Έντγκαρ Άλλαν Πόε,
νταγκεροτυπία (1848).
|
Σύμφωνα με επιστολή του ιατρού John J.
Moran προς τη θεία του Poe, οι τελευταίες λέξεις του ήταν "Lord help my
poor soul" ("Κύριε βοήθησε τη φτωχή ψυχή μου").
Αμερικανός συγγραφέας,
ποιητής και κριτικός. Υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού
ρομαντισμού. Το λογοτεχνικό του έργο είχε σημαντική επίδραση στην παγκόσμια
λογοτεχνία, αποτελώντας θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη σύγχρονων λογοτεχνικών ειδών,
όπως η αστυνομική λογοτεχνία ή οι ιστορίες τρόμου και φαντασίας.
O Poe γεννήθηκε στις
19 Ιανουαρίου 1809 στη Βοστώνη και οι γονείς του ήταν ηθοποιοί. Ο πατέρας του, David Poe, εγκατέλειψε την οικογένεια του τον Ιούλιο του
1811, ενώ πέθανε πέντε μήνες αργότερα. Η μητέρα του, Elizabeth Arnold Hopkins,
υπέφερε από φυματίωση και πέθανε όταν ο Poe ήταν μόλις δύο ετών. Μετά το θάνατο
της μητέρας του, έζησε στο σπίτι του επιτυχημένου εμπόρου καπνού John Allan και
μεγάλωσε στην πόλη Richmond της Virginia.
Το 1815, η οικογένεια
Allan μετακόμισε στη Σκωτία και την Αγγλία, όπου έζησε συνολικά για 5 χρόνια.
Στο διάστημα αυτό, ο Poe φοίτησε σε δύο αγγλικά σχολεία κοντά στη πόλη του
Λονδίνου. Μετά την επιστροφή του στο Richmond, εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της
Virginia, το 1826, όπου παρέμεινε μόνο για ένα χρόνο. Ήρθε σε σύγκρουση με τον
πατριό του, εξαιτίας οικονομικών χρεών που ανέπτυξε μέσω της χαρτοπαιξίας, κατά
την περίοδο φοίτησης του. Τελικά ο Poe εγκατέλειψε το σπίτι των Allan και κατατάχθηκε
το 1827 στον αμερικανικό στρατό, πιθανότατα για λόγους οικονομικής επιβίωσης.
Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, μια ποιητική συλλογή με τίτλο
Ταμερλάνος και άλλα Ποιήματα.
Το 1829 εκδόθηκε το
δεύτερο ποιητικό βιβλίο του Al Aaraaf, ενώ παράλληλα έκανε αίτηση εγγραφής στη
στρατιωτική ακαδημία του West Point, με την υποστήριξη του πατριού του. Εκεί
θεωρείται πως ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο άλλων ρομαντικών ποιητών,
ενώ σύντομα ανέπτυξε εκ νέου οικονομικά χρέη. Υπήρξε σκόπιμα αμελής ως προς τα
καθήκοντα του γεγονός που οδήγησε τελικά στην απόλυση του. Αμέσως μετά, ο Poe
μετακόμισε στη Βαλτιμόρη όπου έζησε με τη θεία του Maria Clemm και την πρώτη
του ξαδέλφη Virginia Eliza Clemm. Προκειμένου να συντηρείται οικονομικά, ξεκίνησε
να γράφει πεζά κείμενα υποβάλλοντας συμμετοχή σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το
1833, βραβεύτηκε για το διήγημα του Μήνυμα στο μπουκάλι, γεγονός που του
εξασφάλισε μια πρώτη αναγνώριση σε ένα περιορισμένο τοπικό λογοτεχνικό κύκλο.
Το Δεκέμβριο του 1835,
άρχισε να εργάζεται ως συντάκτης στην εφημερίδα Southern Literary Messenger στο
Richmond. Την ίδια περίοδο παντρεύτηκε τη δεκατριάχρονη ξαδέλφη του, η οποία
στο πιστοποιητικό του γάμου τους αναφερόταν ψευδώς ότι ήταν είκοσι ετών.
Το 1839 μετακόμισε στη
Φιλαδέλφεια, όπου ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθός συντάκτη στο περιοδικό
Burton's Gentleman's Magazine. Δημοσίευσε αρκετά άρθρα, διηγήματα και κριτικές
απολαμβάνοντας ολοένα και μεγαλύτερη φήμη. Το ίδιο διάστημα, εκδόθηκε η δίτομη
συλλογή έργων του Tales of the Grotesque and Arabesque, η οποία αν και δεν
αποτέλεσε σημαντική εμπορική επιτυχία, επαινέθηκε από τους κριτικούς και
θεωρείται σήμερα ορόσημο στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ο Poe
εγκατέλειψε τη θέση του μετά από ένα χρόνο και ανέλαβε χρέη βοηθού συντάκτη στο
περιοδικό Graham's Magazine.
Εικονογράφηση του
Γκυστάβ Ντορέ για το Κοράκι
|
Στις 20 Ιανουαρίου του
1842, η σύζυγος του έδειξε για πρώτη φορά δείγματα πως έπασχε από φυματίωση και
υπό το βάρος της ασθένειας της, ο Poe κατέφυγε στο ποτό. Εγκατέλειψε εκ νέου τη
θέση του στο Graham's Magazine και επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε για
ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην εφημερίδα Evening Mirror και ως συντάκτης
στην έκδοση του Brodway Journal. Στις 29 Ιανουαρίου του 1845 εκδόθηκε το ποίημα
του Το Κοράκι, THE RAVEN, ένα από τα πιο γνωστά έργα του και το οποίο του
προσέφερε μεγάλη αναγνώριση. Το γεγονός αυτό τον βοήθησε να αυξήσει το ισχνό
του εισόδημα, δίνοντας διαλέξεις. Επανατυπώθηκε σε αρκετές εφημερίδες και
περιοδικά, ωστόσο ο ίδιος ο Poe δεν αποκόμισε οικονομικά οφέλη από το ίδιο το
έργο, εξαιτίας της έλλειψης νόμων περί πνευματικών δικαιωμάτων.
Τον Ιανουάριο του
1847, η σύζυγος του Virginia πέθανε και τον επόμενο χρόνο ο Poe αρραβωνιάστηκε
την ποιήτρια Sarah Helen Whitman. Ο προγραμματισμένος γάμος τους τελικά δεν
πραγματοποιήθηκε, πιθανότατα εξαιτίας των προβλημάτων του Poe με το ποτό.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η μητέρα της Whitman συνέβαλε σημαντικά στη διάλυση
της σχέσης τους. Από την αλληλογραφία του Poe εκείνης της περιόδου, γνωρίζουμε
ότι επιχείρησε να αυτοκτονήσει, από υπερβολική δόση λάβδανου. Αργότερα ο Poe
επέστρεψε στο Richmond, όπου αρραβωνιάστηκε τη Sarah Elmira Royster, έρωτα των
παιδικών του χρόνων, και μαζί όρισαν ως ημερομηνία του γάμου τους, την 17η
Οκτωβρίου του 1849.
Το τέλος του
Στις 3 Οκτωβρίου του 1849, ο Poe βρέθηκε στους
δρόμους της Βαλτιμόρης σε κατάσταση παραληρήματος από έναν περαστικό, ο οποίος,
μετά από σχετική υπόδειξη του Poe, έστειλε επιστολή στον Δρ. J.E. Snodgrass,
ενημερώνοντας τον σχετικά. Ο Snodgrass φρόντισε ώστε να μεταφερθεί ο Poe στο
νοσοκομείο, όπου και πέθανε τελικά στις 7 Οκτωβρίου. Καθώς δεν κατάφερε, κατά
τη διάρκεια της νοσηλείας του, να συνέλθει επαρκώς, ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να
εξηγήσει πως είχε οδηγηθεί σε αυτή την κατάσταση. Όταν βρέθηκε, φορούσε ρούχα
που πιστεύεται ότι δεν του ανήκαν ενώ κατά τη διάρκεια της τέταρτης νύχτας της
νοσηλείας του, επαναλάμβανε συνεχώς το όνομα Reynolds. Σύμφωνα με επιστολή του
ιατρού John J. Moran προς τη θεία του Poe, οι τελευταίες λέξεις του ήταν
"Lord help my poor soul" ("Κύριε βοήθησε τη φτωχή ψυχή
μου").
Η πραγματική αιτία
θανάτου του Poe παραμένει ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα και δεν υπάρχει μια οριστική
θέση, καθώς ουδέποτε υπήρξε ή βρέθηκε ένα επίσημο πιστοποιητικό θανάτου. Ο Δρ.
J.E. Snodgrass, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον Poe και βρέθηκε μαζί του στις
τελευταίες του ημέρες, βεβαίωνε πως ο θάνατος του οφειλόταν στον αλκοολισμό.
Αντίθετα, ο Δρ. John Moran, θεωρούσε πως ο θάνατος του δεν σχετιζόταν με την
κατανάλωση τοξικών ουσιών. Τόσο τα γραπτά του Snodgrass όσο και του Moran, με
θέμα τις τελευταίες ημέρες της ζωής του Poe, περιέχουν σημαντικές αντιφάσεις με
αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό από τους μελετητές και βιογράφους
του συγγραφέα. Πληθώρα άλλων θεωριών έχουν προταθεί επίσης, μεταξύ άλλων η
σύφιλη, η επιληψία, καρδιαγγειακά προβλήματα, δηλητηρίαση, δολοφονία ή λύσσα,
θεωρίες όμως που δεν επιβεβαιώνονται μέχρι σήμερα από επίσημα ιατρικά
έγγραφα.
Ο τάφος του Πόε στη
Βαλτιμόρη
|
Η ταφή του έγινε στις
8 ή 9 Οκτωβρίου και ο τάφος του βρίσκεται στη Βαλτιμόρη, όπου αποτελεί ένα
ιδιαίτερο αξιοθέατο της περιοχής. Από το 1949, κάποιος ανώνυμος επισκέπτης
επισκέπτεται τον τάφο του στις 19 Ιανουαρίου αφήνοντας τρία κόκκινα
τριαντάφυλλα και ένα κόκκινο μπουκάλι κονιάκ στη μνήμη του.
Το Κοράκι
Κάποια φορά,
μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος
ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης
άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά
κανείς στη ξώπορτά μου.
"Κανένας
ξένος", σκέφτηκα "οπού χτυπά τη πόρτα,
τούτο θα είναι μοναχά
και όχι τίποτ' άλλο".
Θυμάμαι ήταν στον
ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της
φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα,
μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγορία
στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα
μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη
καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.
Και τ' αλαφρό
μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε
με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ'
άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας:
"Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί
έδω στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά
και περισσότερο όχι".
Τώρα μου φάνηκε η ψυχή
πιο δυνατή για τούτο,
"Κύριε"
είπα, "ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι
ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα
εάν χτυπά η πόρτα"
κι άνοιξα στους
αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου
και όχι τίποτ' άλλο.
Μες στο σκοτάδι
στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι
όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή
στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη
και το σκοτάδι μαύρο
κι
"Ελεονόρα" μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που
'βγαινε απ' τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και
όχι τίποτ' άλλο.
Γυρίζοντας στη κάμαρα
με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν
πιο δυνατά από πρώτα.
"Σίγουρα κάποιος
θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας
λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη
μου καρδιά
και θα το λύσω θα
είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ' άλλο.
'Ανοιξα το παράθυρο κι
ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο
στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να
σταθεί ή ν' αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη
πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα
μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε
και όχι τίποτ' άλλο.
Το εβενόχρωμο πουλί
που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή
έκανε να γελάσει.
"Χωρίς
λοφίο", ρώτησα, "κι αν είν' η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας
άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις
πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ' όνομα της
Πλουτωνικής της Νύχτας, τ' όνομά σου!"
Και το κοράκι
απάντησε: "Ποτέ από 'δω και πια".
Ξεπλάγηκα σαν άκουσα
το άχαρο πουλί
ν' ακούει τόσον εύκολα
τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση
που μου 'δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική
στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε
να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται
σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου
να λέει:
"Ποτέ πια".
Μα το Κοράκι από κει
που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια
σα να 'ταν η ψυχή του
από τις λέξεις:
"Ποτέ πια", γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε,
χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα
να ψιθυρίζω αυτά:
"Τόσοι μου φίλοι
φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να 'ρθει το
πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις".
Μα το πουλί απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια".
Ετρόμαξα στη γρήγορη
απάντηση που μου 'πε
πάντα εκεί ακίνητο στη
προτομήν απάνω.
"Σίγουρα"
σκέφτηκα, "αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμαθε
από τον κύριό του
που αμείλικτη η
καταστροφή θα του κοψ' το τραγούδι
που θα 'λεγεν ολημερίς
και του 'καμε να λέει
λυπητερά το "Ποτέ
πια" για τη χαμένη ελπίδα".
Μα η θέα του ξωτικού
πουλιού μ' έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το
κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ'
όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση
αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ' απαίσιο,
ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές
τις λέξεις:
"Ποτέ Πια!".
Κι έτσι ακίνητος βαθιά
σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά
να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια
του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν
έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος
γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το
χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου
δε θ' ακουμπήσει
πια!
Τότε ο αγέρας φάνηκε
σα να 'ταν μυρωμένος
από 'να θυμιατήριο
αόρατο που αγγέλοι
και Σεραφείμ το
κούναγαν και τ' αλαφρά τους πόδια
ακούγονταν στο μαλακό
χαλί της κάμαράς μου.
"Ναυαγισμένε"
φώναξα, "αναβολή σου στέλνει
με τους αγγέλους, ο
Θεός και μαύρη λησμοσύνη
για τη χαμένη αγάπη
σου την όμορφη Λεονόρα.
Πιες απ' το μαύρο το
πιοτό της Λήθης και λησμόνα
εκείνην όπου
χάθηκε". Και το Κοράκι είπε:
"Ποτέ από δω και
πια!".
Είπα: "Προφήτη
των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
είτε του μαύρου
πειρασμού αποσταλμένε συ
είτε στης άγριας
θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
αλλ' άφοβε, στον κόσμο
αυτόπου κατοικεί ο Τρόμος,
πες μου με
ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
της λύπης κανά βάλσαμο
που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!", μα
κείνο απάντησε:
"Ποτέ από δω και
πια!".
"Προφήτη",
είπα, "δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε,
στον Ουρανό σ' ορκίζω,
που απλώνεται από πάνω
μας παρηγορήτρα αψίδα,
εις του Θεού το όνομα
που οι δυο μας τον λατρεύουν,
πες μου αν στον
Παράδεισο θε ν' αγκαλιάσω κείνη,
εκείνη που οι άγγελοι
τη λεν Ελεονόρα";
Και το κοράκι
απάντησε:
"Ποτέ από δω και
πια!".
"Ας γίν' η μαύρη
φράση σου το σύνθημα να φύγεις",
εφώναξα αγριωπός
πηδώντας κει μπροστά του.
"Πήγαινε πάλι να
χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρνα στις
ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
ούτ' ένα μαύρο σου
φτερό δε θέλω δω ν' αφήσεις
ενθύμηση της φράσης
σου της ψεύτικης και πλάνας
βγάλ' απ' τη δόλια μου
καρδιά το ράμφος που 'χεις μπήξει
και σύρε τη φανταστική
μορφή σου στα σκοτάδια!"
Και το Κοράκι
απάντησε:
"Ποτέ από δω και
πια!".
Και το Κοράκι ακίνητο
στη προτομή όλο μένει,
στης Αθηνάς τη προτομή
απάνω από τη πόρτα
και τ' αγριωπά τα
μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
όταν μονάχος
σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
ρίχνει σκια στο πάτωμα
σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου
ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
να βγει απ' τον
αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
που φαίνεται στο
πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!
Μετάφραση: Κώστας
Ουράνης
Το σπίτι όπου έζησε ο Poe |
Άναμπελ Λη
Το ποίημα Άναμπελ Λη είναι ένα από τα πιο
γνωστά έργα του "σκοτεινού" και μυστηριώδους Aμερικανού πεζογράφου
και ποιητή Έντγκαρ Άλαν Πόε. Πρόκειται πραγματικά για αντιπροσωπευτικό ποιητικό
έργο του ρομαντισμού που φαίνεται ότι συγκινεί μέχρι σήμερα τους αναγνώστες.
Είναι το τελευταίο ολοκληρωμένο ποίημα του Πόε, που γράφτηκε το 1849 και
δημοσιεύτηκε αμέσως μετά τον πρόωρο θάνατο του δημιουργού του (ο Πόε πέθανε την
ίδια χρονιά που έγραψε το ποίημα).
Χρόνια πολλά περάσαν
από τότε,
σ' ένα βασίλειο δίπλα
στο γιαλό,
που κάποια κόρη ζούσε,
τ' όνομά της
'Αναμπελ Λη, θα το
'χετ' ακουστό.
Κι η κόρη αυτή μονάχην
είχε σκέψη
να μ' αγαπά και να την
αγαπώ.
Ήμαστ' ακόμα δυο μικρά
παιδάκια,
σ' ένα βασίλειο δίπλα
στο γιαλό:
Μα ήταν τρανή η αγάπη
που αγαπιόμαστε-
η 'Αναμπελ Λη κι εγώ.
Στον ουρανό
τα φτερωμένα Σεραφείμ,
που μας ζηλεύανε,
μας κοίταζαν με μάτι
φθονερό.
Κι ήταν γι' αυτό
-περάσανε πια χρόνια-
που στο βασίλειο δίπλα
στο γιαλό,
κατέβηκε απ' τα νέφη
στην ωραία μου
'Αναμπελ Λη, ψυχρό,
θανατερό
τ' αγέρι κι οι μεγάλοι
συγγενήδες της
τη πήραν και μ' αφήσαν
μοναχό,
σ' ένα μνημούρι μέσα
να τη κλείσουνε
στη χώρα τούτη δίπλα
στο γιαλό.
Οι άγγελοι που δεν
είχαν τη δική μας
την ευτυχία, ζηλέψαν
και γι' αυτό-
Ναι! Και γι' αυτό
(καθώς το ξέρουν όλοι
μες στο βασίλειο δίπλα
στο γιαλό),
Τ' αγέρι από τα νέφη
κάποια νύχτα
κατέβηκε ψυχρό,
θανατερό
και μ' άρπαξε τον ώριο
θησαυρό.
Κι από των πιο σοφών
και πιο μεγάλων
η αγάπη μας τρανότερη
πολύ-
κι ούτ' οι αγγέλοι
πάνω στα ουράνια
κι ουτ' οι δαιμόνοι
κάτω απ' το βαθύ
Ωκεανό μπορούνε τη
ψυχή μου
να τη χωρίσουν διόλου
απ' τη ψυχή
της ωραίας μου
'Αναμπελ Λη.
Γιατί ποτέ δε βγαίνει
το φεγγάρι
χωρίς ονείρατα γλυκά
να μου κρατεί
της ωραίας μου
'Αναμπελ Λη.
Και πάντα, όταν
προβάλλουνε τ' αστέρια,
νιώθω και πάλι τη
ματιά τη λαμπερή
της ωραίας μου
'Αναμπελ Λη.
Κι όλη τη νύχτα δίπλα
μου τη νιώθω,
συντρόφισσα μου, αγάπη
μου ακριβή
μέσα στον τάφο δίπλα
στην ακτή
που του πελάου το κύμα
αντιλαλεί.
Μετάφραση: Κ. Παπαδάκης
Επιλεγμένα έργα
Ποιήματα
(1827) Tamerlane
(Ταμερλάνος)
(1829) Al Aaraaf (Αλ
Ααραάφ)
(1845) The Raven (Το
Κοράκι)
(1847) Ulalume
(Ουλαλούμ)
(1848) Eureka (Εύρηκα)
- πεζό ποίημα
(1849) Annabel Lee
(1831) Lenore (Λενόρ)
Διηγήματα,
πεζά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
(1833) MS. Found in a
Bottle (Χειρόγραφο σ' ένα μπουκάλι)
(1838) Ligeia (Λιγεία)
(1839) The Fall of the House of Usher (Η Πτώση
του Οίκου των Άσερ)
(1839) William Wilson
(1839) The Conversation of Eiros and Charmion (Ο Διάλογος Ανάμεσα στον Ήρω και την Ερμιόνη)
(1842) The Masque of the Red Death (Η Μάσκα
του Κόκκινου Θανάτου)
(1842) The Pit and the Pendulum (Το Πηγάδι και
το Εκκρεμές)
(1843) The Gold Bug (Ο
Χρυσός Σκαραβαίος)
(1843) The Black Cat
(Ο Μαύρος Γάτος)
(1845) Some Words with
a Mummy (Μερικές κουβέντες με μια μούμια ή Κουβεντιάζοντας με μια μούμια)
(1845) The System of
Doctor Tarr and Professor Fether (Το Σύστημα του Δόκτωρα Πίσσα και του Καθηγητή
Φτερά)
(1846) The Cask of
Amontillado (Το Βαρέλι του Αμοντιλάδο)
(1838) The Narrative
of Arthur Gordon Pym of Nantucket (Η Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ)
(1841) The Murders in
the Rue Morgue (Οι Δολοφονίες της Οδού Νεκροτομίου)
(1844) The Purloined
Letter (Το Κλεμμένο Γράμμα)
(1844) The Premature Burial (Η πρόωρη ταφή)
(1850) A Descent into
the Maelstrom (Η ρουφήχτρα του Μαελστρόμ ή Στη Δίνη του Μάελστρομ)
Πραγματείες, δοκίμια
(1846) The Philosophy of Composition (Η Φιλοσοφία της
Σύνθεσης)
(1848) Eureka (Εύρηκα)
Θεατρικά
(1835) Politian
Ελληνικές
μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Αφήγηση του Άρθουρ
Γκόρντον Πυμ : Δ.Π.Βακατάτσης ("Πεχλιβανίδη")
Στη Δίνη του Μάελστρομ
- Η Πτώση του Οίκου των Άσερ - Ο Χρυσός Σκαραβαίος - Το Κλεμμένο Γράμμα : Στέλλα Βουρδουμπά
("Γαλαξίας-Ερμείας")
Βιβλιογραφία
Frederick S. Frank
& Anthony Magistrale, The Poe Encyclopedia, Greenwood Press, 1997. ISBN 0-313-27768-0
Quinn, A. Hobson, Edgar Allan Poe: A Critical Biography, The Johns Hopkins
University Press, 1997. ISBN
0-8018-5730-9
A Companion to Poe Studies (εκδ. Eric W. Carlson), Greenwood Press, 1996. ISBN 0-313-26506-2
Kenneth Silverman, Edgar A Poe : Mournful and Never-ending Remembrance,
Harper Perennial, 1991. ISBN 0-06-092331-8
Σημειώσεις
^ H ακριβής προφορά
του ονόματός του είναι Έντγκαρ Άλλαν Πόου.
^ Δεν διαθέτουμε
πιστοποιητικό της γέννησής του. Μέχρι το 1880, ως έτος γέννησης του Πόε
αναφερόταν το 1811. Ο ίδιος ο συγγραφέας, σε μία επιστολή του προς τον Rufus
Wilmot Griswold, αναφέρει πως γεννήθηκε το Δεκέμβριο του 1813, ωστόσο σε άλλο
αυτοβιογραφικό του σημείωμα προς τον Griswold τοποθετεί τη γέννησή του, τον
Ιανουάριο του 1811 [9].
^ Σε επιστολή προς τον
πατριό του Τζον Άλλαν, γραμμένη στις 18 Νοεμβρίου 1831, ο Πόε σημειώνει:
"Από τη στιγμή που έγραψα αυτή την επιστολή θα παραμελήσω τα μαθήματα και
τα καθήκοντα μου στο ίδρυμα. Αν δεν λάβω απάντησή σας σε δέκα ημέρες, θα φύγω
από το Πόιντ - διότι αλλιώς θα εκθέσω τον ευατό μου στον κίνδυνο της απόταξης
(Πόε, Τόμος Α': Ποιήματα, Κριτικές, Επιστολές, εκδ. Πλέθρον, γ' έκδοση Ιανουάριος 2002).
^ Snodgrass, Dr. Joseph Evan, The Facts of Poe's Death and Burial,
Beadle's Monthly, Μάρτιος 1867
^ Moran, Dr. John J. Official Memorandum of the Death of Edgar A. Poe, New York Herald, 28 Οκτωβρίου,
1875
^ Edgar Allan Poe Mystery, 24 Σεπτεμβρίου 1996, University of Maryland
Medical News
^ Η νεκρολογία για τον
Πόε γραμμένη από τον Griswold, στην αγγλική Βικιθήκη.
^ Έθνος, Κήδεψαν
ομοίωμα του Αλαν Πόε, 13 Οκτωβρίου 2009.
Ενα ωραίο άρθρο και μια ευχάριστη εκπλήξη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα Χρήστο! Σε ευχαριστώ! Είναι από πολύ παλιά αγαπημένος και μυστηριώδης
ΔιαγραφήΝα είσαι καλά!