Η
γκαλερί «Σκουφά» καλωσορίζει το καλοκαίρι με μία αφιερωματική έκθεση σε έναν
από τους πιο σημαντικούς δασκάλους της σύγχρονης Ελληνικής ζωγραφικής. Είκοσι
αντιπροσωπευτικοί πίνακες από τη μακρά και γόνιμη πορεία του Σωτήρη Σόρογκα
παρουσιάζονται στον Καλλιτεχνικό Σταθμό της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στη
Μύκονο.
Τα ρημαγμένα καΐκια, τα
ξύλα που έβγαλε η θάλασσα, βρίσκουν «καταφύγιο» στον καμβά του ζωγράφου και στο
φυτώριο των νέων δημιουργών, στο κέντρο του κοσμαγάπητου νησιού. Το προσωπικό
ιδίωμα του Σόρογκα με πέτρες, αρχαία σπαράγματα, βάρκες, αποσαθρωμένα ξύλα, όλα
λουσμένα στο φως, εντάσσονται στο πνεύμα και την ιδιαίτερη παράδοση της Μυκόνου
και της Δήλου. Βασικά χαρακτηριστικά τους το καθαρό, αψεγάδιαστο σχέδιο και η
λιτή χρωματική παλέτα, όπου κυριαρχούν το μαύρο και το άσπρο, ενώ δευτερεύοντα
λόγο έχουν το κόκκινο και το γαλάζιο. Κι ενώ ο ζωγράφος στο σύνολο της γόνιμης
διαδρομής του δεν εγκατέλειψε τα παραδοσιακά μέσα, είναι ένας δημιουργός που
απευθύνεται, όχι μόνο στο ελληνικό, αλλά και το διεθνές κοινό.
Με καταβολές στην πιο
στέρεη και διαχρονική μας παράδοση, ο Σωτήρης Σόρογκας της προσθέτει εδώ και
δεκαετίες τη δική του εκδοχή του φωτός. Πολλά από τα έργα του μπορούν κάλλιστα
να θεωρηθούν σαν πλαστικές σπουδές με την έννοια του φωτός ως χαρακτηριστικού
στοιχείου του ελληνικού χώρου. Με τις αδιόρατες αχνές μεταβάσεις από το λευκό
στο μαύρο ή αντίθετα με τις συγκρούσεις λευκού και σκοταδιού, η ζωγραφική του
όχι μόνο υλοποιεί το φως, αλλά υλοποιείται απ’αυτό. Με άλλα λόγια η ζωγραφική
του Σόρογκα αποτελεί μια ορατή και απτή ζωγραφικά αποκάλυψη του φωτός και της
«μυστικής» φύσης του. Ο θεατής μπροστά στο έργο του ζωγράφου γίνεται μάρτυρας
μιας ενεργού μεταμόρφωσης, κατά την οποία η νεκρή, άφωνη γλώσσα των πραγμάτων
μεταστοιχειώνεται σε γλώσσα ποιητική.
Ο ίδιος ο ζωγράφος έχει
πει: «Η ιστορία κάθε τόπου στην Eλλάδα συνυφαίνεται τις περισσότερες φορές τόσο
με έναν αρχαίο μύθο που τον περιβάλλει, όσο και με την ύπαρξη ενός μυστηριώδους
στις νοηματοδοτήσεις του αποστράπτοντος φωτός, που τον προσδιορίζει».
Το γεγονός
πραγματοποιείται με την αρωγή της γκαλερί «Σκουφά» και τη φροντίδα του
ιστορικού τέχνης Γιώργου Μυλωνά.
Ο
ζωγράφος στο εργαστήριό του
Συνέντευξη
του Σωτήρη Σόρογκα
στον
Ιστορικό Τέχνης Γιώργο Μυλωνά
Στο εργαστήρι του ζωγράφου στο Παγκράτι,
ανάμεσα στα βιβλία που καλύπτουν ως επάνω τους τοίχους, κυριαρχούν στο πάτωμα
τα μνημειακά έργα του δημιουργού. Στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, απλώνουν
στο χώρο ένα φως μεταφυσικό. «Ετοιμάζονται να ταξιδέψουν» εξηγεί ο Δάσκαλος με
απολογητικό σχεδόν ύφος. Λουσμένος στη λευκότητα των έργων του, με μια φυσική
ευγένεια και ζεστή φωνή, ο Σόρογκας προβάλλει σαν ασκητής. Κατ’ αντιστοιχία με
τα μεγάλα έργα του, το βλέμμα πέφτει σε μια σειρά από μικρές βυζαντινές εικόνες
που «στεφανώνουν» το γραφείο του. Κάποιες από αυτές, μου αποκαλύπτει, είναι
καμωμένες από το δικό του χέρι κι αμέσως συναντά την έκπληξή μου. Έτσι και τον
ρωτώ για την σπουδή του στη ζωγραφική.
Ο βασικός δάσκαλός μου
ήταν ο Γιάννης Μόραλης. Είχα μάλιστα τη χαρά να του δώσω να διαβάσει, περίπου
ένα μήνα πριν αναχωρήσει απ’ τη ζωή, ένα μικρό κείμενο για το πώς εισέπραξα εγώ
τη διδασκαλία του και να μάθω μήπως τον έχω παρερμηνεύσει. Όταν το διάβασε, μου
είπε χαριτολογώντας ότι υπερβάλω στις αρετές της διδασκαλίας του και πως θα
χαιρόταν πολύ αν πράγματι ήταν έτσι. Ο Μόραλης δεν αναλωνόταν σε θεωρητικές
αναλύσεις. Ήταν ένας βιωματικός γνώστης μιας άψογης και ολοκληρωμένης τεχνικής
με σπάνια ικανότητα στη μετάδοσή της. Οι αναφορές του στηρίζονταν στις
συνθέσεις και το σχέδιο των αρχαίων αναγλύφων, ενώ στο χρώμα ακολουθούσε τον
τρόπο της κατασκευής των βυζαντινών εικόνων. Υπήρξε και μαθητής του Κόντογλου,
όπως ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος και άλλοι. Αναφερόταν επίσης συχνά στους
ιμπρεσιονιστές, στα συμπληρωματικά χρώματα των εντάσεων, στον Μπονάρ και,
γενικά, η σοβαρότητα με την οποία μιλούσε για τη ζωγραφική, μας μετάγγιζε ένα
αίσθημα ιερότητος για την «αποστολή» που είχαμε αναλάβει: να αποκαλύψουμε τα
μυστικά του κόσμου μέσα απ’ τη δική μας προσωπική εργασία. Τον θυμάμαι με
ευγνωμοσύνη.
Και
η θητεία στα βυζαντινά; Πώς προέκυψε;
Μετά την αποφοίτηση απ’
τη σχολή και την επιστροφή μου απ΄το στρατιωτικό ανέκυψε το μέγα πρόβλημα της
επιβιώσεως. Αρκετοί από εμάς πήγαιναν ως καθηγητές τεχνικών μαθημάτων σε
επαρχιακά γυμνάσια και, κατά κανόνα, χάνονταν. Οι κοπέλες ήταν στην πλειοψηφία
τους από αστικά σπίτια και ταξίδευαν στην Ευρώπη ή ζωγράφιζαν. Οι φτωχότεροι
από εμάς δούλεψαν στα κεραμικά, σε σχεδιασμό χαλιών, σε φροντιστήρια σχεδίου ή
βοηθοί αγιογράφων. Εγώ, έχοντας πάρει αρκετά μαθήματα αγιογραφίας από τον
Γεωργακόπουλο, μαθητή του Κόντογλου, στο εφαρμοσμένο εργαστήριο νωπογραφίας και
φορητής εικόνας στην ΑΣΚΤ, εργάστηκα με τα μαγαζιά στο Μοναστηράκι που άρχισαν
με τον τουρισμό να πουλάνε παλιές μεταβυζαντινές εικόνες. Πολλές απ’ αυτές ήταν
σπασμένες, μαύρες απ’ την κάπνα και τα βερνίκια και σε πολλά σημεία φθαρμένες.
Φρόντιζα, λοιπόν, την αποκατάστασή τους σε όλα τα επίπεδα. Τις καθάριζα, ένωνα
τις σπασμένες και στα κενά συμπλήρωνα ένα μίγμα από κερί και κολοφώνιο που
προσαρμοζόταν σε θερμή, ρευστή μορφή. Σε αυτήν τη λεία επιφάνεια προσπαθούσα να
αποκαταστήσω την εικόνα στην προτέρα μορφή της, αφού έβρισκα με την ίδια
τεχνοτροπία το υπόλοιπο – π.χ. από το κατεστραμμένο πρόσωπο, το χέρι, το ρούχο
ή ό,τι άλλο έλειπε – και, κυρίως, την ιδιάζουσα χρωματική τους συνέχεια. Η
δύσκολη αυτή εργασία με βοήθησε να προσεγγίζω ανεπαίσθητες αποχρώσεις καθ’
υπαγόρευση των αναγκών της εικόνας.
Ιδιόμορφη,
αλλά πάντως, σοβαρή η σπουδή σας στη βυζαντινή τέχνη, που φαίνεται ότι, με
κάποιο τρόπο, καθόρισε και τη ζωγραφική σας.
Θα έλεγα ότι ήταν μια
προωθημένη άσκηση χρωματικής ευαισθητοποίησης, εξαιρετικά χρήσιμη για έναν
ζωγράφο που κυνηγάει και στη ζωγραφική του την απόδοση μιας σκουριάς ή το
απροσδιόριστο χρώμα ενός παλιού ξύλου. Κάνοντας παραλλήλως κι ολόκληρες δικές
μου εικόνες μιμούμενος τις παλιές, μεγάλωσε η αγάπη και το ενδιαφέρον μου γι’
αυτήν την υπέροχη ζωγραφική. Άρχισα να μαθαίνω και να προσδιορίζω τις περιόδους
κατασκευής τους, ακόμα και τον τόπο στον οποίο κατασκευάστηκαν. Οι γύφτοι που
κυρίως τις έφερναν απ’ όλη την Ελλάδα, αντάλλασσαν αυτά τα «άγια ξύλα» ενός
σπουδαίου πολιτισμού με γλυκερές μορφές αγίων ή την Παναγία μέσα σε μπουκάλι.
Έφυγαν στο εξωτερικό πολλοί τέτοιοι θησαυροί. Ωστόσο, συχνά συναντά κανείς σε
σπίτια φίλων, υπέροχες μεταβυζαντινές, κυρίως, λαϊκές εικόνες, στεφανωμένες και
λάμπουσες από την αύρα του ακοίμητου «καημού της ρωμιοσύνης».
Τα
βιβλία, έχετε πει, σας βοήθησαν όσο και η ζωγραφική. Ποιο (ή ποια) βιβλία
άνοιξαν το βλέμμα σας στη ζωγραφική;
Θα σας έλεγα απλά ότι
είμαι ένας λάτρης του βιβλίου και πως η ζωή μου έχει ταυτιστεί μαζί του, όσο
και η ζωγραφική. Το βιβλίο όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι αστείρευτη πηγή μαθήσεως
και άσκηση αισθημάτων. Φυσικά και μεγίστη συμβολή στον πολιτισμό. Συνεπώς, η
βοήθειά τους δεν είναι δυνατόν να μη συμμετέχει στην αποκάλυψη – από άλλες
οδούς – και των μυστικών της ζωγραφικής. Έπειτα στα βιβλία συναντάμε συχνά,
στοιχεία ψυχικής συγγένειας ή κοινούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς, γεγονός
που καθιστά τον διάλογο μαζί τους βαθύ και ενδιαφέροντα. Θα αναφέρω ως μεγάλο
παράδειγμα τον Ντοστογιέφσκι του οποίου τα πλουτοφόρα κοιτάσματα τροφοδοτούν
σχεδόν τους πάντες.
Στο
Σεφέρη αφιερώσατε την πρώτη σας έκθεση. Συχνά μάλιστα ανακαλείτε στίχους του σε
συνεντεύξεις σας, όπως «η μοίρα μας, χυμένο μολύβι».
Σχετικά με τον Σεφέρη,
έχω αναφερθεί συχνά στο πόσο πολύ με βοήθησαν τα ποιήματά του, αλλά και τα πεζά
του κείμενα στη διαμόρφωση και της εργασίας μου. Στον Σεφέρη σπούδασα το πώς
σχολιάζει τη σχέση του με το φως και τη σημασία που του αποδίδει, καθώς και τη
βαθειά του επικοινωνία με τους τραγικούς. Τον απόλυτο στη διατύπωσή του στίχο
«αγγελικό και μαύρο, φως» πιστεύω ότι διαχέεται ως ψυχική διάθεση και η οπτική
του κόσμου σε ολόκληρο το σώμα της ποιήσεώς του. Συνεπώς η «μοίρα μας χυμένο
μολύβι» ή «όλα τ΄αλέθουν οι μυλόπετρες και γίνονται άστρα» είναι εννοιολογικές
αφηγηματικές εντοπίσεις του αισθήματός του. Πιστεύω ακόμα ότι το βαθύ στοιχείο
της οδύνης στην ποίησή του αντανακλά απολύτως, κατ’ αναλογίαν και το μέγεθος
της λατρείας του για τη ζωή. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή η προσωπική μου ανάγνωση
στην ποίησή του τον αντιπροσωπεύει πράγματι. Το πιο πιθανό είναι να έχω
προβάλει τη δική μου οπτική στο έργο του. Το ίδιο όμως δεν κάνουμε και με κάθε
ποίηση που μας συγκινεί;
Μπορείτε
να περιγράψετε τη δική σας ανάγνωση και πώς αποτυπώνεται στο έργο σας;
Ερμηνεύοντας κανείς τα
αίτια αυτού του αισθήματος αδιεξόδου από την αναπότρεπτη οδύνη της απώλειας,
τουλάχιστον για εμένα, πιστεύω πως εκκινούν από μια σχεδόν παράφορη αγάπη για
τη ζωή. Έτσι, απ’ όσο θυμάμαι με τη δική μου εργασία προσπάθησα να
εικονογραφήσω ό,τι βρισκόταν κοντά στην αναχώρηση, συμμετέχοντας ψυχικά με
πένθιμους ύμνους, σαν τα ηπειρώτικα μοιρολόγια στην απώλεια της ζωής. Στάθηκε
για μένα η ποίησή του μια παρηγοριά. Γι’ αυτό θέλησα να του αφιερώσω την πρώτη
μου έκθεση. Λυπάμαι που δεν αξιώθηκα να μιλήσω μαζί του. Είχα γράψει ένα γράμμα
το οποίο τροποποιούσα επί μήνες θέλοντας να του ζητήσω μια συνάντηση. Το έριξα
τελικά στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του στην οδό Άγρας αριθμός 20, μήπως και
χαθεί. Το πρωί της άλλης μέρας η αείμνηστη Μαρώ Σεφέρη μου τηλεφώνησε: «Θα σας
πάρουμε μετά την επιστροφή μας από την Κύπρο». Ήταν το 1971 τον καιρό που μπήκε
στον Ευαγγελισμό. Με την ευκαιρία δε του αφιερώματος στο περιοδικό «Η Λέξη» για
τον ποιητή, έφτιαξα ένα πορτρέτο του εξαντλώντας όλη μου την αγάπη μαζί με όλες
τις ικανότητες που διέθετα. Το αφιέρωσα στη Μαρώ Σεφέρη και χαίρομαι που κοσμεί
σήμερα το σαλόνι του σπιτιού τους. Στις συναντήσεις μου μαζί της, διαπίστωσα
ότι ήταν μια αληθινή αριστοκράτισσα. Όμορφη, ευγενική, διαβασμένη. Μου χάρισε
μικρά, πολύτιμα για μένα, αντικείμενα του Σεφέρη. Τις έστελνα λουλούδια μέχρι
το τέλος της ζωής της και με μάλωνε γιατί ξοδεύομαι. Ευχαριστώ δε την ευγενική
φίλη μου Κυρία Άννα Λόντου, που παραχώρησε το πορτρέτο για όσο καιρό θα
διαρκέσει η τιμητική έκθεση για τον Σεφέρη στο ίδρυμα Θεοχαράκη.
Πολλοί από τη γενιά σας
μεταπήδησαν στις κατασκευές, ακόμη και στα ψηφιακά μέσα. Εσείς που επιμείνατε
στη ζωγραφική, πώς βλέπετε το μέλλον της;
Η δεσπόζουσα σήμερα
μαζική κουλτούρα στον εικαστικό χώρο έχει σε μεγάλο βαθμό περιθωριοποιήσει την
ζωγραφική, η οποία υπάρχει ακόμη χάρη σε μερικά ονόματα που διατηρούν από παλιά
ένα κύρος που την κρατούν ζωντανή. Αντιθέτως, εκείνο που μονίμως κυριαρχεί και
συντηρείται, είναι ένας ανερμάτιστος δημοσιογραφικός λόγος, επιπολαίως
πληροφοριακός και γι’ αυτό επιφανειακός. Μέσα από σχέσεις εξαρτήσεως ή
προβολής, μεγιστοποιούν και ανακυκλώνουν δήθεν υψίστης σημασίας καλλιτεχνικά
γεγονότα, όπως προσφάτως το Κάσελ ή δήθεν προσωπικότητες όπως ο Φαμπρ, στον οποίο
μάλιστα οι έντρομοι ημιμαθείς ξενόδουλοι παραχώρησαν και την διεύθυνση του
φεστιβάλ Αθηνών, σαν να μην υπάρχουν πλέον Έλληνες σ’ αυτόν τον τόπο. Το ίδιο
έντρομος διάβασα και εγώ τα ονόματα των «Ελλήνων» που εκπροσωπούν την ελληνική
τέχνη μετέχοντας στα «Ντοκουμέντα» του Κάσελ και δεν το πίστευα. Μα ποιοι είναι
αυτοί οι σύγχρονοι χρυσοθήρες που κατέκλυσαν τον τόπο μας και τον εκπροσωπούν
επί ίσοις όροις; Από πότε καταργήθηκε η εγγενής ιδιοπροσωπία της ελληνικής
τέχνης απ’τα πλήθη των Ιμπραήμ και Γιουσούφ που φέρονται να την
αντιπροσωπεύουν, υπονομεύοντας και αλλοιώνοντας τον κοινωνικό ιστό της
ελληνικής κοινωνίας;
Πιστεύω ότι η εθνική μας
μειονεξία εξαπλούται με καλπάζοντα ρυθμό, σχεδόν σε κάθε έκφανση του βίου μας.
Θα έλεγα ότι η γλώσσα, οι τέχνες και εν γένει η πολιτιστική μας ζωή προσχωρεί
ανενδοίαστα σε οτιδήποτε «ξένο» ή «διεθνές». Διαβάζοντας για παράδειγμα, όσο
μου ήταν δυνατόν, τα κείμενα που υποδέχτηκαν την δήθεν «προσφορά» της
γερμανικής πόλεως Κάσελ στα «ντοκουμέντα 14», το θεώρησαν εξαιρετική τιμή που
καταδέχτηκαν να μας συμπεριλάβουν στις εκδηλώσεις τους. Η κυριαρχούσα σήμερα
ροπή προς την παγκοσμιοποίηση, χρησιμοποιεί ανάμεσα στα πρότυπά της την αξία
του «διεθνούς» απέναντι σ’ ένα «τοπικό» το οποίο υστερεί. Ο Ζαν Κλαιρ στο
υπέροχο βιβλίο του «Χειμώνας στον πολιτισμό» γράφει: «Η σύγχρονη τέχνη δε
νοείται, όπως θα περίμενε κανείς, συνολικά η τέχνη που παράγεται σήμερα, αλλά
μόνο μια ειδική κατηγορία, όπως μιλάμε λόγου χάρη για την «τέχνη των τρελών» ή
την «τέχνη των παιδιών» προσδιορισμένη από μια μικρή ένωση ανθρώπων που έχουν
αυτοαναγορευτεί ειδικοί».
Η τέχνη, όμως, πάντοτε,
μέσα στην ιστορία του ανθρώπου, στοιχειοθετούσε μια υπερ-αισθητή διάσταση της
ζωής του, γι’ αυτό και συνυφαίνονταν με θρησκευτικές δοξασίες, μεταφυσικές
διερωτήσεις ή πνευματικές ανατάσεις. Πιστεύω ότι η τέχνη εξακολουθεί και πρέπει
να λειτουργεί και στις μέρες μας, σαν ένας προστατευτικός θύλακας, απ’ το
στέγνωμα της ζωής που μας υπαγορεύει η απουσία οραμάτων.
Γι’
αυτήν την απουσία οραμάτων, θυμάμαι ένα από τα τελευταία άρθρα σας για τη μνήμη
του πατέρα «που έλεγε συχνά: όλα θα αλλάξουν, όταν έρθουμε εμείς στα πράγματα».
Εσείς τί προδοκάτε για τον τόπο;
Όπως όλοι πλέον
διαπιστώσαμε, η ελπίδα αυτή δε θα φέρει τις ηλιόλουστες μέρες της παλιάς
υπόσχεσης. Η σύγχρονη πραγματικότητα βιώνεται πλέον (σχεδόν απ’ όλους μας) ως
τραγική ή αδιέξοδη. Μέσα στην ερημία των ημερών μας, ευτυχώς υπάρχουν ακόμη οι
παρήγορες φιλίες μας που συντηρούν τις απαντοχές μας. Μ’ αυτές τις φιλίες
σχεδιάζουμε το μακρινό μέλλον. Πως θα απαλλαγούμε από την εθνική μας μειονεξία
που μαστίζει, κυρίως, τη νεότητα. Πως θα διατηρήσουμε τη γλώσσα, η οποία
συνιστά ουσιώδη πυρήνα παραγωγής σημασιών και νοήματος, και η οποία θεμελιώνει
την ιδιαίτερη πολιτισμική μας συγκρότηση, λειτουργώντας ως προστατευτική ασπίδα
στην ομογενοποίηση ενός επερχόμενου απρόσωπου κόσμου. Διότι ο συστατικός
χαρακτήρας της κουλτούρας κάθε λαού με τη γλώσσα του, νοηματοδοτεί την
κοινωνική ζωή με έναν μοναδικό τρόπο και τελικά, συγκροτεί την συνοχή της.
Τέλος, πιστεύω σε μια εκ βάθρων αναβαθμισμένη παιδεία που δε θα υποτιμά την
πατρίδα και την παράδοσή της, έτσι ώστε να γνωρίσουν οι νέοι την ιστορία του
τόπου τους, την οποία τώρα αλλοιώνουν ή υπονομεύουν συστηματικά οι δήθεν
προοδευτικές δυνάμεις. Ο Σεφέρης, για να αναφερθώ ξανά σε αυτόν, γράφει:
«σβήνοντας ένα κομμάτι απ’ το παρελθόν, σβήνει κανείς κι ένα αντίστοιχο κομμάτι
από το μέλλον, κι είναι θλιβερή η ζωή που μοιάζει σαν ακατοίκητο σπίτι».
Eπιλογικά
για τον Σωτήρη Σόρογκα
Για τον ποιητή «οι
λέξεις είναι τα καράβια του. Κάνουν πολύ μακρινά ταξίδια. Και γυρίζουν όταν
είναι τυχερός, φορτωμένα με τα πλούσια κρύσταλλα, που εκεί κάπου, πέρα από τις
Ηράκλειες Στήλες της συνείδησής του, μια ζωή παλιά και μυστική σχημάτισε σαν
ένα υποχθόνιο νερό». Για τον ζωγράφο, που δεν άφησε να περάσει πλατύ ποτάμι
μέσα από τα δάχτυλά του, αλλά γεύτηκε το νερό του ποιητή, οι πιο ταπεινές
μορφές ζωής τυλίχθηκαν στο μαγνάδι του καμβά του και σώθηκαν στο μυστικό του
φως.
Καλλιτεχνικός
Σταθμός της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στη Μύκονο
Διάρκεια:
12 Ιουλίου – 16 Αυγούστου 2019
Ώρες
λειτουργίας: Δευτέρα – Κυριακή: 19.00 – 11.00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου