε κιόλας, γιατὶ θὰ τοὺς δίνουμε συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἐπειδὴ θὰ τοὺς ποῦμε πὼς ἐμεῖς ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ σβήσουμε τὶς ἁμαρτίες τους, καὶ πὼς μποροῦνε νὰ κάνουνε ἁμαρτίες, καὶ πὼς τὶς συγχωροῦμε ἀπὸ ἀγάπη.


Ὅλα ὅσα λέγω θὰ γίνουνε, καὶ τὸ βασίλειό μας θὰ στεριωθῇ ἀπάνω σὲ γερὰ θεμέλια. Αὔριο θὰ δῇς αὐτὸ τὸ κοπάδι, ποὺ εἶναι ὑπάκουο σὲ κάθε χειρονομία μου, νὰ πλημμυρίσῃ τὸ μέρος ποὺ θὰ προστάξω νὰ Σὲ κάψουνε, καὶ νὰ συνδαυλίζῃ τὴ φωτιά. Γιατί, ἂν ὑπάρχη ἕνας ποὺ εἶναι ἄξιος νὰ καῇ, αὐτὸς εἶσαι Ἐσύ! Αὔριο θὰ Σὲ κάψω».


Ἐδῶ τελειώνει αὐτὸς ὁ βασανιστικὸς μονόλογος κι᾿ ἡ καταχθόνια αὐτὴ ἱστορία. Μιὰ ἱστορία συμβολική, πού, ὅπως εἴπαμε, τὴν εἶχε γράψει ὁ Ἰβὰν Καραμάζωφ καὶ τὴ διάβαζε στὸν ἀδελφό του Ἀλιόσα, τὸν καλόγερο, τὸν φανατισμένο Ὀρθόδοξο. Ὁ Ἀλιόσας κάθε τόσο ἔκοβε στὴ μέση τὸν Ἰβάν, γιὰ νὰ τοῦ κάνῃ κάποια παρατήρηση. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα, εἶπε καὶ τὰ παρακάτω:


«Οἱ Ἰησουῖτες εἶναι ὁ ῥωμαϊκὸς στρατὸς γιὰ τὸ μελλοντικὸ ἐπίγειο κράτος, μ᾿ ἕναν Καίσαρα ἐπὶ κεφαλῆς, τὸν Πάπα, τὸν αὐτοκράτορα. Σκοπός τους εἶναι τὸ ν᾿ ἀποχτήσουνε δύναμη καὶ πρόστυχα ἐπίγεια πλούτη. Αὐτὸς εἶναι ὅλος-ὅλος ὁ σκοπός τους. Σὲ Θεὸ φαίνεται πὼς δὲν πιστεύουν. Τὸ μεγαλύτερο μυστικό τους, ποὺ θὰ τὸ κρύβουνε καλά, εἶναι ἡ ἀθεΐα τους. Ὁ Ἱεροεξεταστής σου, Ἰβάν, δὲν πιστεύει σὲ Θεό. Αὐτὸ εἶναι ὅλο τὸ μυστήριό του».
Σημειώσεις:

(1) Οἱ παπικοὶ κάνουνε μία θρησκεία βολική, μὲ θεατρινισμούς, μὲ τραγούδια, μὲ φιέστες, μὲ παρδαλὰ φορέματα, μὲ ζωγραφιὲς εὐχάριστες, κ.λπ. (Φ.Κ.).

(2) Θέλει νὰ πῇ γιὰ τὸ σχίσμα ποὺ χώρισε τὸν Παπισμὸ ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

(3) «Ἐγὼ εἶπα, θεοί ἐστε» (Ἰωάν. Ι´, 35) (Φ.Κ).

(4) Οἱ παπικοὶ καυχιοῦνται καὶ περηφανεύονται γιατὶ εἶναι ἑκατομμύρια οἱ ὀπαδοί τους (Φ.Κ.)

«Ὀρθόδοξος Τύπος», 10 Φεβρουαρίου, 1 Μαρτίου, 10 Ἀπριλίου, 1 Μαΐου 1970. Τὸ ἄρθρον τοῦτο ἐδημοσιεύθη ἀρχικῶς εἰς τὴν «Ἐλευθερίαν» τῷ 1965, ὀλίγον πρὸ τοῦ θανάτου τοῦ συγγραφέως)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...