Ο
Δημοσθένης ασκείται στις ακτές του Φαλήρου (έργο Ευγένιου Ντελακρουά).
|
Του
Στέφανου Μίλεση
Στον
Πειραιά, στην καρδιά της δημοτικής αγοράς, υπάρχει σήμερα η «οδός Δημοσθένους»
προς τιμή του μεγαλύτερου ίσως ρήτορα της αρχαιότητας. Όπως είναι γνωστό καμιά
ονοματοθεσία δρόμου από τη σύσταση του Δήμου Πειραιά (1835) κι ύστερα, δεν ήταν
τυχαία αλλά βασιζόταν πάνω σε μια ιστορία έγγραφη ή άγραφη, που γεννούσε ένα
δεσμό ανάμεσα στο αντικείμενο της ονοματοθεσίας και στην πόλη.
Έτσι και η ύπαρξη ενός
δρόμου που φέρει το όνομα του Δημοσθένη δεν φαίνεται να έγινε τυχαίως, αλλά
διότι στην αρχαιότητα υπήρχε σχέση του Πειραιά με τον μεγάλο ρήτορα, καθώς του
άρεσε να συχνάζει και να χάνεται μέσα στο πλήθος των μετοίκων που κυκλοφορούσαν
τότε στον Πειραιά για να μην αισθάνεται άσχημα για την καχεξία του.
Η
οδός Δημοσθένους στην καρδιά της αγοράς του Πειραιά.
Η ιστορία όμως της
σχέσης του Πειραιά με τον Δημοσθένη δεν είναι μικρή, ούτε τυχαία για αυτό θα
πρέπει να τη δούμε από την αρχή της.
Ο Δημοσθένης ο μέγιστος
των ρητόρων ξεκίνησε βραδύγλωσσος από την ιδιαίτερη πατρίδα του την Παιανία
Αττικής και από τη μικρή του ηλικία βρέθηκε σε μειονεκτική θέση καθώς τα παιδιά
της γειτονιάς του τον κορόιδευαν και του φώναζαν «Βάταλο» δηλαδή ψευδό. Από τα
παιδικά του χρόνια επιδόθηκε σε έναν διαρκή αγώνα να ξεπεράσει και τη
βραδυγλωσσία του αλλά και τη σωματική του καχεξία. Διότι εκτός από τον
τραυλισμό του και το σώμα του ήταν στη κοψιά του τόσο άσχημο, που δεν πάτησε το
πόδι του σε παλαίστρα όπως συνήθιζαν οι άλλοι νέοι της εποχής του. Ήδη από την
ηλικία των επτά ετών, είχε μείνει ορφανός από πατέρα ενώ η μητέρα του η Κλεόβουλη
(η οποία ήταν Σκύθα στην καταγωγή) στενοχωρημένη για τα προβλήματα του
φιλάσθενου γιου της στην προσπάθειά της να τον προστατεύσει μάλλον του
επιδείνωνε το πρόβλημα κρατώντας τον μέσα στο σπίτι. Από την άλλη δεν είχε την
οικονομική δυνατότητα που στο παρελθόν διέθετε. Κι αυτό διότι ο άνδρας της όταν
ζούσε είχε συγκεντρώσει χρήματα πολλά προερχόμενα από δύο εργαστήρια, ένα
«μαχαιοποιείον» και ένα «θρονοποιείον».
Λιοντάρια
και άλλα εκθέματα στο παλαιό αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά. (Φωτογραφία από
Θεόδωρο Μεταλληνό).
Η περιουσία αυτή όμως
μετά από το θάνατό του κατασπαταλήθηκε από τους διαφόρους επιτρόπους στους
οποίους είχε ανατεθεί η διαχείρισή της. Ο Δημοσθένης παρά τα προβλήματά του
αγωνιζόταν μόνος του με τη μελέτη να γίνει ρήτορας καθώς είχε κάποτε
παρακολουθήσει ένα δικαστήριο και τον είχε εντυπωσιάσει η ευφράδεια των
αντιδίκων που αναγόρευαν σε αυτό. Είχε καθηγητή ρητορικής τον Ισαίο παρότι την
ίδια εποχή λειτουργούσε σχολείο και ο Ισοκράτης. Ωστόσο όμως η φτώχεια στην
οποία είχε περιπέσει ο Δημοσθένης με τη μητέρα του δεν τους επέτρεπε να
καταβάλουν τα δέκα τάλαντα μηνιαίως που ζητούσε ο Ισοκράτης κι έτσι ο μικρός
Δημοσθένης πήγε στον Ισαίο. Όταν όμως κάποτε ήρθε η στιγμή να εμφανιστεί στο
δημόσιο βήμα, ο παράξενος τρόπος της ομιλίας του, οι λάθος αναπνοές κατά την
διάρκεια του λόγου του, που προκαλούσαν διακοπές εκεί που δεν θα έπρεπε να
υπάρχουν, προξένησαν γέλια στο ακροατήριο. Καταντροπιασμένος με καλυμμένη την
κεφαλή του για να μην αναγνωρίζεται κατέφυγε στον Πειραιά, που ήταν άγνωστος
μεταξύ αγνώστων.
Ο
Δημοσθένης ντροπιασμένος για να μην αναγνωρίζεται καλύπτεται με μανδύα.
Κατεβαίνει στον Πειραιά ενώ στις ακτές του Φαλήρου ασκείται απαγγέλοντας αφού
προηγούμενα έχει τοποθετήσει στο στόμα του βότσαλα.
Εκεί πλανιόταν δεξιά κι
αριστερά σκεπτικός στους δρόμους της πόλης, μέχρι που τον είδε και τον
αναγνώρισε ένας σοφός γέροντας ο Εύνομος ο Θριάσιος και τον επέπληξε. Του είπε
ότι οι λόγοι που εκφωνεί έχουν την ομορφιά των λόγων του Περικλή αλλά ο ίδιος
φταίει για το κατάντημά του, διότι εκφωνεί τις ομιλίες του με ατολμία και
μαλθακότητα. Ακόμα του είπε ότι δεν διέθετε το θάρρος να αντιμετωπίσει τον όχλο
που τον ακούει, να επιβληθεί δια της ομιλίας του και να τον πείσει. Το ίδιο του
είπε ότι πράττει και με το σώμα του που το αφήνει αγύμναστο και μαλθακό να
μαραίνεται. Με αυτά τα λόγια ο Εύνομος στον Πειραιά έδειξε στον Δημοσθένη ότι
ήταν στο χέρι του να ξεπεράσει τα προβλήματά του. Ο Εύνομος πρότεινε στον
Δημοσθένη να ακολουθήσει τις οδηγίες του Σάτυρου, ενός σπουδαίου ηθοποιού που
επίσης έμενε στον Πειραιά, δίνοντας παραστάσεις στα δύο θέατρα της πόλης,
έχοντας δημιουργήσει μια σπουδαία φήμη.
Η γνωριμία μεταξύ
Δημοσθένη και Σάτυρου πραγματικά έγινε. Ο ηθοποιός μπήκε στο σπίτι του
Δημοσθένη όπου τον βρήκε να κάθεται και να οδύρεται για τα παθήματά του. «Πώς
είναι δυνατόν», ρώτησε ο Δημοσθένης τον Σάτυρο, «να ανεβαίνουν στο βήμα της
αγοράς για να μιλήσουν ναύτες των πλοίων ή άνθρωποι αμόρφωτοι ή άλλοι που το
μόνο που κάνουν στη ζωή τους είναι να ξενυχτούν και να είναι βυθισμένοι στην
κραιπάλη ενώ εγώ που μελετώ τη ρητορική δεν καταφέρνω να πείσω κανέναν από το
πλήθος;».
Τότε ο Σάτυρος του είπε
«Αληθινά Δημοσθένη, μπορώ να θεραπεύσω την αιτία της αποτυχίας σου, εάν όμως
σταθείς μια στιγμή και μου απαγγείλεις μια περικοπή του Ευριπίδη η του
Σοφοκλή». Πραγματικά ο Δημοσθένης απήγγειλε όπως του ζήτησε ο Σάτυρος. Αμέσως
μετά όμως ο ίδιος ο Σάτυρος απήγγειλε το ίδιο κείμενο που προηγούμενα είχε
διαβάσει ο Δημοσθένης. Όμως αυτή η δεύτερη επανάληψη ουδεμία σχέση είχε με την
πρώτη! Ο λόγος του ηθοποιού Σάτυρου, ήταν γεμάτος ποίηση, χάρη, στολισμό και
υποκριτική, στοιχεία που κατανόησε ο Δημοσθένης ότι του έλειπαν. Κατανόησε ότι
η ρητορεία δεν είναι μόνο παράθεση καταλλήλων επιχειρημάτων, αλλά περιλαμβάνει
και την τέχνη της απαγγελίας. Πρέπει να γνωρίζεις τον τρόπο που θα σαγηνεύσεις
το ακροατήριο, τον τρόπο που θα το πείσεις να αποδεχθεί τα λεγόμενά σου ακόμα
και αν σφάλεις!
Η υποκριτική δεν ήταν
τέχνη μόνο του ηθοποιού αλλά και του ρήτορα. Τότε ο Δημοσθένης επιδόθηκε με
μανία στη βελτίωση της τεχνικής του. Μετέτρεψε το υπόγειο του σπιτιού του στον
Πειραιά, σε ένα πραγματικό εργαστήριο. Είχε τοποθετήσει ένα τεράστιο κάτοπτρο
για να βλέπει τον εαυτό του εάν είναι αρκετά πειστικός όταν μιλάει. Είχε
κρεμάσει ένα σπαθί από το ταβάνι το οποίο άγγιζε σχεδόν τον ώμο του. Αν την ώρα
που μιλούσε κουνιόταν ασκόπως, όπως στο παρελθόν συνήθιζε να κάνει, τότε η μύτη
του σπαθιού τον τρυπούσε! Έμαθε έτσι να μιλάει για τα μεγαλύτερα θέματα και να
είναι ακίνητος και ανέκφραστος όταν έπρεπε. Συνέχιζε όμως να ασκείται στην
ανάβαση των απότομων λόφων του Πειραιά απαγγέλλοντας παράλληλα στίχους ή
απήγγειλε κείμενα στην ακτή του Φαλήρου έχοντας θέσει στο στόμα του βότσαλα.
Για να υπερνικήσει τις στιγμές της αδυναμίας του, τότε που του γεννιόταν έντονη
επιθυμία να τα παρατήσει όλα και να διακόψει τη μελέτη, έκανε το εξής. Ξύριζε
το μισό του κεφάλι, ώστε ακόμα κι αν ήθελε να μη μπορούσε να εξέλθει από το
υπόγειο του σπιτιού του, για ένα διάστημα δύο περίπου μηνών, αφού τόσο έκαναν
τα μαλλιά του μισού του κεφαλιού για να μεγαλώσουν και πάλι. Μέχρι που ο καιρός
πέρασε και ο Δημοσθένης ένιωσε έτοιμος για τη μεγάλη του επιστροφή.
Δημοσθένης
απαγγέλλει στο Φάληρο – γκραβούρα 1885
Τη σιωπή της εξαφάνισής
του στον Πειραιά θα ακολουθούσε η βροντερή του παρουσία στα δικαστήρια της
Αθήνας. Ξεκίνησε με το να κυνηγήσει δικαστικά τους τρεις επιτρόπους που
καταλήστευσαν την περιουσία του πατέρα του. Σε εκείνες τις επανεμφανίσεις του
το ακροατήριο έμεινε κατάπληκτο. Όλοι θυμούνταν έναν βραδύγλωσσο και καχεκτικό
Δημοσθένη και ξαφνικά αντίκρισαν μπροστά τους έναν άνθρωπο διαφορετικό στην
όψη, στην εμφάνιση, στον τρόπο. Ένας μεγάλος ρήτορας έχει εμφανιστεί από τον
Πειραιά! Διότι σε αυτόν είχε φύγει καταφρονημένος από την Αθήνα, έχοντας
καλυμμένο το κεφάλι του με μανδύα για να μην αναγνωρίζεται. Στον Πειραιά δεν
υπήρχε αυτή η ανάγκη. Πολυπολιτισμική κοινωνία με μεγάλο αριθμό μετοίκων να
έχουν εγκατασταθεί στην πόλη μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα. Άνθρωποι από
διάφορες γωνιές της Μεσογείου εμπορεύονταν και είχαν επιλέξει να ζουν στην πόλη
των μεγάλων ευκαιριών. Η αγορά του Πειραιά από μόνη της ήταν ένα πραγματικό
σχολείο. Δεν αισθανόταν πλέον άσχημα για τη μητέρα του που είχε καταγωγή από τη
Σκυθία αφού στον Πειραιά Σκύθες διέμεναν πολλοί. Ο Πειραιάς του εμπορίου, της
ναυτικής ανάπτυξης, των δεκάδων ιερών που εξυπηρετούσαν τις θρησκευτικές
ανάγκες διαφορετικών φυλών και ανθρώπων, της ανεκτικότητας αλλά και της
προστασίας των ντόπιων από την κακή επιρροή των ξένων (διαφορετικές αγορές,
πλατείες, οριοθετημένοι δρόμοι κλπ), έθρεψαν τον Δημοσθένη και τον μετέβαλλαν
σε θερμό προασπιστή της Δημοκρατίας για τριάντα ολόκληρα χρόνια (από το 352 έως
το 322 π.Χ.). Ο Δημοσθένης πρωτοστατεί τόσο κατά του Φιλίππου όσο και εναντίον
του Αλεξάνδρου.
Κατηγορείται αδίκως από
τον Αισχίνη, ότι βοήθησε τον Άρπαλο, έναν διεφθαρμένο ταμία και καταχραστή
περιουσίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, να διαφύγει αποκομίζοντας χρήματα. Ο
Δημοσθένης καταδικάζεται σε εξορία και παραμένει στην Αίγινα μέχρι που ο
Αλέξανδρος πεθαίνει. Η επιστροφή του στον Πειραιά είναι θριαμβευτική. Οι
άρχοντες και λαός της πόλης κατεβαίνουν στο εμπορικό λιμάνι να τον υποδεχθούν.
Τον τιμούν όπως έναν ήρωα! Στο έργο του Πλουτάρχου «Βίοι Παράλληλοι, Δημοσθένης»
πληροφορούμαστε ότι έστειλα μάλιστα από τον Πειραιά τριήρη για να τον παραλάβει
από την Αίγινα. Καθώς όμως η χρηματική ποινή που του είχε επιβληθεί παρέμενε
(ποινή που αδυνατούσε να πληρώσει για αυτό και εξορίστηκε), σκέφτηκαν το εξής.
Επειδή συνήθιζαν να δίνουν χρήματα σε όσους αναλάμβαναν τη θυσία προς τιμή του
ιερού του Σωτήρος Διός στον Πειραιά, ανέθεσαν στον Δημοσθένη το έργο αυτό ώστε
να μπορέσουν να του δώσουν στο χέρι τα χρήματα που δήθεν αντιστοιχούσαν στο
έργο της θυσίας, ενώ στην ουσία επρόκειτο για το ποσό που αντιστοιχούσε στην
πληρωμή του προστίμου του!
Όμως οι διώξεις δεν
σταματούν και έτσι το 322 π.Χ. αυτοκτονεί πίνοντας δηλητήριο στο Ναό του
Ποσειδώνα στην Καλαυρία (Πόρο) για να μην πέσει στα χέρια των διωκτών του. Σε
όλη του τη ζωή ο Δημοσθένης δεν ξέχασε ποτέ τους δασκάλους του στον Πειραιά
τόσο τον Εύνομο τον Θριάσιο, αλλά ειδικά τον Σάτυρο στον οποίο οφείλει το
ξεπέρασμα των τρομερών προβλημάτων του. Για αυτό και όταν ρωτούσαν τον
Δημοσθένη να απαριθμήσει τα τρία σημαντικότερα στοιχεία που πρέπει να διαθέτει
ο ρήτορας εκείνος απαντούσε με μια μόνο λέξη «η ηθοποιία!».
Η γνώση του Δημοσθένη
για την πόλη του Πειραιά φαίνεται σε πολλά κείμενά του. Στο έργο του «Κατά
Αριστοκράτους» παρουσιάζει ως απόδειξη μιας δημοκρατικής κοινωνίας τον τρόπο
δόμησης των ιδιωτικών αλλά και των δημοσίων κτηρίων της. «Αν ρωτήσει κάποιος»
μας λέει «πού βρίσκεται το σπίτι του Θεμιστοκλή ή του Μιλτιάδη δεν θα λάβει
απάντηση, διότι κανείς δεν γνωρίζει τα σπίτια τους παρά το γεγονός ότι αυτοί
υπήρξαν οι λαμπρότεροι και επιφανέστεροι των Αθηναίων. Διότι τα σπίτια τους
είναι ίδια με των υπολοίπων, απλά χωρίς πολυτέλεια». Αυτό το στοιχείο αποτελεί
από μόνο του βεβαίωση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Εκεί που τα σπίτια των
ιδιωτών είναι ίδια αλλά τα δημόσια μέγαρα ξεχωρίζουν. «Τα προπύλαια, οι
ναύσταθμοι, οι στοές, ο Πειραιάς, όλα όσα βλέπετε να στολίζουν την πόλη μας»
(Προπύλαια, ταύτα, νεώσοικοι, στοαί, Πειραιεύς, τάλλ΄ οίς κατεσκευασμένην οράτε
την πόλιν). Αντίθετα σε ένα τυραννικό πολίτευμα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Τα σπίτια κάποιων είναι πλούσια πραγματικά μέγαρα, αφού αυτοί έχουν
συγκεντρώσει στα χέρια τους τη δύναμη, από την άλλη όμως τα δημόσια
οικοδομήματα της ίδιας περιόδου είναι μικρά και ασήμαντα.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου