Η αρχική φουστανέλλα,
πού τη φορούσαν παλαιότερα οι Έλληνες, δεν ήταν τόσο κοντή, όσο φοριέται από
τούς Εύζωνες. Άλλα δεν ήταν ούτε και τόσο μακριά, όσο υποστηρίζει ό καθηγητής
Αντώνιος Κεραμόπουλος.
Α’
Γνώρισα, κατά τα έτη
γύρω στα 1930, τη φουστανέλλα, την απλοϊκή και καθημερινή, — συνεπώς και την
ανόθευτη από όποια σκόπιμη επίδειξη, — αυτήν πού ήταν φτιαγμένη από σκούρο
δίμιτο γερό πανί του αργαλειού, μονοκόμματη• με κολλημένο δηλαδή το πανωκόρμι,
όπως ακριβώς έτσι τη φορούσαν τότε πολλοί χωρικοί, ιδίως οι συντηρητικοί
τσοπάνηδες στις ορεινές περιοχές, στην Αρκαδία και στη Δυτική Ρούμελη. Την ίδια
ενδυμασία φορούσαν και πολλοί χωρικοί της Αττικής. Ήταν μιά πολύ πρακτική
ποκαμίσα, με ραμμένη στη μέση μιά απλή ζώνη, από το ίδιο ύφασμα.
Μπροστά και στο απάνω
μέρος του κορμού, η ποκαμίσα είχε άνοιγμα, για να φοριέται ή για να βγαίνη
ευκολώτερα. Το άνοιγμα εκείνο, κάθετο μπροστά στο στήθος, έκλεινε με κουμπιά.
Εξ άλλου, το κάτω μέρος της ποκαμίσας είχε αρκετές πτυχές, όχι περίτεχνες, πού
μοναδικό σκοπό τους είχαν την ανετώτερη πρακτική χρησιμοποίηση της ποκαμίσας,
επειδή φοριόταν από πληθυσμούς κυρίως ποιμενικούς, πού έπρεπε να μην
εμποδίζονται από το στενό ένδυμα κάθε φορά πού θα χρειαζόταν να δρασκελούν
χαντάκια, ή να περπατούν γρήγορα σε ανώμαλα μονοπάτια γεμάτα πέτρες, ή να
σκαρφαλώνουν σε ανηφοριές και σε βράχους, ανοίγοντας πιο πολύ τα σκέλη, ή τέλος
όταν βιαστική ανάγκη θα τούς επέβαλλε, να τρέξουν «για να στομώσουν τα γίδια»
πού έφευγαν για κάπου άλλου.
Η άσπρη φουστανέλλα,
πού είναι ανεξάρτητη, μόνο από τη μέση του κορμιού και κάτω, πρέπει να
οφείλεται σε μεταγενέστερη εξέλιξη, ενώ αρχική και παλαιότατη μορφή πρέπει να
είναι η μονοκόμματη καθημερινή και σκούρα φουστανέλλα, όπως τη φορούσαν ακόμη
έως το 1930 οι Έλληνες χωρικοί των ορεινών περιοχών, ιδιαίτερα οι ποιμενικοί,
επειδή μαζί τους επέζησε για πολύ περισσότερο χρόνο.
Στην πραγματικότητα,
λοιπόν, η ενδυμασία αύτη είναι βασικά μιά ποκαμίσα — ένας δηλαδή χιτώνας στην
κυριολεξία του — πού φοριέται εύκολα και χρησιμοποιείται εύκολα. Καθώς η ζώνη —
πού χρειάζεται πάντοτε να υπάρχη — ράφτηκε κάποτε, με όμορφα διπλά γαζιά, πάνω
στον ίδιο χιτώνα, με λουρίδα από το ίδιο ύφασμα, ήταν εύκολο πια στον άνθρωπο,
πού έκαμε το ράψιμο, να κάμη παράλληλα και λίγες πτυχές, για να δώση στο φόρεμα
τούτο περισσότερη πρακτική χρησιμότητα, ιδίως όταν επρόκειτο να χρησιμοποιείται
από ανθρώπους πού κινούνται στο ύπαιθρο, και τα συχνά δρασκελίσματα είναι μέσα
στο πρόγραμμα της ζωής τους.
“Ακριβώς, άλλωστε, οι
ίδιοι πρακτικοί λόγοι έχουν επιβάλει και στη φούστα της σημερινής Σαρακατσάνας,
να είναι και εκείνη σκόπιμα πολύπτυχη, γιατί επιβάλλουν τούτο η ανάγκη και οι
βασικοί όροι της ποιμενικής ζωής της. Η Σαρακατσάνα υποχρεούται να φορή τέτοια
πολύπτυχη φουστανέλλα, — σαν την ανδρική φουστανέλλα από την οποία προέρχεται,
— επειδή είναι υποχρεωμένη να τρέχη μαζί με τη στάνη της και να μπορή, με
γρήγορες κινήσεις, να κουμαντάρη σε όποια στιγμή τα απείθαρχα γίδια της.
Φυσικά, άλλο είναι το
ζήτημα, αν με τον καιρό οι πτυχές αυτές, οι αρχικές, άρχισαν να γίνονται
σκόπιμα περισσότερες και με μεγαλύτερη επιμέλεια. Εδώ πλέον υπεισέρχεται το νέο
στοιχείο της επίδειξης: Αυτός, δηλαδή, πού φορεί την παραδοσιακή ενδυμασία,
θέλει να καμαρώνη τις Κυριακές, προκαλώντας το θαυμασμό των άλλων. Όσο
περισσότερες πτυχές είχε μιά φουστανέλλα, τόσο πιο περίτεχνη και θαυμαστή
γινόταν. «Μανούλα» ονομαζόταν παλαιότερα από το λαό η κάθε πτυχή της
φουστανέλλας. Και αξίζει, στο σημείο τούτο, να θυμηθούμε τον Μπάρμπα-Γιώργο,
στο ρεπερτόριο του Καραγκιόζη. Κάθε φορά πού ό Μπάρμπα-Γιώργος θα ήθελε «να
ροβολήση ίσια κάτου, κατά τη Χώρα», παράγγελνε με δυνατή φωνή στη Γιώργαινα,
«να του σιδερώση την καλή του τη φουστανέλλα, με τις σαρανταδυό μανούλες». —
Ωρέ, πώς θα με τηράν ούλοι στη Χώρα!» αναφωνούσε, προκαταβολικά ευτυχισμένος
για το πολύπτυχο της εορτάσιμης φουστανέλλας του.
Β’
Ο μακεδονικός τάφος των
Ανθεμίων
|
Έως τώρα έχουμε
περιγράψει την απλή και αρχαϊκή φουστανέλλα των Ελλήνων χωρικών, και παράλληλα
την εορτάσιμη άσπρη πού αποτελεί νεώτερη εξέλιξη. Βασικά, η φουστανέλλα είναι
ένας αρχαϊκός χιτώνας, με μια σφιχτή ζώνη στη μέση, πού δημιουργεί κάτω από τη
ζώνη διάφορες πτυχές, για λόγους πρακτικούς. Το φόρεμα τούτο το φορούσαν στην
Πελοπόννησο, στη Ρούμελη, και έως τη Μακεδονία. Σήμερα, η λαϊκή τέχνη έχει
περισώσει εικονογραφημένες αρχαϊκές μαρτυρίες του κυρίως από τα Μέγαρα και από
το Μέτσοβο της Ηπείρου•
Ποία όμως είναι η
καταγωγή αυτού του ενδύματος, πού έχει αναδειχθή σε εθνικό σύμβολο του νεώτερου
Ελληνισμού ; Είναι ένδυμα αρχαίο ελληνικό; Ή έχει ξενική την προέλευση του;
Με το θέμα τούτο έχει
ασχοληθή ειδικά ό καθηγητής Αντώνιος Κεραμόπουλος. Και υποστηρίζει, στη μελέτη
του, τα έξης κύρια σημεία : 1) «Εκ του χιτώνος τών αρχαίων Ελλήνων ηδύνατο να
παραχθή η φουστανέλλα δια πυκνώσεως των πτυχών αυτού. Αλλ’ ένεκα του ευκραούς
κλίματος δεν προέβη προς τοιαύτην εξέλιξιν. Δεν έχομεν δε εκ της αρχαιότητος εικόνας
τοιαύτας» (σελ. 238). 2) «Η παρά Ρωμαίοις ανάπτυξις της φουστανέλλας εκ του
χιτώνος αιτίαν έχει πιθανήν, νομίζω, την επέκτασιν του ρωμαϊκού κράτους εν τη
κεντρική και βορειοδυτική Ευρώπη, ένθα το κλίμα είναι ψυχρόν, ώστε κατέστησεν
αναγκαίαν την πύκνωσιν των πτυχών του χιτώνος, ίνα καταστήση αυτόν θερμότερον»
(σελ. 239 – 240). 3) «Η φουστανέλλα είναι ρωμαϊκόν στρατιωτικόν ένδυμα, ως
εικονίζεται εις τούς ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς ανδριάντας, ών μιμητής εν αγνοία
του εμφανίζεται μετά αιώνας ό βασιλεύς της νέας Ελλάδος Όθων και οι σημερινοί
εύζωνοι» (σελ. 243). 4) «Θεσπισθείσα (η φουστανέλλα) ως στρατιωτικόν ένδυμα του
Ρωμαϊκού στρατού, έγινεν ένδυμα των τακτικών και μισθοφορικών στρατευμάτων των
προερχομένων εκ των υποτεταγμένων λαών της Ελλάδος και της Ανατολής» (σελ. 243
-244). 5) «Οι Βλάχοι της Πίνδου και των άλλων πέριξ μερών φορούσιν επί του
εσωβράκου (βρακιού) υποκάμισον κατερχόμενον μέχρι που των γονάτων» (σελ. 242).
6) «Η φουστανέλλα (του Ρωμαϊκού στρατού) και η στολή των Βλάχων είναι της αυτής
καταγωγής. Αμφότεραι κατάγονται εκ των Ρωμαίων. Οι δε Βλάχοι ομιλούσι προσέτι
λατινογενή γλώσσαν, ώστε προσκολλώνται ούτως έτι μάλλον προς το Ρωμαϊκόν
κράτος. Θα είναι απόγονοι στρατού φρουρούντος τας όρεινάς χώρας και οδούς»
(σελ. 243).
Ο μακεδονικός τάφος των Ανθεμίων |
Νομίζω ότι όλα αυτά,
όσα υποστηρίζει πιο πάνω ο αείμνηστος Άντ. Κεραμόπουλος — και όσα σχεδόν
παραδεχόμαστε όλοι τώρα, ακολουθώντας τη «θεωρία» του πού θεωρείται ως η
επικρατέστερη για το πρόβλημα, — όλα είναι πολύ περίπλοκα. Και επίσης, ότι
είναι πολύ απίθανα. Δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να δεχτούμε ότι η φουστανέλλα
διαμορφώθηκε από τον Ρωμαϊκό στρατό, αρχικά μάλιστα στη βορειοδυτική και
κεντρική Ευρώπη, ότι κατόπι έγινε επίσημο στρατιωτικό ρωμαϊκό ένδυμα, ότι στα
ρωμαϊκά στρατόπεδα της βόρειας Ευρώπης το φόρεσαν και το συνήθισαν λίγοι
μισθοφόροι ορεσίβιοι Έλληνες της Πίνδου πού μάλιστα έεκλατινίσθηκαν γλωσσικά,
και τέλος ότι αυτοί οι ολίγοι εκλατινισμένοι είναι πού έφεραν το ρωμαϊκό ένδυμα
στη Μακεδονία αρχικά, και από εκεί το γνώρισαν και σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.
Πολύ λοξός, πολύ γωνιώδης, οπωσδήποτε πολύ απίθανος, είναι ένας τόσο περίπλοκος
δρόμος.
Προσωπικά, τα πράγματα
τα βλέπω πολύ διαφορετικά και πολύ απλά, όπως άλλωστε και πιστεύω ότι είναι
απλά. Για μένα το πρόβλημα και η λύση του συγκεντρώνονται στα έξης : Αρχικό ένδυμα
είναι ο αρχαίος ελληνικός χιτώνας, και μόνο αυτός. Αυτός ό ελληνικός χιτώνας
είναι η βέβαιη αφετηρία για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής φουστανέλλας. Στους
ορεινούς πληθυσμούς, και γενικά στους πληθυσμούς πού κινούνται και εργάζονται
έξω στην ύπαιθρο, ο χιτώνας χρειάστηκε πολύ ενωρίς να προσαρμοσθή στον τρόπο
και τις συνθήκες της καθημερινής εργασίας. Απ’ αύτη την ανάγκη — και όχι για
λόγους τάχα θερμοκρασίας σε βορειοδυτικά ευρωπαϊκά κλίματα — γεννήθηκαν οι
πρώτες απαραίτητες πτυχώσεις στο χιτώνα, για να ευκολύνουν δηλαδή το τρέξιμο
και το διασκελισμό. Αυτό το φαινόμενο— όπως έχω εξηγήσει πιο πάνω — πρέπει να
είχε διαμορφωθή ιδίως στις ορεινές περιοχές του ελλαδικού χώρου, και μάλιστα
από πολύ ενωρίς, τουλάχιστο πριν και από τον πέμπτο προ Χριστού αιώνα. Φυσικά,
πρόκειται για ένα ένδυμα γνήσιας λαϊκής καταγωγής, συνήθως ορεινής, οπωσδήποτε
όμως για ένα ένδυμα της αγροτικής υπαίθρου, ιδίως της ποιμενικής.
Παρόμοια όμως
«πρακτική διασκευή» του αρχαίου χιτώνα, — για να προσαρμοσθή στις ανάγκες της
ποιμενικής και κυρίως της ορεινής διαβίωσης, — είναι φυσικό και εύλογο να
δεχτούμε ότι μπορούσε να είχε επικρατήσει σε όλη σχεδόν τη δυτική ορεινή
περιοχή της Χερσονήσου του Αίμου, άρα ανάμεσα και στους Έλληνες και στους
Ιλλυριούς. Δεν αποκλείεται μάλιστα να προϋπήρξε και στην Ιταλία. Αν και δεν
αποκλείεται, αντίστοιχα, οι Ρωμαίοι να πήραν τη φουστανέλλα σαν επίσημο
στρατιωτικό τους ένδυμα μετά την επέκταση τους στα κράτη των Διαδόχων του
Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από την κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου έχει παραλάβει
αρκετά «σύμβολα» της η αυτοκρατορική Ρώμη, σύμβολα πού προϋπήρχαν στον
Μακεδονικό κόσμο και στα κράτη των Διαδόχων. Γιατί, λοιπόν, να μην έχη
παραλάβει ηή Ρώμη και την αυτοκρατορική φουστανέλλα, αν δειχτή πιο κάτω ότι
ακριβώς την ίδια φουστανέλλα τη φορούσαν, τόσο ό Μέγας Αλέξανδρος και οι στενοί
συνεργάτες του, όσο και όλος ο ακαταμάχητος στρατός του;
Γ’
Ανακεφαλαιώνω τα έως
τώρα βασικώτερα πορίσματα : Ως προς το θέμα της φουστανέλλας, πρέπει τα
πράγματα να ξεκαθαρίσουν οριστικά. Πρόκειται δηλαδή για τον αρχαίο ελληνικό
χιτώνα, όπως αυτός — για λόγους καθαρά πρακτικούς — διαμορφώθηκε στην ελληνική
ύπαιθρο, ιδίως στην ορεινή. Όσο για όσα αντίθετα έχουν γραφή, και γίνονται έως
σήμερα παραδεκτά, για δήθεν καταγωγή της φουστανέλλας από το ρωμαϊκό στρατιωτικό
ένδυμα, όλα αυτά είναι περίπλοκα και δεν αληθεύουν.
Άλλωστε, και αυτός ο
πολύπτυχος στρατιωτικός χιτώνας, — ο έντονα και σκόπιμα πολύπτυχος, από τη μέση
και κάτω, — δεν αποτελεί ανακάλυψη της Ρώμης, όπως κακώς έως τώρα
παραδεχόμαστε. Αυτή η «ανακάλυψη» της πολύπτυχης μορφής του ανήκει αποκλειστικά
στους αρχαίους Μακεδόνες του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Οι σχετικές
μαρτυρίες, για την αλήθεια αυτής της ερμηνείας, είναι και αλλεπάλληλες και
αναμφισβήτητες, όπως αμέσως πιο κάτω θα εκτεθή.
Πραγματικά, όλοι όσοι
ασχολήθηκαν με το θέμα τούτο, δεν πρόσεξαν ότι το ανδρικό τούτο ένδυμα
προϋπήρχε τουλάχιστο στους Ελληνιστικούς αιώνες. Μας έχει μάλιστα παραδοθή
υπεύθυνα η μορφή του ενδύματος αυτού από την αρχαία τέχνη. Επιβεβαιώνουν αυτή
την αλήθεια ποικίλα έργα, άλλα ανάγλυφα, άλλα ολόγλυπτα, και άλλα πού υπάγονται
στον κύκλο της ζωγραφικής. Θα μπορούσα να προσκομίσω ολόκληρο πλήθος σχετικών
μαρτυριών. Θα αρκεσθώ όμως να απαριθμήσω, αμέσως πιο κάτω, έξη ξεχωριστές
περιπτώσεις, πού ισοδυναμούν με έξη σημαντικές αποδείξεις. Ουσιαστικά όμως, και
μονάχη της η πρώτη από τις πιο κάτω έξη περιπτώσεις, νομίζω ότι θα ήταν αρκετή,
για να αποδείξη την αλήθεια των ισχυρισμών μου.
1. Είναι γνωστό ότι
στα Λευκάδια της Μακεδονίας, στον εύφορο κάμπο λίγο πιο κάτω από τη Βέροια, ανάμεσα
σε δάσος από καρπερές μηλιές, έχουν βρεθή τα τελευταία χρόνια μεγάλοι και
σπουδαίοι Μακεδόνικοι τάφοι της αυτοκρατορικής περιόδου, πού βρίσκονται βαθειά
μέσα στη γη και έχουν το σχήμα ναού. Ανάμεσα στα πολλά, νέα και σπουδαία
στοιχεία πού παρουσιάζουν οι τάφοι εκείνοι, ένα είναι ή ζωγραφική τους
διακόσμηση, πού μερικές φορές σώζεται σχεδόν ανέπαφη.
Ο μακεδονικός τάφος του
Λύσωνος και του Καλλικλέους
|
Σε έναν απ’ αυτούς
τούς τάφους, στον μακεδονικό τάφο του Λύσωνος και του Καλλικλέους, — ένα
σημαντικό μνημείο του 250 -200 προ Χριστού, — σώζεται έκτος των άλλων και μιά
μεγάλη πολύχρωμη τοιχογραφία, πού παριστάνει τα μακεδόνικα όπλα της εποχής
εκείνης. Πρόκειται φυσικά για τα όπλα των δύο σπουδαίων νεκρών του αυτού τάφου.
Τούς συντροφεύουν τα όπλα τούς δύο νεκρούς και στην άλλη ζωή τους, αγαπημένα
τους όπως υπήρξαν και στην επίγεια ζωή. Δεν μας είναι λοιπόν δύσκολο να
κατανοήσουμε, ότι τα εικονιζόμενα μέσα στον τάφο όπλα παριστάνουν πιθανώτατα τα
προσωπικά όπλα των δύο νεκρών τού τάφου, και ότι εικονίζονται ακριβώς όπως
υπήρξαν εκείνα και στην πραγματικότητα.
Εικονίζονται λοιπόν
τέσσερα κρεμασμένα ξίφη, δύο περικεφαλαίες από τις όποιες η μία έχει υψηλό
λοφίο, ένα ζευγάρι περικνημίδες, και δύο μεγάλες χάλκινες ασπίδες, από τις
όποιες η αριστερή είναι τού γνωστού μακεδόνικου τύπου, έχοντας για κοσμήματα
της τρείς και στο μέσο τέσσερες «συγκεντρικούς» κύκλους, ενώ η ασπίδα πού είναι
δεξιά έχει ολόγυρα της στεφάνι δάφνης και στο κέντρο της, μέσα σε γαλάζιο
φόντο, βρίσκεται ένα πελώριο ακτινωτό κόσμημα.
Η παράσταση όμως, πού
μαζί με τις δύο μεγάλες ασπίδες δεσπόζει, βρίσκεται στο αριστερό τμήμα της
τοιχογραφίας, δεξιά και αριστερά από την πρώτη μεγάλη ασπίδα με τούς
συγκεντρικούς κύκλους. Στο τμήμα εκείνο προβάλλουν, επιβλητικά ζωγραφισμένοι,
δύο μεγάλοι μακεδονικοί θώρακες, πού ίσως ήσαν κατασκευασμένοι από δέρμα, ενώ
πάνω στους ώμους έχουν μετάλλινα ελάσματα. Οι δύο αυτοί θώρακες έχουν στη μέση
τους από μιά ζώνη πού δένεται αρκετά σφιχτά, ενώ αμέσως έπειτα από τη μέση
πέφτει προς τα κάτω ένας πλούσιος χιτώνας, γεμάτος από πολλές κάθετες πτυχές.
Μέτρησα με προσοχή αυτές τις πτυχές πάνω στο δεξιό θώρακα. Και τις βρήκα, στο
άνω εμπρόσθιο τμήμα του, να είναι δέκα εννέα, άρα ολόγυρα στο κορμί έπρεπε να
φτάνουν τουλάχιστο τις σαράντα πτυχές.
Μού ήταν σχεδόν
αδύνατο, εκείνες τις στιγμές, να μη θυμηθώ τον Μπάρμπα-Γιώργο, στις ιστορίες
του Καραγκιόζη. Γνωρίσαμε πιο πάνω αυτό τον ορεσίβιο ήρωα, πού λαχταράει να πάη
στη Χώρα, ή σε όποιο μεγάλο πανηγύρι, φορώντας καλοσιδερωμένη την καλή
φουστανέλλα του, πού είχε «τις σαρανταδυό μανούλες», τις σαραντα-δύο κάθετες
πτυχές. Και γεννιέται, — αληθινά σκανδαλιστικό, — το αναπόφευκτο ερώτημα :
Φορούσαν λοιπόν τέτοιες «φουστανέλλες», με «ισάριθμες» μάλιστα πτυχές, και οι
δύο Μακεδόνες τού αρχαίου τάφου των Λευκαδίων, ο Λύσων και ο Καλλικλής; Για
μένα δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Η επιβλητική τοιχογραφία τού 250 προ Χριστού,
πού βρίσκεται μέσα στον αρχαίο τάφο, αποτελεί μιαν απόδειξη κυριολεκτικά
αναμφισβήτητη.
2. Μετά τη μάχη τού
Γρανικού ποταμού, πού έγινε στο τέλος Μαΐου του 334 π. Χρ., ο Μέγας Αλέξανδρος
έδωσε παραγγελία στον περίφημο γλύπτη Λύσιππο, να φιλοτεχνήση 26 χάλκινους
έφιππους ανδριάντες. Οι 25 απ’ αυτούς παρίσταναν τούς ισάριθμους «εταίρους» τού
Αλεξάνδρου, πού σκοτώθηκαν στον Γρανικό, πολεμώντας με γενναιότητα απαράμιλλη.
Ο εικοστός έκτος ανδριάντας παρίστανε τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Όλους αυτούς τούς
ανδριάντες ό Αλέξανδρος παράγγειλε και τούς έστησαν στο Δίον, πού είναι η ιερή
πόλη των Μακεδόνων.
Ένα χάλκινο αγαλμάτιο,
πού βρίσκεται τώρα στην Ιταλία, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας,
παριστάνει έφιππο τον Αλέξανδρο και θεωρείται από τούς ειδικούς, ότι είναι
πιστό αντίγραφο του έργου του Λυσίππου, πού είχε στηθή στο Δίον μαζί με τούς 25
ανδριάντες των «εταίρων» του Γρανικού. Σέ μια τέτοια περίπτωση, είναι φυσικό
ότι και οι άλλοι 25 χάλκινοι ανδριάντες των σκοτωμένων «εταίρων» θα ήσαν, ως
προς το ντύσιμό τους, παρόμοιοι με τον έφιππο Αλέξανδρο.
Είναι πολύ σημαντικό,
για μας και για το θέμα πού εξετάζομε, να προσέξουμε ειδικά το ντύσιμο του
Αλεξάνδρου, στο χάλκινο τούτο αγαλμάτιο της Φλωρεντίας. Η «φουστανέλλα» του
Αλεξάνδρου, με τις πολλές και τις αλλεπάλληλες αρμονικές πτυχές πού έντονα
προβάλλει, δεν έχει την όμοιά της. Ένα μάλιστα νέο χαρακτηριστικό πού
παρουσιάζει, είναι ότι η φουστανέλλα αυτή φέρει τρεις οριζόντιες, έντονα
ράφτες, γραμμές ολόγυρα της, έτσι πού χωρίζει όλη την επιφάνεια του μακεδόνικου
χιτώνα σε τρία οριζόντια τμήματα. Εφ’ όσον μάλιστα δέχονται όλοι το αγαλμάτιο
τούτο ότι είναι πιστό αντίγραφο του έργου του Λυσίππου, τούτο σημαίνει ότι ο
Λύσιππος πρώτος είχε κάμει ανάγλυφες αυτές τις οριζόντιες έντονες ραφές, φυσικά
«αντιγράφοντας την πραγματικότητα» από τη φορεσιά του Αλεξάνδρου. Ας κρατήσουμε
υπό σημείωση την εκδοχή αυτή, γιατί στο τέλος του κεφαλαίου θα μας χρησιμεύση
για μιάν απροσδόκητη «αντιπαραβολή» με κάποιο γνώρισμα της νεοελληνικής
φουστανέλλας.
3. Ξεκινώντας με
υπεύθυνα στοιχεία, πού προέρχονται από ανάλογες αρχαίες απεικονίσεις, έχουν
επιχειρήσει μερικοί νεώτεροι επιστήμονες να αναπαραστήσουν ένα στρατιωτικό
τμήμα της περίφημης «μακεδόνικης φάλαγγος», την ώρα πού τούτο επιτίθεται. Οι
«πεζέταιροι», πού παίρνουν μέρος, παριστάνονται να κρατούν προτεταμένες τις
μακρές μακεδόνικες σάρισσες και να προχωρούν με σύμμετρους διασκελισμούς, ενώ
αμέσως κάτω από το θώρακα και ψηλά στους μηρούς των πολεμιστών ανοίγουν, με την
ελαστικότητα και τη συμμετρία βεντάλιας, οι κοντές άλλα και πολύπτυχες
«φουστανέλλες» των Μακεδόνων πολεμιστών. Αν αφαιρέσει κανείς τις περικνημίδες των
αρχαίων μαχητών, σχηματίζει την εντύπωση —καθώς τούς κοιτάζει — ότι βλέπει
νεοέλληνες τσολιάδες του πολέμου 1912-13, οπλισμένους με κόκκινα μακεδόνικα
κράνη και με μακρά δόρατα.
Πεζέταιρος της
Μακεδονικής φάλαγγας
|
4. Στη μεγαλόπρεπη
σαρκοφάγο των Ελληνιστικών χρόνων, — πού βρέθηκε στη Σιδώνα, φυλάσσεται στο
Αρχαιολογικό Μουσείο στην Κωνσταντινούπολη και θεωρείται, κατά το θρύλο, ότι
είναι η σαρκοφάγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, — υπάρχει στις εξωτερικές πλευρές
της μιά σειρά από επιβλητικές ανάγλυφες μορφές. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν δύο
μορφές Ελλήνων στρατιωτών, ενός πεζού και ενός ιππέα. Ό τελευταίος φορεί κράνος
και επιτίθεται με δόρυ, ενώ ο πεζός φορεί ίδιο κράνος, κρατάει ασπίδα και
επιτίθεται με ξίφος.
Και οι δύο όμως
οπλίτες φορούν ένα χιτώνα, πού από τη μέση και κάτω είναι γεμάτος από
αλλεπάλληλες και αρμονικά σύμμετρες πτυχώσεις. Κανένας αυτοκρατορικός ρωμαϊκός
χιτώνας, ούτε ακόμη και αυτός πού παριστάνεται στον ανδριάντα του Μεγάλου
Κωνσταντίνου, — πού βρίσκεται στο Λατερανό Μουσείο της Ρώμης και τον
επικαλείται σαν κύριο επιχείρημα του ό Αντ. Κεραμόπουλος, — δεν φτάνει ούτε στο
ένα τρίτο ως προς το θαυμαστό στόλισμα «της πολύπτυχης φουστανέλλας», πού
φορούν αυτοί οι δύο συμπολεμιστές του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πρόκειται για έναν
χιτώνα περίτεχνο, πού φυσικά είναι σίγουρος αρχαίος ελληνικός, γεμάτος από τη
μέση και κάτω με κάθετες πτυχές, όμοιες σαν εκείνες τις απίθανες «μανούλες» της
νεοελληνικής φουστανέλλας.
Πρόσεξα μάλιστα ότι
από τούς δύο αυτούς Μακεδόνες πολεμιστές, ο ένας, ο πεζός, καθώς κρατάει ασπίδα
στο αριστερό χέρι, δόρυ στο δεξί, και φοράει κράνος, ορμάει τόσο έντονα κατά
του εχθρού, ώστε προβάλλει το αριστερό του πόδι πολύ μπροστά, σε στάση φανερού
διασκελισμού. Είναι η στιγμή του χιτώνα, πού καθώς είναι πολύπτυχος, ανοίγει
εύκολα και ακτινωτά, και όχι μόνο δεν εμποδίζει αλλά αντίθετα διευκολύνει τον
διασκελισμό. Πρόσεξα ότι ο χιτώνας αυτός έχει 18 έως 20 πτυχές μονάχα στο
εμπρόσθιο τμήμα του. Χαρακτηριστική όπως είναι η λεπτομέρεια αυτή, οδηγεί στην
εύλογη υποψία, ότι ίσως δεν στερείται κάποιας μακρυνής αρχαίας καταγωγής η
λαϊκή νεοελληνική έκφραση, πού υποστηρίζει ότι μια τέλεια φουστανέλλα πρέπει να
έχη σαράντα τόσες πτυχές, για την ακρίβεια ότι πρέπει να έχη «σαρανταδυό
μανούλες».
Η Σαρκοφάγος του Μ. Αλεξάνδρου |
5. Στην ίδια σαρκοφάγο,
την επονομαζόμενη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, υπάρχει ανάγλυφη και μιά άλλη σκηνή
μάχης, η έξης : Δύο έφιπποι συγκρούονται με πείσμα και τα δύο ανυψωμένα άλογα
τους εφορμούν το ένα εναντίον του άλλου, ενώ στο μεταξύ πέφτει νεκρός ο Πέρσης,
ο αριστερός ιππέας. Ο Μακεδόνας, πού βρίσκεται δεξιά και νικά, λέγεται ότι
είναι ό ίδιος ό Αντίγονος, ο αφοσιωμένος συμπολεμιστής του Αλεξάνδρου. Αυτός ο
ορμητικός πολεμιστής φορεί κράνος και μάχεται με δόρυ, ενώ γύρω από το κορμί
του, από τη μέση και κάτω, ξεδιπλώνεται — αρμονικά ολόγυρα του — μιά
νεοελληνική φουστανέλλα, πού είναι πολύ κοντή, αλλά και πολύ συμμετρική στην
έντονα «πολύπτυχη» κατασκευή της.
6. Ένα χάλκινο
αγαλμάτιο, πού προέρχεται από την Ήπειρο, βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο
Αθηνών και παριστάνει Ηπειρώτη πολεμιστή της εποχής του Πυρρού. Θεωρείται ότι
ίσως παριστάνει τον φιλόσοφο Κινέα, πού ήταν έμπιστος σύμβουλος του Πύρρου και
διεξήγαγε επανειλημμένες διαπραγματεύσεις με τη ρωμαϊκή Σύγκλητο. Ο Ηπειρώτης
αυτός πολεμιστής, στο χάλκινο τούτο αγαλμάτιο, φοράει μια πολύπτυχη και αρκετά
κοντή «φουστανέλλα». Φυσικά οι Έλληνες της Ηπείρου φορούσαν τότε, το 280 προ
Χριστού, τέτοιες πολύπτυχες φουστανέλλες, ενώ ό ρωμαϊκός στρατός — αν δεχτούμε
την απίθανη θεωρία του Άντ. Κεραμοπούλου — θα ήταν υποχρεωμένος να περιμένη
άλλα τριακόσια ακόμη χρόνια μετά τον Πύρρο, για να φτάση κάποτε στη
βορειοδυτική Ευρώπη και «να επινόηση» εκεί, — για λόγους δήθεν κλιματολογικούς
ευρωπαϊκούς, — μιά παρόμοια ενδυματολογική εξέλιξη.
Δ’
Τελειώνοντας τα περί
φουστανέλλας, θα ήθελα να προσθέσω και δύο δευτερεύουσες εικασίες, πού δεν
είναι άσχετες με το ίδιο γενικά θέμα :
1. Στην πλατειά φούστα
της νεοελληνικής Σαρακατσάνας τού βορειοελλαδικού χώρου, πού είναι γνωστό ότι
προέρχεται από την ανδρική φουστανέλλα, παρατηρείται το παράξενο στοιχείο, να
χωρίζεται η πλατειά φούστα σε δύο ή άλλοτε σε τρία οριζόντια τμήματα, εξ αιτίας
κάποιας παραδοσιακής έντονης ραφής πού συνηθιζόταν ολόγυρα της. Στο χάλκινο
όμως αγαλμάτιο τού Μουσείου της Φλωρεντίας, πού είναι αντίγραφο τού έργου του
Λυσίππου, γνωρίσαμε ότι έχει και ό Αλέξανδρος τρεις όμοιες έντονες ραφές
ολόγυρα στο δικό του χιτώνα. Οι ραφές εκείνες βρίσκονται στην ίδια περίπου
θέση, όπου βρίσκονται και σήμερα στην πολύπτυχη φούστα της βορειοελλαδικής
Σαρακατσάνας. Την ίδια οριζόντια ολόγυρα ραφή παρατηρώ ότι φέρουν επίσης και οι
φουστανέλλες των Μακεδόνων, πού εικονίζονται στην αναπαράσταση της «Μακεδόνικης
φάλαγγος». Το παράξενο όμως είναι ότι ακόμη και οι δύο θώρακες, πού βρίσκονται
μέσα στον τάφο του Λύσωνος και τού Καλλικλέους, στα Λευκάδια κοντά στη Βέροια,
έχουν και αυτοί μιάν έντονη οριζόντια ραφή ολόγυρα τους, πού χωρίζει τον
πολύπτυχο χιτώνα τους του 250 προ Χριστού σε δύο οριζόντια τμήματα.
Εδώ είναι, πού
τίθενται τα σχετικά ερωτήματα : Είναι τυχαία όλη αυτή η πολλαπλή σύμπτωση; Ή μήπως
στη φούστα της σημερινής Σαρακατσάνας του βορειοελλαδικού χώρου έχει διατηρηθή,
σαν παραδοσιακή διακόσμηση, το ιδιόρρυθμο στολίδι της ραφής, πού το βλέπουμε να
υπάρχη επίμονα πάνω στον αρχαίο Μακεδόνικο χιτώνα; Προσωπικά, βρίσκω ότι
πιθανώτερο, άρα σωστότερο, είναι το δεύτερο ερώτημα, πού δέχεται τη «συνέχεια»
στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, και δεν δέχεται την ανεξάρτητη και τυχαία σύμπτωση,
πού αποδίδει τα πάντα όχι στην κληρονομιά, αλλά στην τυφλή τύχη.
2. Απαραίτητο
συμπλήρωμα της νεοελληνικής φουστανέλλας είναι οι δύο μακριές μάλλινες κάλτσες,
— οι «γονατάρες» ή τα τουσλούκια ή οι χολέβες, όπως ονομάζονται από το λαό, —
πού σκεπάζουν όχι το κορμί αλλά μόνο τα πόδια. Σκεπάζουν δηλαδή «μόνο» τις
κνήμες και φτάνουν το πολύ μιά πιθαμή πάνω από τα γόνατα, στους μηρούς, χωρίς
όμως να προχωρούν και στον κορμό τού σώματος. Είναι περίεργη όλη αυτή η
ιδιορρυθμία τού παράξενου αυτού ενδυματολογικού εξαρτήματος. Γιατί όμως να
συμβαίνη τούτο; Υποθέτω ότι, όπως η φουστανέλλα στην εξέλιξη της έχει συνδεθή
αμεσώτερα με τον πολεμικό θώρακα των αρχαίων, όμοια και οι μάλλινες αυτές
κάλτσες ίσως οφείλουν την καταγωγή τους στις περικνημίδες των αρχαίων
πολεμιστών, με τις οποίες πρέπει να έχουν κάποιαν άμεση συσχέτιση.
Νομίζω ότι είναι
δύσκολο να υπάρξη άλλη εξήγηση, τόσο εύκολη και τόσο φυσιολογική, όσο η
ερμηνεία των περικνημίδων. Αλλά γι’ αυτό το ειδικό στοιχείο, για την επιβίωση
δηλαδή των αρχαίων περικνημίδων μέσα στο νεοελληνικό λαϊκό πολιτισμό, θα
ασχοληθώ ειδικώτερα σε μελλοντική μελέτη μου, παραθέτοντας σχετικές παραπομπές
σε αρχαίες και νεώτερες απεικονίσεις, πού συγκριτικά τοποθετημένες κάνουν τα
πράγματα να γίνονται πιο πολύ συγγενικά.
Έχω σημειώσει πιο πάνω
ότι η φουστανέλλα «πρέπει να είχε διαμορφωθή πολύ ενωρίς, τουλάχιστο πριν και
από τον πέμπτο προ Χριστού αιώνα». Δεν ήταν σχήμα λόγου η έκφραση εκείνη.
Αρκούν λίγα αποδεικτικά στοιχεία, πού χρονολογούνται γύρω στα 440 και στα 525
π. Χ.
Η δυτική Ζωφόρος του Παρθενώνα |
α) Στη ζωφόρο τού
Παρθενώνος, έργο της απαράμιλλης τέχνης τού Φειδία, εικονίζεται ένας Αθηναίος
πολεμιστής πού είναι έφιππος, ενώ ο πέτσινος θώρακας του αποτελεί θαυμάσιο
δείγμα σύμμετρης πτυχωτής φουστανέλλας. (Βλέπε φωτογραφία στην Ιστορ. Έλλην.
Έθνους, τόμ. Π, σελ. 183). Στην ίδια ζωφόρο, δυτική πλευρά τού Παρθενώνος, ένας
άλλος ιππέας φοράει χιτώνα, πού είναι σφιγμένος στη μέση και ξεχύνεται σε
πολύπτυχη φουστανέλλα (φωτογραφία, Ίστορ. Έλλην. Έθνους, Π, σελ. 136).
Η ανατολική Ζωφόρος του Θησαυρού των Σιφνίων |
β) Αρχαϊκώτερα όμως
δείγματα της σύμμετρης πολύπτυχης φουστανέλλας, πού δημιουργείται από τις
πέτσινες πτυχώσεις τού κάτω μέρους τού θώρακος, συναντούμε στα γλυπτά τού
Θησαυρού των Σίφνιων, του 525 π. Χ., πού βρίσκονται στο Μουσείο Δελφών. Στο
αριστερό τμήμα της ανατολικής ζωφόρου του Θησαυρού εικονίζονται οι θεοί του
Ολύμπου, πού παρακολουθούν τη μάχη Αχαιών και Τρώων. Στην άκρη αριστερά
εικονίζεται ό θεός Άρης, καθιστός και φορώντας την πολύπτυχη φουστανέλλα του.
Εξ άλλου στο ανατολικό αέτωμα του ίδιου θησαυρού παριστάνεται ολόγλυφη η σκηνή
με τη διένεξη Απόλλωνος και Ηρακλέους για τον δελφικό τρίποδα. Όχι μακριά από
τον Ηρακλή, στο άκρο δεξιά, βλέπομε έναν όρθιον άνδρα, πού φοράει θώρακα με τη
χαρακτηριστική μορφή της φουστανέλλας. Και όλα αυτά συνέβησαν στα 525 π. Χ.,
οκτακόσια δηλαδή ολόκληρα χρόνια πριν από τότε πού χρονολογεί ό Αντ.
Κεραμόπουλος την πρώτη παρουσία της νεοελληνικής φουστανέλλας.
Πηγή: Ο μεγάλος
λαογράφος Κώστας Ρωμαίος, στο έργο του Λαογραφικά Θέματα, έκδοση Αθήνα 1977
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου