Γράφει
ο Νικόλαος Χ. Αντωνίου*
Με αφορμή την 150ή επέτειο από τον θάνατό του Ζαν-Φρανσουά Μιλέ (1814–1875), είδα πρόσφατα μια έκθεση αφιέρωμα για αυτόν στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου (National Gallery).
Ήταν μια μοναδική
ευκαιρία να δει κανείς μερικούς από τους πιο αγαπημένους πίνακες και σχέδιά
του, που παρέχουν ένα σπάνιο συνδυασμό ακατέργαστου ρεαλισμού και υπαινικτικού-
τουλάχιστον αμφίσημου – λυρισμού. Πραγματισμός, μνήμη, πολιτική, σεβασμός της
υπαίθρου και της αγροτικής εργασίας σε επεξεργασμένα μινιμαλιστικά
αριστουργήματα. Ήταν επίσης μια ευκαιρία να συνδεθεί κανείς ξανά με τον Van
Ghogh και τον Σαλβαντόρ Νταλί, όπως εξηγώ παρακάτω.
Γεννημένος στο Γκρουσί
(Grouchy) της Νορμανδίας, γιος εύπορου αγρότη, ο Ζαν-Φρανσουά Μιλέ (Jean–Francois
Millet) φέρει στην ύλη των πινάκων του την βαθιά προσωπική εμπειρία της
επαρχίας και της καλλιέργειας.
Η μαθητεία του στην
École des Beaux-Arts υπό τον Πολ Ντελαρός (Paul Delaroche) δεν ευοδώθηκε. Οι
πρώιμες απορρίψεις από το Παρισινό Σαλόν και η θλίψη από τον θάνατο της πρώτης
συζύγου (Πολίν Ονό) τροφοδοτούν μια εσωτερική στροφή. Ο Μιλέ αναζητά θέματα και
τόνο πέρα από τον ακαδημαϊσμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης αυτής
περιόδου το πορτρέτο της Ονό (1841), ένα παιχνίδι φωτός και σκιάς. Οι
‘ισπανότροπες’ αντιθέσεις φωτός/σκιάς των πρώτων ετών – που ‘σπούδασε’ στην
Galerie Espagnole στο Μουσείο του Λούβρο – δίνουν σταδιακά τη θέση τους σε μια
μνημειακή απλότητα μορφών και τόνων, όπου η ανθρώπινη πράξη — σκάβω, σπέρνω,
μαζεύω, κουβαλώ, ξεκουράζομαι, προσεύχομαι — γίνεται ουσία και νόημα.
Όταν το 1849
εγκαθίσταται στη Μπαρμπιζόν (Βarbison), μετατοπίζει αποφασιστικά το κέντρο της
γαλλικής ζωγραφικής από τα ατελιέ του Παρισιού στα χωράφια: οι άνθρωποι της γης
αναδεικνύονται, όχι ως εξιδανικευμένοι ήρωες, αλλά ως σώματα κατανυκτικά,
κουρασμένα, σοβαρά, αξιοπρεπή, ιερά και ριζωμένα στο χώμα. Στη Μπαρμπιζόν, μαζί
με τον Ρουσσώ, τον Τρουαγιόν και άλλους, διαμορφώνει ένα αντι-ακαδημαϊκό, ίσως
γνήσια λαϊκό, ιδίωμα.
Ο Λικμιστής/Winnower
(1847–48), National Gallery London θεμελιώνει την αισθητική άποψη του Μιλέ. Μια
μεμονωμένη πράξη μόχθου —το κοσκίνισμα του σιταριού— μετατρέπεται σε θέαμα
φωτός, σκόνης και κίνησης, όπου το σώμα είναι ‘εργαλείο’ και ‘σύμβολο’ μαζί. Το
1848, χρονιά των ευρωπαϊκών επαναστάσεων, το έργο μοιάζει να μιλά για
δικαιοσύνη και διαχωριστικά — καλό/κακό, καθαρό/άχυρο — και αγοράζεται από
υπουργό της νέας Δημοκρατίας. Ο Μιλέ εστιάζει στο ανθρώπινο σώμα μέσα από
στιγμές υπαρξιακής έντασης, ιδρώτα και πράξης. Μια εργασία που στην
πραγματικότητα είναι επαναλαμβανόμενη και μηχανική, σχεδόν μονότονη, γίνεται
ένα ηρωικό δράμα. Προσέξτε το κόκκινο μαντήλι στο κεφάλι, λευκό πουκάμισο και
μπλε μαντήλι – τα χρώματα της γαλλικής τρικολόρ.
Για
τη συνέχεια εδώ:
https://artviews.gr/i-diakritiki-schesi-ton-mile-van-gkogk-kai-ntali/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου