«Ντροπή
Σας να συζητάτε με τον Σκυλόφραγκο αν η Μακεδονική Σας Γη είναι Δική Σας Γη.
Και να τον πείσης, δεν τον πείθεις τον Ληστή ή μόνος του ή με Σμπίρους βαλτούς
θα προσπαθήση να Σας πάρη κάθε Γη».
Περικλής
Γιαννόπουλος
Γράφει
η Άννα Χατζηδήμα
Ο Περικλής Γιαννόπουλος
γεννήθηκε στην Πάτρα τον Φλεβάρη του 1870. Στα 17 του φεύγει για την Αθήνα να
σπουδάσει ιατρική κι έναν χρόνο αργότερα, πάει στο Παρίσι, για να συνεχίσει τις
σπουδές του. Πανέμορφος σαν αρχαίος Έλληνας θεός, με οικονομική άνεση, παρασυρόμενος
από την ζωηρή του φύση, αφήνει τις σπουδές και ζει έντονα την νυχτερινή ζωή του
Παρισιού. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, τα οικονομικά προβλήματα και τα
προβλήματα υγείας τον αναγκάζουν να πάει στον μεγαλύτερο αδελφό του στο Λονδίνο
και λίγο αργότερα να επιστρέψει στην Αθήνα.
Γράφεται στη Νομική
Σχολή, όπου όμως δεν φοίτησε ποτέ. Η επιστροφή του στην Αθήνα του έκανε πολύ
καλό κι ανανεωμένος αρχίζει να διαβάζει και να δημοσιεύει σ΄ εφημερίδες,
μεταφράσεις από έργα του Ντίκενς, του Μπωντλαίρ, του Πόε του Λοτί, μαζί με δικά
του ποιήματα. Ένα γράμμα από τον λόγιο φίλο του Α. Γεννάδιο που του έγραφε αντί
να διαβάζεις Μπωντλαίρ και λοιπά περιττώματα, μελέτησε Έλληνες κλασσικούς,
στάθηκε η αφορμή να φουντώσει ο έρωτάς του, για κάθε τι το Ελληνικό και να μας
αφήσει πολύτιμη παρακαταθήκη τις περίφημες Περικλογιαννοπούλειες ιδέες. Έχει
πλέον αντίληψη του Ελληνισμού μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής του και έχει αναγάγει
σε δόγμα την προνομιούχο ύπαρξη του Ελληνικού Κυττάρου.
Τα πρωτοεμφανιζόμενα
βιβλία του το 1906 και το 1907 ξεσηκώνουν σάλο κριτικάρει, καυτηριάζει,
προτείνει, ξεβολεύει τις βολεμένες συνειδήσεις της εποχής του και φυσικά η ορμή
και το πάθος του ενοχλούν. Απογοητευμένος, που δεν μπορούσε να μεταδώσει στους
άλλους, τούς πολλούς, την φλόγα που τον έκαιγε, γιατί εκτός από λίγους
φωτισμένους, τό μεγάλο κοινό αδιαφόρησε γιά τό κήρυγμα καί τίς ιδέες του,
αρχίζει να καίει τα χειρόγραφά του και να προετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι.
Στις 10 Απριλίου του
1910, ντυμένος στα ολόλευκα καβαλάει ένα άλογο προχωράει προς την ακτή του
Σκαραμαγκά, αλείφεται με αρώματα και μύρα, φοράει στεφάνι από λουλούδια της
Αττικής γης που τόσο αγάπησε, προχωράει στα βαθειά, γυρίζει με το ένα του χέρι
το άλογο προς την στεριά και με το άλλο πυροβολεί τον κρόταφό του και χάνεται
στα κύματα.
Μετά ακριβώς δώδεκα
ημέρες από την ημέρα της αυτοκτονίας του, το πτώμα του, που το έσπρωχναν τα
κύματα ήλθε και πάλι στην ακτή. Το ρολόϊ του έδειχνε 11 και 3 λεπτά. Μέσα στην
τσέπη της φανέλας του βρέθηκε ο οβολός που θα έδινε στον Χάροντα για να τον
περάσει από την Αχερουσία στα Ηλύσια. Η ταφή του έγινε στο νεκροταφείο της
Ελευσίνας, μεταξύ δύο γραφικών λόφων.
Τα σημαντικώτερα έργα
του είναι : “Κριτική”, “Ελληνική Γραμμή”, “Ελληνικόν Χρώμα”, “Σύγχρονος
Ζωγραφική”, “Πρός τούς Καλλιτέχνας μας” καί τά τελευταία του: “Νέον Πνεύμα” καί
“Εκκλησις πρός τό Πανελλήνιον κοινόν”.
Οι ιδέες του όμως
ενέπνευσαν και επέζησαν μέσα από τα έργα των φίλων του: Κωστή Παλαμά, Ανδρέα Λασκαράτου,
Μυρτιώτισας, Αγγελου Σικελιανού, Γρηγόρη Ξενόπουλου, Ίωνος Δραγούμη, Βλάσση
Γαβριηλίδη καί πολλών άλλων.
“Δεν ξέρω αν λέει σωστά
πράγματα ή στραβά το βιβλίον του Γιαννοπούλου, μα όταν το διάβαζα ήταν σαν
άνεμος να φυσομανούσε μέσα μου τρομαχτικά και να συντάραζε τον ελληνισμό μου
όλον και να με ελευθέρωνε και αφού το διάβασα μου φάνηκε σαν το βορριά τον
παγωμένο που μανιασμένος σαρώνει τους βρώμιους από μικρόβια αέρηδες και από
κάθε βρώμα ή σκουπίδι καθαρίζει τον Κόσμο. Το βιβλίο του καθαρίζει τον Ελληνα
που ξέρει να το διαβάση… Σ’ αυτού τον ρυθμό τη ζωή μου τονίζω“.
Ίων Δραγούμης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου